Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Μία σημαντική αποστολή

   Πέρασαν τρεις εβδομάδες από το ανεπάντεχο γεγονός κι ο γάτος Αριστείδης πηγαινοερχόταν περίλυπος στη γειτονιά, με το χοντρό κεφάλι του σκυμμένο και τα μεγάλα μακριά μουστάκια κρεμασμένα προς τα κάτω. Είδε και απόειδε, σχεδόν είχε φτάσει στα πρόθυρα μελαγχολίας ο παχουλός κοκκινοτρίχης και για πολλοστή φορά αναρριχήθηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο της τουαλέτας και ύστερα πέρασε στον κυρίως χώρο του σπιτιού.
   Στο σαλόνι η τηλεόραση τρεμόπαιζε μ’ έναν ενοχλητικό ψίθυρο, λες και θρηνούσε για την απουσία των ιδιοκτητών. Στο μικρό τραπεζάκι, στη βάση του φωτιστικού στεκόταν μία μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία. Τα πρόσωπα χαρούμενα σε μια φευγαλέα αποτύπωση. Ο Αριστείδης κουλουριασμένος στα πόδια του μικρότερου της οικογένειας. Τότε ακριβώς ακούστηκε ένα μεγάλο, μακρόσυρτο και παραπονιάρικο «νιάου…ου!», που δόνησε την ατμόσφαιρα διαπερνώντας τους τοίχους του σπιτιού και πέρα απ’ τα στενά όρια της γειτονιάς αντηχώντας πάνω στις κορυφογραμμές των βουνών. Η εξοχή, η υποψία μιας άγριας ζωής και ελκυστικής ελευθερίας τον συντάραζε στις ήσυχες οικογενειακές νύχτες του καναπέ. Ήταν ένα όνειρο σωσίβιο στην καθημερινή ζωή ενός συνηθισμένου γάτου που επιθυμούσε κάποια περιπέτεια μακριά από τη δική του εστία.
   Κι όμως ήρθε το γεγονός της ξαφνικής εξαφάνισης του κυρίου Μιχάλη, της κυρίας Κατερίνας, του μικρού Νίκου, της μικρής Χριστίνας και ο χρόνος έδειξε τα απειλητικά του δόντια. Η αρμονία και η ασφάλεια καταρρίπτεται μέσα σ’ ένα απερίγραπτο γιατί…; ΓΙΑΤΙ! Ο γάτος Αριστείδης είχε μείνει μονάχος και ελεύθερος να κάνει οποιαδήποτε αταξία στο σπίτι χωρίς να τον μαλώσει κανείς! Μα ότι είχε ονειρευτεί έγινε ένας εφιάλτης. Σα να του έδιναν ζωή εκείνα τα αδιάκοπα κυνηγητά και η άγρια και μανιασμένη φωνή του κυρίου Μιχάλη να κατευθύνεται παντού:
   «Αριστείδη, παλιόγατε πάλι άφησες τις τρίχες σου πάνω στον καναπέ. Απείθαρχε, ζημιάρη, ακατάστατε».
   Όταν ανακάλυπτε ότι οι τρίχες δεν ήταν δικές μου, αλλά της γλυκομίλητης γυναίκας του, η οποία είχε την συνήθεια να λαγοκοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, έπαιρνε τα λόγια του πίσω και χάιδευε ηδονικά, με αργές κινήσεις το παχύ τρίχωμά μου. Για να τον ευχαριστήσω του έφερνα τις παντόφλες. Σ’ αυτό το σπίτι όλοι με αγαπούσαν, παρόλο που αρκετές φορές τους εκνεύριζα με τα καμώματά μου. Ακόμη και όταν έσχιζα με τα άγρια νύχια μου τα τετράδια των παιδιών και πάλευα με την καλαμένια σκούπα στην αυλή της κυρίας Κατερίνας, δυσκολεύοντας την καθαριότητα του σπιτιού. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς, αλήθεια, δεν σταματούν τα δάκρυά μου και δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ την απουσία τους. Να φύγουν όλοι και να μην επιστρέψουν μετά από τόσο καιρό, χωρίς να με πάρουν μαζί τους!! Πως βάσταξε η καρδιά τους να μ’ αφήσουν πίσω, εκτός…αν έφυγαν από μία τόσο επείγουσα ανάγκη ή κάποια απειλή που δεν μπορώ να φανταστώ κι έτσι δεν γινόταν να χρονοτριβήσουν άλλο. Ή ίσως εκεί που θα πήγαιναν, η παρουσία μου θα κρινόταν τόσο ενοχλητική ή θα απαγορευόταν.
   Αλλά το δικό μου μερίδιο ευθύνης δεν είναι καθόλου μικρό, γιατί δύο μέρες είχα να φανώ, πριν βρω το σπίτι άδειο από ανθρώπους. Μπορεί και να με αναζήτησαν με αγωνία, αλλά εγώ ο ακατάσχετος ερωτύλος, ο αλήτης πήρα τους δρόμους της γειτονιάς και δεν άφηνα αναξιοποίητο το λάγνο κάλεσμα oποιασδήποτε θηλυκιάς. Και να σκεφτεί κανείς πως κάποτε με κέντριζαν μόνο οι παχιές και χνουδωτές γατούλες, κατά προτίμηση Περσικές. Μια φορά όμως την πάτησα για χρόνια με μια Αμερικάνα, που έφερε μαζί του ένα φιλικό ζευγάρι του κυρίου Μιχάλη από την Μινεσότα των Η.Π.Α. Μια ναζιάρα μα κομψή γατούλα που φρόντιζε τη δίαιτά της, ενώ τον χειμώνα φορούσε γύρω στο  λαιμό της ένα κόκκινο φουλάρι με χαρακτηριστικό κουδουνάκι. Ως γνωστόν στη γατογειτονιά το κόκκινο με ανάβει και χαλαρώνει τις αντιστάσεις μου.
   Τότε σκέφτηκα τον Λυκούργο, τον αξεπέραστο ρήτορα της γειτονιάς. Είχε την συνήθεια να λέει πάντοτε την γνώμη του ανοιχτά, χωρίς να φοβάται αν θα δυσαρεστήσει το κοινό. Ανακατευόταν σε κάθε πρόβλημα μικρό ή μεγάλο των ζώων. Πονόψυχος, εύστοχος όμως στις παρατηρήσεις του και ευλύγιστος στη σκέψη, σεβαστός σ’ όλο το Ζωοβασίλειο γι’ αυτόν το λόγο, πρόσφατα εκλεγμένος  Πρόεδρος του τοπικού συλλόγου αποκατάστασης ορφανών και λοιπών κατατρεγμένων (αδέσποτων κλπ.). Σταχτής και μικρόσωμος μ’ ένα βλέμμα που μόνο γάτου δεν έμοιαζε, γιατί η σοφία είχε υπερκαλύψει τον παρορμητισμό της φύσης του, επιδεικνύοντας έναν διδασκαλισμό ιδιαίτερο, εξίσου όμως ασύμβατο, αχώνευτο και φτιαχτό για τον μικρό χώρο των ζώων.
   Έτσι έσπευσα να του εκφράσω τον πόνο μου, ελπίζοντας σε μια φαεινή του ιδέα, μήπως και βρω κάποια άκρη στο μυστήριο. Είχε την συνήθεια να μιμείται τις εκφράσεις και τις χειρονομίες των ανθρώπων με τη βαριά και αργή του ομιλία, πιστεύοντας ότι έτσι θα γινόταν πιο κατανοητός. Όσοι τον γνώριζαν για πρώτη φορά, έλεγαν πως τους θύμιζε μια κωμική φιγούρα από παιδικές σειρές ή ένα τροχονόμο σε δρόμο χωρίς κυκλοφοριακή συμφόρηση.
   -Σε βλέπω εδώ και καιρό να τριγυρνάς μονάχος σου. Σ’ έδιωξαν απ’ το σπίτι οι δικοί σου;
   -Όχι, δεν τριγυρνάω άσκοπα. Απλά εξαφανίστηκαν οι δικοί μου και δεν ξέρω που να πάω…Λυκούργε δεν αντέχω άλλο τη μοναξιά. Θέλω να βρω τους ανθρώπους μου. Εσείς και το συμβούλιο σας μπορείτε να με βοηθήσετε.
   -Καλά, πότε έγινε αυτό;
   -Μακάρι να ήξερα. Περίοδος γονιμότητας  βλέπεις κι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά.
   -Τι λες βρε αδελφέ μου. Σαν πολύ δραστήριο σε κόβω. Νομίζω πως κάπως αδυνάτισες κιόλας!
   -Ναι, στεναχώρια και πάλι στεναχώρια. Δεν μου κατεβαίνει μπουκιά. Προσφέρω σε άλλους όλα μου τα ψαροκόκαλα.
   -Σοβαρή η κατάσταση. Αλήθεια έχεις πρόβλημα! Πότε τους είδες τελευταία φορά;
   -Πριν τρεις βδομάδες. Θα ήταν απόγευμα, γιατί τα παιδιά ήταν κλεισμένα στα δωμάτιά τους και διάβαζαν, ενώ ο κύριος Μιχάλης έτρωγε στην κουζίνα. Συνήθως επέστρεφε αργά το απόγευμα απ’ τη δουλειά του.
   -Θα συγκαλέσω συμβούλιο. Δεν μπορεί, κάποιος μάρτυρας θα υπάρχει. Όλα τα ζώα αύριο το πρωί θα συγκεντρωθούμε κάτω από τον πλάτανο της πλατείας για να εξετάσουμε το θέμα σου. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να περάσεις απ’ τον Στάθη τον φωνακλά, το Καναδέζικο λυκόσκυλο να του πεις να βγάλει ανακοίνωση σε όλα τα ζώα.
   Η συγκέντρωση ήταν έτοιμη να ξεκινήσει και ο Λυκούργος είχε ανέβει πάνω στο βήμα του· το πλατύσκαλο του μνημείου των πεσόντων του χωριού και άρχισε το λόγο του με στόμφο και χαρακτηριστική ρητορεία:
   «Μετά από επίκληση βοηθείας του προσφιλούς μας Αριστείδη -ο οποίος από ένα ανεξιχνίαστο λόγο έχασε τους δικούς του ανθρώπους και τους αναζητεί εναγωνίως- πήρα την άμεση απόφαση να συγκαλέσω έκτακτο συμβούλιο, όπως συμπαρασταθούμε και συνεισφέρουμε τα μέγιστα στον απαρηγόρητο φίλο μας. Τα πράγματα έγιναν όπως μου τα αφηγήθηκε ο φίλος μας. Έτσι ακριβώς……. Και θέλω όλοι να παρουσιάσετε τις προτάσεις σας, τυχόν παρατηρήσεις σας, κάποιο σχέδιο ίσως και ό,τι άλλο έγινε αντιληπτό σε σας την συγκεκριμένη μέρα και ώρα».
   Ο ηλικιωμένος ψαρής, ο γερο-Σαμψών, που είχε παροπλιστεί μετά από εύφημο παρελθόν και νικητήριους αγώνες σε ιπποδρομίες, έλαβε τον λόγο. Πάνω στην ουρά του καθόταν ανενόχλητος και με καμάρι ένας σπίνος. Εκτελούσε χρέη υποβολέα των λεγομένων του Προέδρου, γιατί λόγω βαρηκοΐας και απόστασης το άλογο δεν έπιανε με την πρώτη τα λόγια. Μια μικρή υποψία πως το πιστόλι της εκκίνησης των αγώνων με τον καιρό του προξένησε αυτή την μικρή βλάβη.
   «Νομίζω πως κάτι ξέρω γι’ αυτό που έγινε. Εκείνη την ώρα μ’ ενοχλούσαν οι μύγες και τις έδιωχνα. Έτσι που είχα χάσει την ησυχία μου, είδα, γιατί όπως ξέρετε η όρασή μου είναι ακόμη δυνατή. Είδα τον κύριο Μιχάλη αλαφιασμένο και την κυρία Κατερίνα να μπαίνουν σ’ ένα όχημα που είχε πάνω στην οροφή του ένα φως που αναβόσβηνε, φάρο που το λένε, και να εξαφανίζονται. Πάντως απ’ τις κινήσεις τους κατάλαβα ότι ήταν ταραγμένοι. Σα να διέκρινα την πράσινη ρόμπα της κυρίας Κατερίνας. Τίποτα άλλο!».
   Ο Ευτύχης όμως, το πρόβατο σαν κάτι να πήρε τ’ αυτί του:
   «Είχα ξεφύγει απ’ το κοπάδι και είπα να κάνω μια βόλτα στο χωριό, να ξεχάσω κάπως την απεραντοσύνη του βουνού. Σ’ εκείνη τη γειτονιά ακριβώς που λέτε έγινε χαλασμός Κυρίου, μεγάλη φασαρία, φωνές και ταραχή κόσμου. Πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι και κάτω στον δρόμο βρισκόταν ένα αγόρι χτυπημένο, με το πόδι ματωμένο, δίπλα του ένα ποδήλατο πεσμένο. Φαίνεται πως έτσι, που ήταν κατηφορικός ο δρόμος και δεν έπιασαν τα φρένα του ποδηλάτου, το παιδί προσέκρουσε στη γωνία του πεζοδρομίου και ανατράπηκε, πέφτοντας ευτυχώς στο πλάι με το σώμα, χωρίς καθόλου να χτυπηθεί στο κεφάλι. Δεν πληροφορήθηκα για περισσότερα, γιατί με πρόγκιξαν κάποιοι από το πλήθος και αναγκάστηκα να φύγω».
   Ο Αριστείδης τινάχτηκε από τη θέση του, φωνάζοντας:
   -Αυτός είναι ο Νίκος! Το καημένο το παιδί, πάντα άτακτο μα καλός και περιποιητικός μαζί μου. Έκρυβε την καλύτερη τροφή απ’ το μεσημεριανό τραπέζι και την έδινε σε μένα. Άλλες φορές, κρυφά μου πετούσε κάτω απ’ το τραπέζι ολόκληρες μαρίδες κι εγώ τις κατάπινα με μια χαψιά.
   -Έλα, μην κάνεις έτσι, παρενέβηκε το παγώνι του κήπου τεντώνοντας τα φτερά του. Το παιδί θα είναι καλύτερα. Πρέπει να οργανώσουμε ένα ταξίδι με προορισμό ένα μέρος όπου κυκλοφορούν άνθρωποι με άσπρες μπλούζες κι άλλοι που περιμένουν στην ουρά, και αυτό λέγεται νοσοκομείο. Μίλησε και ο ζαρωμένος, το κακομούτσουνο μπουλντόγκ με την τρομαχτική φωνή του.
   -Αυτό που ήρθε και πήρε το παιδί, ήταν ένα ασθενοφόρο. Αριστείδη βάζω στοίχημα πως το αμάξι του κυρίου σου βρίσκεται ακόμη στο υπόστεγο.
   -Έχεις δίκιο. Όλα ανέγγιχτα, εκεί που βρίσκονταν πάντα.
   Τότε πετάχτηκε ο ασπροφτέρουγος, το ταχυδρομικό περιστέρι που δεν του ξεφεύγει τίποτα, σαν από μηχανής Θεός:
   -Εγώ θα σας πω προς τα που κατευθύνθηκε το ασθενοφόρο. Πήρα αυτό το φωτεινό σημάδι από πίσω, από αέρος ήθελα να πω. Και προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα πως σταμάτησε εκεί, όπου επιθυμούσα να μείνω για πάντα, σ’ ένα τέτοιο ακριβώς μέρος! Όπου μπορείς να συναναστρέφεσαι άφοβα κάθε είδους πτηνό. Αφθονούν τα πανύψηλα δέντρα με τις πυκνές φυλλωσιές. Εξασφαλισμένη στέγη και φαγητό άφθονο, ψωμάκι προσφορά ευεργετική ασθενών και συνοδών.
   Την συγκέντρωση έκλεισε ο Λυκούργος:
   «Πολύτιμη η συνεισφορά σου γοργοφτέρουγε …συγνώμη ασπροφτέρουγε ήθελα να πω…στην εφαρμογή του σχεδίου μας. Λέω σε όλους σας να ετοιμαστείτε για ένα μεγάλο ταξίδι. Γερό-Σαμψών κρατάνε τα κότσια σου ακόμη; Ετοιμάστε τα εφόδιά σας σήμερα και αύριο πριν το χάραμα ξεκινάμε. Κάποιος να πάρει πρόβλεψη για τον καιρό από τους θαλασσινούς φίλους μας, τους γλάρους. Καλό θα ήταν όμως ούτως ή άλλως να έχουμε μαζί μας ομπρέλες και ψάθινα καπέλα και μπόλικο νερό».
   Αν και θα ήταν πιο έξυπνο να εκμεταλλευτούν την ανατομία του ζώου μοιράζοντας το βάρος πάνω στην ράχη του, προτίμησαν να καθίσουν με σειρά γηραιότητας από εμπρός προς τα πίσω. Ο Σαμψών παλαντζάρισε λίγο αριστερά-δεξιά, κάνοντας ένα δοκιμαστικό πριν το ξεκίνημα.
   «Το να στηρίζεσαι καλά στα πόδια σου, είναι υπόθεση προπαντός πειθαρχίας και αυστηρής τεχνικής», σκέφτηκε.
   Το μεγάλο ψάθινο καπέλο έγειρε εμπρός μ’ αυτή την κίνηση και έκρυψε τα μεγάλα υπομονετικά μάτια του αλόγου. Μέσα στην χαίτη του εξασφάλισαν θέση μερικά γηραλέα και αδύνατα πουλιά, με την προοπτική να προστατευτούν από το κρύο φύσημα του αγέρα. Ο αρχηγός της συνοδείας, ο Λυκούργος καμάρωνε με το μικρό καπελάκι του ιππέα. Μέσα του, όμως βαθιά, δούλευε η αγωνία για την τύχη του ταξιδιού. Φρόντιζε να μην το δείχνει καθόλου, δεν ήθελε να διαταράξει το ηθικό της ομάδας. Είχε σιγουρευτεί για τις δυνατότητες του Σαμψών και είχε ακούσει προσεκτικά την γνώμη του ζώου, σε ποια σημεία θα έπρεπε να γίνουν στάσεις για αναπτέρωση δύναμης. Στους γέρους ώμους του κάθισε ο ζαρωμένος, το βαριεστημένο μπουλντόγκ με το απλανές βλέμμα. Έγλυφε ένα πεντανόστιμο κόκαλο, όλη αυτή η διαδικασία  τον ηρεμούσε, διαλύοντας το άγχος της ημέρας. Το Καναδέζικο λυκόσκυλο, ο Στάθης ο φωνακλάς έλαμπε με το γυαλιστερό άσπρο τρίχωμά του την αυγή.
   «Γερό Σαμψών πώς τα πας; Καλά που με πέτυχες σε περίοδο δίαιτας!», αστειευόταν.
   Στην ουρά του δεν είχε χώρο παρά μονάχα για μερικές αδέσποτες μύγες.
   «Ούφ, τις σιχαίνομαι!», ψέλλισε το πρόβατο.
   «Το φοβερό και μόνιμα ενοχλητικό πρόβλημά μου στη στάνη».
   Καθόταν χαρούμενο πίσω στο μικρό καρότσι με τις τροφές που έσερνε ο Σαμψών, ευτυχισμένο που θα απόφευγε για λίγο τα ενοχλητικά σφυρίγματα του τσοπάνη.
   Ο κύριος όγκος των εφοδίων καταλαμβανόταν από σανό και καρότα· την αγαπημένη τροφή του Σαμψών. Επειδή σ’ όλη τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν, δεν θα συναντούσαν κάποιο κρυστάλλινο ποτάμι, παρά μόνο ρέματα ξερά που επικοινωνούν συχνά με τη θάλασσα, κρίθηκε αναγκαίο να αποθηκεύσουν νερό μέσα σε μεγάλα πλαστικά δοχεία. Το δρομολόγιο δύσβατο σε μερικά σημεία. Ήθελαν ν’ αποφύγουν την κεντρική οδική αρτηρία, ανενόχλητοι από τα οχήματα που περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, γλιτώνοντας παράλληλα τα σχόλια:
   «Χα,χα για κοιτάξτε ένα γέρικο άλογο να σέρνει ένα καρότσι με πολύχρωμα ζώα!».
   Δεν συμφωνούσαν με τη συμπεριφορά και τα έργα των ανθρώπων, μα πίσω από την γελοιότητα της κομπανίας κρυβόταν καλά ένας πολύ σοβαρός σκοπός, με βάση συναισθηματική γι’ αυτό το παράξενο και αλλόκοτο πλάσμα, τον άνθρωπο.
   Ο καλός μας Αριστείδης είχε μαραζώσει. Δεν τον άφηνε ο πόνος ν’ αναθαρρήσει, τον στοίχειωνε η ταλαιπωρία του παιδιού στο χειρουργικό κρεβάτι. Θα ήθελε να τριφτεί πάνω του, να του γλείψει το πονεμένο πόδι, με μια κίνηση μαγική να γιατρευτεί η πληγή και ο μικρός Νίκος, αντικρίζοντας την απεριόριστη αγάπη, να αισθανθεί καλύτερα. Μήπως η αγάπη δεν είναι ικανή να γιατρέψει κάθε πληγή, σωματική ή ψυχική; Αυτές οι στιγμές είναι που κάνουν ανθρώπους και ζώα πιο σοφούς και στοργικούς, μ’ αυτή την συμπαράσταση μαλακώνουν και οι πιο άγριοι. Αν όλη αυτή η αναστάτωση των ζώων είχε κίνητρο τον πόνο του ανθρώπου και όλη αυτή η κινητοποίηση την επαναφορά των αγαπημένων προσώπων, γιατί να μην υπάρξει μία ανάλογη κινητοποίηση από μέρους των ανθρώπων για τους πιο κατατρεγμέ-νους συμπαθείς τετράποδους, για τον σεβασμό της δικής τους ζωής; Έτσι σοβαρός και αμίλητος ο Αριστείδης αναλογιζόταν τον ρόλο των ανθρώπων και των ζώων, νιώθοντας τύψεις που στο παρελθόν σκέφτηκε να εγκαταλείψει την φιλόστοργη οικογένεια. Κοίταξε απορημένος το παγώνι, που ήταν ξαπλωμένο πάνω στα δοχεία, με τα πολύχρωμα φτερά του ανοιχτά, λάμποντας στις πρώτες αχτίνες του ήλιου.
   -Μα τι κάνεις εκεί;
   -Εντολή του Λυκούργου. Αυτή η κίνηση διατηρεί το νερό δροσερό.
   Το περιστέρι πάνω τους σαν άστρο-οδηγός της ημέρας τους επιθεωρούσε και οδηγούσε την πορεία τους στην σωστή κατεύθυνση.
   Θα ήταν άνοιξη, όταν ξεκινήσαμε. Οι αμυγδαλιές είχαν μπουμπουκιάσει κι ετοιμάζονταν να εμφανίσουν τα ροζ ανθάκια τους. Από τ ’αμπέλια είχαν πεταχτεί τα πρώτα φυλλαράκια. Η θρυλική ομάδα μας, αφού διέσχισε ένα μεγάλο μέρος του Θεσσαλικού κάμπου, άρχισε ν’ ανηφορίζει αμίλητη προς την λίμνη Κάρλα. Ποια λίμνη; Προς τα εκεί που κάποτε υπήρχε λίμνη. Δυστυχία! Μια τεράστια έκταση υδάτινου περιβάλλοντος είχε πέσει στα δολοφονικά χέρια των ανθρώπων, των ανθρώπων που αποστραγγίζουν καθημερινά το νερό από τα χείλη μας και κάθε γουλιά γίνεται αίμα, προδοσία. Πόσο γρήγορα και ασυλλόγιστα προξενούν βλάβες, με πόση ικανότητα εξαφανίζουν μια ποικιλία πτηνών και ψαριών, χωρίς ν’ αναλογίζονται τις συνέπειες, αυτές οι άσπλαχνες μηχανές του κέρδους! Μα η φύση κάποτε θα εκδικηθεί εκ μέρους μας γι’ αυτήν την απερισκεψία.
   Ανεβαίναμε λοιπόν το βουνό με την μισή καρδιά μας, γιατί η άλλη μισή βρισκόταν κάτω πληγωμένη -εκεί που ανάσαινε η αποξηραμένη λίμνη με το αιώνιο παράπονο- κι ωστόσο συνέχιζε να χτυπά με την ελπίδα πως κάποτε θα βρει την δροσιά της· το πλούσιο νερό που έχασε, το φως του ήλιου που καθρεφτιζόταν πάνω της σαν την αλήθεια, τις καλύβες και τις βαρκούλες των ψαράδων. Συνεχίσαμε σφίγγοντας τα δόντια, μέχρι το σημείο που δεν μπορούσαμε να βλέπουμε αυτό που μας λυπούσε και καταλήξαμε να κατασκηνώσουμε σ’ ένα άνοιγμα, γύρω από θαμνώδη βλάστηση. Κι εκεί αντιμετωπίσαμε την φοβερή συνέχεια του τρόμου.
   Εντελώς ξαφνικά, πάνω που αρχίσαμε να χαλαρώνουμε και να ξεχνάμε τα δυσάρεστα, κρότοι και πυροβολισμοί σκορπίστηκαν παντού κι ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό μας άγγιξε ξανά στην καρδιά. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από που ακριβώς ερχόταν η απειλή και εντελώς ξαφνιασμένοι προσπαθούσαμε να καλυφθούμε, να οχυρωθούμε όπου ήταν εύκολο. Πίσω από πουρναριές, κάτω στο χώμα ξαπλωμένοι. Ώσπου ο έξυπνος Λυκούργος έβαλε το αυτί του στο χώμα και διαπίστωσε:
   -Ακούω βήματα να πλησιάζουν προς τα εδώ…ψυχραιμία σύντροφοι, δεν έχουμε να κάνουμε με έναρξη κάποιου πολέμου. Πρόκειται για κυνηγούς. Το τέρας των ανθρώπων δίνει και πάλι το παρόν! Ακούω και γαβγίσματα. Διαισθάνομαι πως πήραν στο κατόπι κάποιον πληγωμένο, που παραπατά και κοντανασαίνει. Πάλι το ίδιο μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Στάθη φωνακλά και ζαρωμένε θέλω τη βοήθειά σας. Τα δύο σκυλιά πρόταξαν τα στήθη τους:
   -Αν τολμήσουν να πλησιάσουν, θα τους ξεσκίσουμε! Δεν θα αφήσουμε τρίχα από τα όμορφα Γκόλντεν Ρετρίβερ.
   -Προσοχή, υπάρχει κίνδυνος να τραυματιστούμε από τους κυνηγούς. Τα σκάγια διασκορπίζονται σε μεγάλη αχτίνα. Φυλάξτε τα νώτα σας. Πρέπει να έρχονται κάτω απ’ το ρεματάκι, επεσήμανε ο Λυκούργος.
   -Προτείνω να συμπτυχτούμε βορειοδυτικά, μες στην μικρή συστάδα των πεύκων. Τραβάω το καρότσι προς τα εκεί κι εσείς ακολουθείτε, μίλησε ο Σαμψών.
   Έτσι μαζευτήκαμε συνωμοτικά τηρώντας απόλυτη σιγή, μέχρι να περάσουν τα δύσκολα, να δούμε τι θα κάνουμε. Πλέον οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Φαίνεται είχαν τελειώσει τα φυσίγγια ή έστηναν ενέδρα πιο χαμηλά, περιμένοντας το πληγωμένο θήραμα. Διότι έτσι ανήμπορο από το τραύμα ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, την κάθοδο κατά μήκος του ρέματος και όχι το ανέβασμα προς το βουνό. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τότε ακούστηκε ένα σύρσιμο μες στα ξερόκλαδα που έκανε όλους μας να στρέψουμε τα κεφάλια μας χλομιάζοντας. Στο βάθος ήχησε μια εντολή επιτακτική: «Σσσς…σωπάστε!». Ήθελε να προλάβει οποιαδήποτε αντίδραση και η φωνή του με δυσκολία έβγαινε καθαρή από το λαχάνιασμα και την κούραση. Μια μουσούδα στενόμακρη πρόβαλλε  πίσω από τα δέντρα, με δύο μεγάλα καφέ τριγωνικά αυτιά και μάτια όλο σπινθήρα, άγρια που σκορπάνε ανατριχίλα. Γνώριμη φυσιογνωμία απ’ τα παλιά, μου θύμιζε κάποιες περιγραφές ενός μικρού αγριογούρουνου, που είχε γλιτώσει από τα δόντια του στο βουνό, πριν καταλήξει οικόσιτο ζώο σε κάποια αυλή, με λουράκι στο λαιμό. Τόσο τρομαχτικός, μα τόσο αξιοπρεπής! Που στο καλό βρέθηκε εδώ, στο ήρεμο βουνό ένας λύκος; Ο Ευτύχης το πρόβατο, είχε κρυφτεί κάτω απ’ τα πόδια του Σαμψών τρέμοντας. Είχα ακούσει από το στόμα του ιστορίες που υμνούσαν την τεχνική και την αποτελεσματικότητα στις επιθέσεις αυτού του ζώου, όταν δεν έβρισκε τροφή τον χειμώνα, στα κοπάδια των απόμακρων βουνών της Μακεδονίας και της Ευρυτανίας. Εμείς οι γάτες δεν έχουμε ανάλογη εμπειρία, μα τα σκυλιά φαίνεται αναγνώρισαν τον μακρινό συγγενή τους και τον καλωσόρισαν εγκάρδια. Πάνω του καθόταν μια πετροπέρδικα περήφανη και πλουμιστή με έντονο και διαπεραστικό βλέμμα. Το παγόνι σαν να ενοχλήθηκε από την ξαφνική παρουσία ενός άλλου όμορφου πτηνού, συνοφρυώθηκε κιόλας ρίχνοντας επίβουλες ματιές στην πέρδικα, μην αντέχοντας  στο ενδεχόμενο μιας βασανιστικής σύγκρισης: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο ωραία;»
   -Να σας συστηθώ, είμαι η πέρδικα Ασήμω και από δω ο Λύκος Πρόδρομος, ο σωτήρας μου! Κατάφερε να με γλιτώσει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια των κυνηγών, πριν με αρπάξουν τα σκυλιά. Έχω μια μεγάλη πληγή στην δεξιά φτερούγα και στάθηκε αδύνατον να πετάξω κανονικά, αλλά και ο Πρόδρομος έγδαρε τον ώμο του από μια ξυστή βολή.
   -Ασπροφτέρουγε, φώναξε ο Λυκούργος, πρέπει να τους προσφέρουμε τις πρώτες βοήθειες, είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες από τα είδη τους. Τι ωραία διασκέδαση έχουν οι άνθρωποι! Παρόμοια μ’ εκείνη που πρόσφεραν στους Ρωμαίους οι αρένες με τα λιοντάρια! Δεν μπορούν να καταλάβουν, πως ζωή χωρίς εμάς δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Ασπροφτέρουγε, πήγαινε γρήγορα να φέρεις λίγο μέλι και βάλσαμο ν’ απαλύνουμε τις πληγές των φίλων μας.
   Αποφασίσαμε να παραμείνουμε μέχρι να γιατρευτούν τελείως οι πληγές τους, τους αφήσαμε γερούς και δυνατούς, σίγουρους για τον εαυτό τους και μετά συνεχίσαμε το δρόμο μας.
   Το ταξίδι ήταν η χρυσή ευκαιρία να δοκιμάσουν όλοι τις δυνάμεις τους, την επιμονή στο στόχο τους και την αλληλεγγύη προς τον φίλο τους. Θα έπρεπε να επωφεληθούν με την εξερεύνηση του εσωτερικού τους κόσμου, της λογικής και των παθών τους. Κάποιοι σοφοί είπαν στο παρελθόν, πως ο άνθρωπος ξεχωρίζει από το ζώο στη λογική και όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από τα πάθη του, ότι υποβιβάζεται σε ζώο. Αλλά δεν είπαν ποτέ τι γίνεται, όταν το ζώο συμπεριφέρεται με μια άγνωστη ευαισθησία στον άνθρωπο όπως την αγάπη -φαινομενικά ανθρώπινη ιδιό-τητα- και τι όταν καταλαμβάνεται από πάθη κατεξοχήν ανθρώπινα, όπως φιλαργυρία, χαρτοπαιξία, αδηφαγία, φιλοδοξία, μέθη; Γιατί το ζώο δεν διαθέτει μία γλώσσα κατανοητή στον άνθρωπο και συνεπώς όποιος εκφράζει τη δική του γνώμη με άλλο τρόπο από τον συνηθισμένο, γίνεται αφάνταστα ενοχλητικός. Έτσι πολλοί με την ανακάλυψη των άσχημων πλευρών τους, αναγνώρισαν τις ανθρώπινες ιδιότητες και συμπέραναν πόσο βασανιστικές είναι για τους κατόχους τους. Ποιος άραγε θα ήθελε να έρθει στη δεινή θέση του ανθρώπου;
   Ο ζαρωμένος, το μπουλντόγκ δύσκολα χώνευε την πληθώρα των τροφών, που κατάπινε ακόρεστα. Ο βαρήκοος Σαμψών με την παραμικρή δυσμορφία του εδάφους, σε κάθε δύσκολο ελιγμό αγανακτούσε και ξεστόμιζε ύβρεις κατά παντός υπευθύνου, που τον έμπλεξε σ’ αυτό το ταξίδι, ενώ τα υπόλοιπα ζώα του συνιστούσαν υπομονή. Ο ματαιόδοξος σπουργίτης, ο διερμηνέας του Σαμψών κόμπαζε για την ομορφιά και την ικανότητά του στο τραγούδι, που θα την ζήλευε κι ένα αηδόνι του δάσους. Έλπιζε στην εποχή που θα αποκτούσε ένα κόκκινο φανταχτερό λοφίο κι έτσι θα έκανε τον τσαλαπετεινό να σκάσει απ’ τη ζήλια του.
   Στις μεγάλες παύσεις για ξεκούραση, ο Λυκούργος καθόταν σε κάθε φυσικό πεζούλι από πέτρα ή ξύλο και ως ανθρωπομιμητής έβαζε το ένα πίσω πόδι πάνω στο άλλο και μ’ ένα κλαράκι ελιάς έκανε πως τραβούσε βαθιά μια ρουφηξιά καπνού στα πνευμόνια του, συνοφρυωμένος και κακόκεφος από τα μεγάλα οικογενειακά εμπόδια. Μεγάλη έκπληξη προκλήθηκε όταν ανακαλύφθηκε, που ακριβώς οφειλόταν η στεντόρεια φωνή του φωνακλά, αυτού του εντυπωσιακού Καναδέζικου, και το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του. Είχε βαφτίσει «ελιξίριο νεότητας» το περιεχόμενο ενός δοχείου, που μόνο νερό δεν ήταν! Ίσως το φλύαρο νερό, γιατί όταν το ρουφούσε ακόρεστα, μετά από λίγη ώρα ξεφούρνιζε τα μυστικά της γειτονιάς κι ό,τι ασυναρτησία του ερχόταν και μετά από πολλές χορευτικές φιγούρες έπεφτε κουρασμένος σε βαθύ ύπνο.
   Ο μόνος που δεν επέδειξε τέτοια ένστικτα της στιγμής, σταθερός στον στόχο του ήταν ο πολύπαθος κ. Αριστείδης, με το φουντωτό του τρίχωμα. Είχε βυθιστεί σε μια ατέλειωτη ενδοσκόπηση, ακτινογραφώντας αυστηρά κάθε προηγούμενη κίνησή του, αφαιρώντας το παραμικρό σημάδι του εγωισμού από αυτές, ώστε να δει καθαρά τις ατέλειές του. Αρχή του ήταν πως για ν’ αγγίξεις κάποτε το καλύτερο, πρέπει πρώτα να βιώσεις το ελάχιστο.
   Τα ιδρωμένα ζώα την ημέρα πάλευαν να ξεφύγουν από τα πάθη τους και τα εμπόδια της φύσης. Στις ανηφορικές κλίσεις του εδάφους πότιζαν τη γη με τον κόπο και τον πόθο τους, λαχταρώντας το τέρμα του ταξιδιού. Τις νύχτες άναβαν φωτιές, όπως έκαναν οι ξεχασμένες νομαδικές φυλές, και τραγουδούσαν για παλιές αγάπες και αποτυχημένους έρωτες. Άλλες φορές ακούγονταν άνοστα αστεία, για παράδειγμα πως ένα μικρό, όμορφο θηλυκό κουτάβι ντύθηκε γατούλα κι ένας περαστικός γάτος απ’ άλλη γειτονιά επιδόθηκε στο κυνηγητό του, μέχρις που εκείνο τον παρέσυρε σε μια απόμερη αυλή, όπου του όρμηξαν δύο μεγαλόσωμα τσοπανόσκυλα. Κι ο γάτος έγινε καπνός και άλλα πολλά περίεργα.
   Τότε, αρπάζοντας την ευκαιρία ο Λυκούργος, πρότεινε τη διοργάνωση «διαγωνισμού μεταμφίεσης» και αυτοδιορίστηκε υπέρτατος κριτής. Κάθε ζώο θα είχε την δυνατότητα να μεταμφιεστεί σε όποιο άλλο ζώο επιθυμούσε, γνωστό ή άγνωστο, ήμερο ή άγριο, ακόμη να επινοήσει το ίδιο ένα καινούργιο είδος και να αιτιολογήσει την ωφελιμότητα της παρουσίας του. Ο νικητής θα λάμβανε το βραβείο «Σεβασμού και ικανότητας μεταξύ των ζώων». Θα κρινόταν στο κατά πόσο επιτυχημένη ήταν η μεταμφίεση, στην ομοιότητα με το ζώο που υποδυόταν ο καθένας εξωτερικά, αλλά και στους τρόπους του. Μπορούσαν άφοβα, χωρίς αποκλεισμούς να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε υλικό τους προσφέρει η φύση, αλλά απαγορευόταν αυστηρά να συνδράμει ο ένας στην μεταμφίεση του άλλου έμπρακτα, ούτε καν με συμβουλές. Η επιλογή της μεταμφίεσης αποτελεί προσωπικό δεδομένο. Δόθηκαν στον καθένα λίγες ώρες προθεσμία για συλλογή των υλικών και ύστερα θα καταλάμβαναν συγκεκριμένες θέσεις, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ τους, για ν’ αποφευχθούν οι υποκλοπές.
   Όταν τελείωσε η διορία, ο Λυκούργος καλούσε ένα-ένα τα ζώα, ονομαστικά, σ’ ένα χώρο επιλεγμένο γι’ αυτό τον σκοπό, μια σκεπαστή ξύλινη εξέδρα, για να δείξουν τ’ αποτελέσματα των προσπαθειών τους κι εκείνος στρογγυλοκάθισε σταυροπόδι καταγής, με βλέμμα επιθεωρητή. Ήταν ο μόνος που δεν θα συμμετείχε, μια υποψία κρυφή έβγαινε στην επιφάνεια πως έτρεφε βαθιά αποστροφή για τις μάσκες και τις μεταμφιέσεις, την οχύρωση πίσω από το καλυμμένο πρόσωπο, την ένοχη ανωνυμία, που ωθεί εύκολα στην απελευθέρωση των ενστίκτων και στην κάθε είδους ενέργεια κοινωνικά κατακριτέας, με την ατιμωρησία που εξασφαλίζει το προσωπείο. Ένας τέτοιος Διονυσιασμός δεν συμβάδιζε καθόλου με το δικό του χαρακτήρα.
   Πρώτα εμφανίστηκε ένα άγριο ζώο της ζούγκλας με καστανοκίτρινο δέρμα, με μαύρες κηλίδες δείχνοντας χωρίς φειδώ τα μυτερά, γυαλιστερά του δόντια και τα γαμψά του νύχια. Αλαφροπατώντας πάνω στην σκηνή με τη μουσούδα κολλημένη στο έδαφος οσμίζονταν το επικείμενο θύμα του. Ο εκπληκτικός πάνθηρας, η μόνιμη απειλή της αντιλόπης. Μέσα απ’ τον πάνθηρα αποκαλύφθηκε μ’ ένα γάβγισμα η ενδόμυχη ανάγκη του ζαρωμένου, του μπουλντόγκ για εξωτική ζωή και η επιθυμία του για πιο ευκίνητη μορφή, που δεν μπορούσε να κρυφτεί πάνω από το τεμπέλικο, δυσκίνητο σώμα του.
   Η μεταμφίεση του Στάθη, του φωνακλά δεν ήταν και τόσο επινοητική. Το μόνο που έκανε ήταν να κυλιστεί βρεγμένος στα χώματα και στη στάχτη, χάνοντας το γυαλιστερό λευκό του για ένα καφέ-γκρίζο ανομοιόμορφο. Ιδού η αυτού μεγαλειότητα, ο λύκος! Ου…ου! Μόνο που το κεφάλι του ήταν αρκετά μικρό για τέτοια ράτσα, του έλειπε κιόλας αρκετό ύψος.
   Ξαφνικά, προσγειώθηκε ένα φτερωτό μυστήριο, μ’ ένα κοντό, γαμψό ράμφος, ξύλινος νάρθηκας από κλαδί και δύο σταχτιές φτερούγες, κολλημένες με ρετσίνι σε δύο μεγάλες βάσεις από καλάμι. Ο Πετρίτης, ορμητικός και εντυπωσιακός στον αέρα, με αξιόλογες φιγούρες, στη μόνη κάθετη απόπειρα επίθεσης πλακώνεται από τα τεράστια μυτερά φτερά του. Τέτοιο βάρος δεν μπορούσε ν’ αντέξει το ελαφρύ σώμα του περιστεριού κι έμεινε απογοητευμένο, που δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει τις φιλοαρπαχτικές ιδιότητες του γερακιού.
   Ο Ευτύχης, το πρώτο πρόβατο-καγκουρό είχε πρωτοτυπήσει με την εφεύρεση του ελατηρίου. Το παγώνι αποκλείστηκε από τη διαδικασία, λόγω της πονηριάς του να δανείσει, με κάποιο τρόπο που δεν έγινε αντιληπτός, ένα μικρό μέρος των φτερών του σ’ ένα σκουρόχρωμο πτηνό. Η ζωή είναι μονότονη σ’ αυτούς που στερούνται την ποικιλία των χρωμάτων.
   Εμφανίστηκε κι ένα ζώο αλλόκοτο με τεράστια φτερά πουλιού και δέρμα χοντρό άγριου θηλαστικού, με μία προβοσκίδα λεπτή κι ευλύγιστη σαν χέλι. Πολλοί νόμισαν ότι ήταν το φάντασμα της λίμνης, γιατί βγήκε κολυμπώντας, ενώ μ’ ένα μεγάλο τίναγμα πιάστηκε από τον κορμό ενός δέντρου και γελούσε εκνευριστικά για το κατόρθωμά του. Ίσως η μόλυνση του περιβάλλοντος επηρέασε το απαίσιο αυτό ζώο ή κάποιος τρελός επιστήμονας, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει στο εργαστήριο ένα τέλειο ζώο από κάθε άποψη, απέτυχε και το μόνο που κατάφερε ήταν το ίδιο το ζώο να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να τρομάξει. 
   Ο Λυκούργος σκίρτησε εντυπωσιασμένος στην θέαση μιας πολύ περίεργης αμφίεσης. Μ’ ένα ακατανόητο τρόπο το μεταμφιεσμένο ζώο είχε καταφέρει να μακρύνει το λαιμό του, έτσι φαινόταν τουλάχιστον, γιατί η προσθήκη ενός σωλήνα σαν ψεύτικου λαιμού δεν ήταν καθόλου ευδιάκριτη. Και από πάνω του έχασκε ανοιχτό ένα στόμα σε κουτσουρένιο κεφάλι, με δυο μεγάλα μάτια σκοτεινά από τη στέρηση. Παραπατούσε κάπως υπό το βάρος της μεγάλης καμπούρας, που είχε στη ράχη του. Αριστερά και δεξιά στα πλευρά κρεμόταν ένα μεγάλο χειροποίητο χαλί, δώρο της πρώην αρραβωνιαστικιάς του. Ήταν γνωστή σε όλους η ερωτική ιστορία του Σαμψών με μια παράξενη φυλή ζώων από την άλλη πλευρά της Μεσογείου, στην Αφρικανική ήπειρο. Είχε γοητευτεί από την παρουσία μιας Μαροκινής καμήλας, δρομάδας, που εκτελούσε τουριστικές διαδρομές εντός της πόλης Ταγγέρης, ενώ παλιότερα στα νιάτα της είχε διασχίσει πάμπολλες φορές βαρυφορτωμένη την έρημο ως μέλος καραβανιού. Την είχε βαφτίσει ένας βεδουίνος «Ερασμία», ο οποίος την είχε στολίσει με διάφορα μπιχλιμπίδια της Ανατολής, ενώ είχε τοποθετήσει στην ράχη της αναπαυτικά μαξιλάρια. Το ειδύλλιο προέκυψε σ’ ένα ταξίδι με σκοπό τη συμμετοχή του σ’ έναν τοπικό ιπποδρομικό αγώνα. Αυτή η θύμηση γέμιζε τη ζωή του Σαμψών αρκετά χρόνια με το πιο ακέραιο δίδαγμα αφοσίωσης ζώου στον αφέντη του, αδιάφορο των δυσμενών συνθηκών. Γιατί δε συγκρίνεται με τίποτα άλλο να περπατάς στην λευκή, μαλακή άμμο και να βουλιάζουν τα πόδια σου σε κάθε βήμα και να’ χεις κιόλας ν’ αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο της αμμοθύελλας. Η Ερασμία, λοιπόν, ήταν η μεγαλύτερη ηρωίδα της Αφρικανικής ερήμου.
   Τελευταίος εμφανίστηκε ο Αριστείδης. Όταν τον ρώτησε ξαφνιασμένος ο Λυκούργος, γιατί δεν επιχείρησε να μεταμφιεστεί, εκείνος απάντησε με μια δόση χιούμορ:
   «Μα και βέβαια μεταμφιέστηκα. Χωρίς υπερβολή είμαι πανομοιότυπος Αριστείδης!».
   Ο Λυκούργος αποφάσισε δίχως χρονοτριβή, να του απονείμει το βραβείο ενός κλάδου ελιάς, κατά το συνήθειο των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
   «Ήταν ο μοναδικός που δεν πεθύμησε να γίνει τίποτα άλλο, παρά μόνο ο εαυτός του, προσφέροντας παράλληλα παράδειγμα προς μίμηση αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης, την χρυσή ελπίδα πως μέσα απ’ τα στενά πλαίσια της φύσης και των λειτουργιών του κάθε είδους, γίνονται θαύματα αξεπέραστα, αν το προσπαθήσουμε. Γιατί κι ο γάιδαρος μπορεί ακόμη να πετάξει και το μικρό μυρμήγκι να τσιμπήσει πιο φαρμακερά κι από τον ίδιο τον σκορπιό. Η θέληση είναι ένα λουλούδι που μοσχοβολάει με την μυρωδιά του εσωτερικού μας κόσμου».
   Κατά την διάρκεια μιας ήσυχης και έναστρης νύχτας, ο Αριστείδης ξύπνησε ιδρωμένος, ανήμπορος να ξεστομίσει λέξη από τον τρομερό εφιάλτη:
   -Είδα πως φτάσαμε, μα δεν μας αφήνανε να μπούμε μέσα εκείνοι οι άσπλαχνοι φρουροί και φοβέριζαν πως θα μας δηλητηριάσουν. Το παιδί τους παρακαλούσε να μας αφήσουν, μας χαιρετούσε από το παράθυρο ψηλά, μα σιγά-σιγά διαλυόταν η μορφή του. Εμείς καθόμασταν μέρες εκεί περιμένοντας, ενώ ο κόσμος μας προσπερνούσε υποτιμητικά: «Λες να ήρθαμε κατά λάθος σε νοσοκομείο ζώων;».
   -Αριστείδη, αυτό που είδες είναι ένας συναγερμός, που βγαίνει απ’ το δικό σου κόσμο. Είσαι βέβαιος πως σε πεθύμησε το παιδί, θέλεις να το αντικρίσεις υγιές και δυνατό. Μα δεν μπορείς! Γιατί φοβάσαι τους μεγάλους! Ξέρεις πως το παιδί, ό,τι κι αν κάνεις, θα σου το συγχωρέσει εύκολα, μα οι ενήλικες συνήθως ξεχνάν να συγχωρούν. Κατά πόσο θα μείνει χώρος στην καρδιά τους εξαρτάται απ’ τις πράξεις μας. Για μας, τα παιδιά είναι πιο βολικά. Αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία, είναι να πάρουμε τους μεγάλους με το μέρος μας. Τον λυπούσε η άποψη του Λυκούργου, όμως έγνεψε καταφατικά. Η απόλυτη παραδοχή της κατάματης αλήθειας.
   -Λυκούργε, άκουσέ με. Νιώθω, πως αύριο θα έχουμε φτάσει στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Πάντως, αν πραγματικά μας εμπόδιζαν να πλησιάσουμε τον μικρό, τι θα ήταν πιο έξυπνο να κάνουμε;
   -Μη μου πεις, να βάλουμε άσπρες μπλούζες, να ντυθούμε νοσοκόμοι.
   -Όχι, ακόμη κι ένας ουραγκοτάγκος δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.
   -Τι να κάνουμε λοιπόν; Ασπροφτέρουγε έχω μια ιδέα. Αν υπάρχει κάποιο πεύκο ή άλλο δέντρο που ο κορμός του ή κάποιο γερό κλαδί φτάνει τόσο κοντά, σε κάποιο παράθυρο του νοσοκομείου, τότε σωθήκαμε!
   -Μα και βέβαια, όχι μόνο ένα, αλλά αρκετά γερμένα δέντρα!, φτερούγισε χαρούμενα προβάλλοντας ξαφνικά μέσα απ’ το δασύφυλλο καταφύγιό του.
   -Ε, τότε από κει θα κάνουμε την εισβολή.
   Είχε φθάσει στο τέρμα η αποστολή και πολύς κόσμος αναρωτήθηκε πως μπόρεσαν σκυλιά, γάτες, πρόβατο, ένα νωχελικό παγώνι κι ένα βαρύσωμο γηραλέο άλογο ν’ ανέβουν σ’ ένα πανύψηλο δέντρο και να δουν κι αυτά τον κόσμο από ψηλά, να
νιώσουν το ίδιο αίσθημα ελευθερίας των άπιαστων πτηνών. Κι όμως στο παράλογο του αποτελέσματος αρθρώθηκε ο παντοδύναμος λόγος της αγάπης, απλός μα και σοφός, κορμός της αιώνιας ζωής να ξεχειλίζει στις ευαίσθητες ψυχές.
   Το δωμάτιο του μικρού πλημμύρισε από ζώα. Οι μεγάλοι κοιτούσαν ενοχλημένοι, με μία έκπληξη φανερή. Οι μικροί χασκογελούσαν, εκμεταλλεύονταν το γεγονός για την αναψυχή τους, ανυποψίαστοι για την ακρότητα του θεάματος. Ο Αριστείδης τριβόταν στα πόδια του κυρίου Μιχάλη, της κυρίας Κατερίνας και της μικρής Χριστίνας. Αμέσως πήδηξε στο κρεβάτι του μικρού Νίκου γλύφοντάς του το χαριτωμένο πρόσωπο. Το παιδί δάκρυσε από χαρά, τινάχτηκε στη θέα του γάτου.
   «Πόσο μου έλειψες να ήξερες!», του είπε χαϊδεύοντάς τον ανάμεσα από τ’ αυτιά. Το ταλαιπωρημένο σώμα του Αριστείδη λαχταρούσε αυτό το ανθρώπινο άγγιγμα, την όλο φροντίδα ματιά, τη ζεστή ανάσα της οικογένειας.
   «Ας πάνε στην ευχή όλες οι στερήσεις του ταξιδιού!», αναφώνησε. Το μετάλλιο της νίκης επί των παθών του ανήκε αδιαμφισβήτητα. Μια απλή και τρυφερή χειρονομία, όλο αγάπη ήταν το τελειωτικό σβήσιμο απ’ την ψυχή του γάτου και όλων των ζώων, όλων των περασμένων κακών ανθρώπινων συμπεριφορών. Αλλά και η συνείδησή του είχε απαλλαχτεί από το βάρος της πίκρας, βέβαιος πως ο άνθρωπος θα αναλογιστεί από την αρχή τον ρόλο του μέσα στην κλειστή κοινωνία των ζώων και θα δώσει λύσεις πιο ικανοποιητικές.
   Το σοκ που έπαθε ο γιατρός, όταν επισκέφτηκε τον μικρό ασθενή, ήταν πολύ μεγάλο. Δεν θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί στην μνήμη του με οποιοδήποτε σημαντικό γεγονός της ιατρικής του σταδιοδρομίας. Μα συνήλθε σχετικά γρήγορα και εξέτασε με λεπτομέρεια τον μικρό:
   «Λοιπόν, κύριε Μιχάλη, ο μικρός ξεπέρασε την λοίμωξη που τον ταλαιπώρησε. Μπορείτε σήμερα να επιστρέψετε σπίτι σας και πάντα να έχετε σε πλήρη ακινησία το πόδι μέχρι να δέσει σωστά. Θα σας μεταφέρει ένα από τα ασθενοφόρα μας. Βέβαια, θα έρθουν μαζί σας και οι καλοί σας φίλοι. Πρώτα όμως, θα περάσουν από έναν σύντομο ιατρικό έλεγχο».
   -Εσύ, γέρο μου, μου φαίνεσαι αρκετά καταπονημένος. Θα ήθελα να σε ακροαστώ για λίγο, είπε σοβαρός κοιτάζοντας εξερευνητικά τον Σαμψών.
   Ο γερό-Σαμψών έκανε ένα βήμα πίσω φοβισμένος από την απειλή της δοκιμασίας.
   -Θα έπρεπε να ξέρεις γιατρέ, πως στα νιάτα μου υπήρξα αθλητής και μάλιστα των ιπποδρομιών, ο Σαμψών με τ’ όνομα, το νούμερο ένα.
   -…Ώστε, εσύ ήσουν λοιπόν το άλογο που ποντάριζα κι όλο έχανα τα λεφτά μου!
   Μια τεράστια ευθυμία απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Θα βοηθούσε σίγουρα στην ανάρρωση πολλών ασθενών. Μπορεί ο γέρο-μεταφορέας τους να μην ήταν τόσο αξιόλογο ιπποδρομιακό άλογο, όμως σίγουρα κανείς δεν μπορούσε να του αμφισβητήσει τη δύναμη ψυχής, την αφοσίωση στην ανθρωπιστική αποστολή που είχε αναλάβει και πραγματοποιήσει μ’ επιτυχία.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης


***  Έπαινος από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης & Πολιτισμού Κερατσινίου το έτος 2010. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου