Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Από την ποίηση της Άννας Ζαράρη

Οδοιπορικό



Μες στα κρυστάλλινα νερά του ποταμού
μέστωσε αγάλι-αγάλι η χαρά,
αρμονικά κυλάει σιγοψιθυρίζοντας
και σιγοτραγουδώντας.
Χώνεται ως τ’ απόκρυφα του βράχου
μοναδική κι ανέλπιστη ερωμένη.
Ύστερα ξαμολιέται μέσα στις φυλλωσιές.
Φοράει τον άνεμο και πάει φτεροκοπώντας.
Μπλέκεται μες στα βάτα,
εκεί που οι κορμοράνοι έφτιαξαν φωλιές.
Περιπλανιέται ανέμελα, συνάζει μυρωδιές.
Ακούει το μουρμουρητό ονειρικών πλασμάτων
γλιστρώντας στις απόμερες γωνιές.
Ταράζεται απ’ τις ιαχές των αγριμιών του δάσους,
ξεφεύγει στων δέντρων τις ανήλιαγες κορφές.
Σαν πεταλούδα πλουμιστή φτάνει ως το γεφύρι
οικείο, μαζί και απρόσιτο
άφθαρτο απ’ το χρόνο, πέρασμα μυστικό.
Κάλεσμα υπέρτατο και Θείο
στο μυστηριακό κόσμο των ξωτικών.
Θρόισμα του ανέμου, σμίξιμο των ψυχών
στου βουνού την άκρατη σαγήνη.



Άκαιρη  κατάληξη

Η  χροιά  της  φωνής  μου  δεν  ταιριάζει  με  το  λιτό  σκηνικό.
Προσποιούμαι  πως  δεν  με  νοιάζει
Όμως  σκοντάφτω  στην  αβεβαιότητα  που  με  έχεις  εντρυφήσει.
Σωπαίνεις !
Γιατί  σωπαίνεις ;
Η  πολυφορεμένη  σου  οξυδέρκεια, μου  δημιουργεί  αναφυλαξία.
Κόκκινα  σημάδια  καλύπτουν  την  λευκότητα .
Μη  μου  μαδήσεις  τη  σκόνη !
Συλλεκτικό  κομμάτι  στη  γκαρνταρόμπα  μου.
Όμως  δεν  κοστίζει  τίποτε  άλλο  από  δάκρυα
Που  σφραγίζουν  την  εθιμοτυπική  διαδικασία.
Ασήμαντες λεπτομέρειες
Σχολαστικά καταγεγραμμένες στο ημερολόγιό μου
Σχηματίζουν ατέλειωτες παύσεις ζωής
Πόσα ν’ αντέξει ο χαλαρός βηματισμός μου;
Δαιμόνια μπλέκονται στις μακριές πλεξούδες
Παπαγαλίζοντας πληκτικές απειλές.
Και εσύ κοιτάζεις αμέτοχος από την κλειδαρότρυπα
το παλιρροϊκό κύμα.



Αρνούμαι


Η  φθινοπωρινή  βροχή  κερνάει  απλόχερα  μελαγχολία.
Σκυφτή  με  την  ομπρέλα  μου  για  πανοπλία
Αντιστέκομαι  στην  έλευση  του  χειμώνα.
Όμως  εκείνος   μου  μαδάει  τα  ψήγματα  καλοκαιριού.
Τσαλαβουτώ  στα  εκνευριστικά  ρυάκια  της  ασφάλτου.
Το  σάλι  μου  ανεμίζει
Προς  ένδειξη  διαμαρτυρίας  στο  επίμονο  φύσηγμα.
Αρνούμαι  τις  γεύσεις  τις  μυρωδιές  του.
Γατζώνομαι  από  στιγμές  ιθακήσιας  ομορφιάς.
Σέρνομαι  στην  τρικυμισμένη  θάλασσα.
Άπραγη  παρατηρήτρια  της  κοσμοχαλασιάς
Αποχαιρετώ  σιωπηλά  τις  ηλιόλουστες  μέρες. 



Δε  μοιάζουμε

Δε  μοιάζουμε  του  ήλιου
πολεμάει  με  τις  ακτίνες  του
να  δελεάσει  τους  μικροαστούς.
Δε  μοιάζουμε  της  θάλασσας
αν  της  χαλάσουμε  χατίρι
θα  μας  πνίξει.
Ούτε  με  τους  προφήτες
που  μηχανεύονται  οπτασίες.
Σ’ ένα  ταξίδι  τρικυμίας  βολοδέρνουμε
με  αποστάγματα  σοφίας  στο  δισάκι.
Τολμάμε  να  σηκώσουμε  το  βλέμμα  μας στον  ουρανό
εκεί  όπου  τελειώνουν  τα  επίγεια
στην  κορυφογραμμή  του  μηδενός.
Εκεί  όπου  κάποτε  θα  ανήκουμε  για  πάντα.
Ίσα  που  προλαβαίνουμε  ν’ αλλάξουμε  τον  κόσμο.



Διακοσμητικό  στοιχείο

Το  υπνοδωμάτιο  κρύο, παγωμένο
ασκεί  βίαιες  κριτικές.
Νοθευμένες  αγάπες  στολίζουν  το  προσκέφαλο.
Θραύσματα  βελονιάζουν  τα  κλινοσκεπάσματα.
Η  απογοήτευση  κλινήρης
μουδιάζει  τις  προσφερόμενες  ηδονές.
Λειαίνει  τις  ρυθμικές  συσπάσεις  του  κορμιού.
Διατηρεί  επιμελώς  τη  σωστή  θερμοκρασία.
Σωστή  θερμοκρασία  για  αθέτηση  υποσχέσεων.
Ντυμένη  με  χρώματα  μουντά
διολισθαίνει  στο  γυμνό  πάτωμα
που  δεν  αρθρώνει  λέξη. 



Δυο όμοιες στάλες βροχής

Μου δανείζεις μυρωμένες ανάσες από στάχυα.
Μου δανείζεις μεστωμένα χρώματα του δειλινού.
Φουσκώνεις με σύνεση τα πανιά μου
να ξανοιχτώ στο πέλαγος.
Ανάμεσά μας,
η αποκλειστικότητα του ονείρου θεριεύει.
Σου απλώνω το χέρι
να βυθιστείς στις άκρες των δαχτύλων μου
διαχέοντας τα γονίδιά σου στο κορμί μου.
Δυο όμοιες στάλες βροχής. . . .



Ειδική  αποστολή

Χαιρετίζω  τους  μαντατοφόρους.
Σκονισμένοι, ταλαιπωρημένοι
κάλπαζαν  μέρες  και  νύχτες
με  τα  βραδυκίνητα  άλογά  τους
χωρίς  σταματημό.
Λαξεύουν  με  τον  ιδρώτα  τους  τη  γραφή.
Τρίζει  στις  παλάμες  μου
όπως  τα  κόκαλα  των  προγόνων  μου.

Στις  ατέλειωτες  ώρες  της  προσμονής
αράδιαζα  ίσκιους  και  φαντάσματα.
Βλοσυρά  και  επηρμένα  φαντάσματα
σε  δωρικούς  ναούς
υποκλίνονται  στη  μεγαλοψυχία  του  μαρμάρου.
Κυρτωμένες  και  υπάκουες  σκιές
καταποντίζονται  στα  νερά  της  Στυγός .
Στάζουν  αθανασία.
Με  εξαναγκάζουν  να  προσευχηθώ
στο  ακέφαλο  κορμί  Απόλλωνα.
Για  λίγο  φως  στις  άφεγγες  νύχτες  μου.
Στις  νύχτες  που  ξεστρατίζει  η  λογική.

Αφαιρώ  τη  βασιλική  σφραγίδα.
Η  λακωνικότητα  ξεχύνεται  αγριεμένη.
Καταλαμβάνει  το  χώρο.
Ζυγιάζει  τις  αντιδράσεις  μου.
Τίποτα  ξεκάθαρο.
Τίποτα  ουσιώδες.
Άσκοπες  βασιλικές  αερολογίες
τσακίζουν  το  θεό  απ’ το  βάθρο  του.



Θυσία


Μια σταγόνα ωκεανού πολυκύμαντη.
Μια σταγόνα σκαλωμένη στην κοιλότητα του βράχου.
Μετάνοια των αμαρτωλών
που σφιχταγκαλιάζουν το σύμπαν.
Γεωμετρικά σχήματα αλληλένδετα
περασμένα στους ώμους μου.
Παλινδρομικές κινήσεις της σαύρας
αφυπνίζουν τα καμπυλωτά μου φρύδια.
Μαδώ μεθοδικά την καχεκτική μαργαρίτα.
Μ’ αγαπάς;
Κόκκινη κλωστή δεμένη στον παράμεσο σαν βέρα.

Μια σταγόνα ωκεανού χαμένη στην απεραντοσύνη.
Μια σταγόνα σκαλωμένη στα βλέφαρά σου
συναγωνίζεται την ομορφιά του μαργαριταριού.
Μια σταγόνα δάκρυ
ψεύτικη ή αληθινή;
Αναδύεται από τον ωκεανό της προσμονής;
Ηλιογέννητη στο αιώνιο φως της αγάπης.

                                                                      

Κάποτε

Κάποτε οι ζητιάνοι
θα πάψουν να μεμψιμοιρούν
ζυγίζοντας την παλάμη τους
και γέρνοντας σαν σαπιοκάραβα
που βουλιάζουν.
Κάποτε τα περιβόλια θα λυγάν από καρπούς.
Θα μαζεύουμε κοχύλια στις στράτες.
Φωνές ουράνιες θα αποστομώνουν
την καχυποψία και τη νοθεία
που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια μας.
Κάποτε η ποίηση θα μας ανταμείψει.



Κάτω από τη βροχή  

Υδάτινα μονοπάτια ορμούν
Απ’ την πεισματικά ανυποχώρητη βροχή.
Αυλακώνουν τους δρόμους
Γλείφουν μεθοδικά τη σκόνη
Που επικάθισε εδώ και καιρό
Στις στέγες των σπιτιών, στα φυλλώματα των δέντρων,
στις χούφτες μου.
Παρασύρουν τη βρωμιά απ’ τα πεζοδρόμια
Εξαγνίζουν τα κορμιά απ’ τη χυδαιότητα.
Ευλογημένη βροχή!
Ο γάργαρος λόγος της θρυμματίζει τη σοβαρότητα.
Εθίζει τις παιδικές μνήμες
Πιτσιλίζοντας το ακριβό μου πανωφόρι.
Η ευωδιά του βρεγμένου χώματος υπερισχύει
Διαβρώνοντας καθετί άλλο
Την ρουφώ ανεξάντλητα.
Κάποτε τρελαινόμουν για παιχνίδια κάτω απ’ τη βροχή
Κάπου-κάπου εκείνη η επιθυμία ξαναγυρνά
Αλλά την τιθασεύω βιαστικά
Μη τυχόν βεβηλώσει τη δημόσια εικόνα μου.
Τα χρυσάνθεμα του κήπου ερωτοτροπούν στο θεσπέσιο άγγιγμα
Πρόωρα ανθισμένα γεύονται το θαύμα της δημιουργίας.
Η μανόλια ξεδιπλώνει το βαθυπράσινο ένδυμά της
Υποστολή σημαίας
Καμαρωτή τιμά την ιερότητα της στιγμής
Παρ’ όλη τη ρευστότητα που μας περιβάλλει.
Κάτω από τη βροχή, παρατηρώ την αγάπη
Που ξεχειλίζει αιφνιδιαστικά
Απ’ τις ραγισματιές του χρόνου.
Σαν τα χάρτινα αεροπλανάκια που αμολούσα μικρός.
Σχίζαν τη νεφελότητα του ουρανού
Και μου αποκάλυπταν ένα άλλο κόσμο
Προτού συνθλιβούν στην κτηνωδία του εδάφους.


                        
Δικαίωμα 

Χλωμό το φέγγος των κεριών
Κλέβει το οξυγόνο
Κλέβει την κάθε ανάσα μου
Με βιαστικές κινήσεις.
Πέτρωσε ο χρόνος ξαφνικά
Το όνειρο θερίζει.
Δικαίωμα στην άρνηση
Βυθίζω το στιλέτο.

Αντίκρυ μου μια θάλασσα
Αχολογάει το κύμα
Παίρνει τα ξέπλεκα μαλλιά
Λύτρα για να σ’ αφήσει.
Πέτρωσε ο χρόνος ξαφνικά
Ασφυκτικά με πνίγει.
Δικαίωμα στην λευτεριά
Τεντώνω τη σφεντόνα.



Μικρές  δόσεις  θανάτου


Δανείστηκα  τη  μουσική  των  βιολιών
το  βασιλικό  παράστημα  του  κύκνου.
Ο  χορός  της  Σαλώμης  με  συγκλονίζει
ξέροντας  ότι  με  κερνά
μικρές  δόσεις  θανάτου
από  τις  εκχυμώσεις  του  κορμιού  της.



Μοναχική Πηνελόπη

Μη μου θυμίζεις τις λαβωματιές.
Το πανωφόρι μου στενάζει.
Παίρνω τους δρόμους με φεγγάρι στη χάση του
με πόδια βαριά σαν μολύβι.
Οι μαργαρίτες στο βάζο μαράθηκαν.
Η εγκατάλειψη σαν σάβανο με τυλίγει.
Επιδεικτική, μισαλλόδοξη
τι ζητάει από μένα;
Ένα τραγούδι τουφεκίζοντας τις ώρες μου
μια αστραπή στην κόχη του ματιού.
Ατσάλι χώνεται στις φλέβες μου.
Οι μνηστήρες αργοπεθαίνουν στα σκαλοπάτια μου
περιμένοντας την επιστροφή μου.
Μοναχική Πηνελόπη ατενίζω το πέλαγος
μήπως διακρίνω ν’ ανεμίζει το κάτασπρο πανί.
Η οργή του Ποσειδώνα στοιχειώνει τις νύχτες μου
γκρεμίζει τις γλαροφωλιές.
Ένα, ένα μαζεύω τα κομμάτια
ντύνω τις μέρες που δεν είναι Κυριακές.



Ξένε

Στα  μονοπάτια  που  διαβαίνεις
στις  έρημες  ακρογιαλιές
στα  μοναχικά  κοιμητήρια
στις  στέρφες  πηγές
τι  αναζητάς ;
Ταπεινός  προσκυνητής.
Πορεύεσαι  σε  νύχτες 
που  χάθηκαν  τ’ αστέρια
σε  εποχές  γέρικες
σε  χρόνους  χαλεπούς.
Κρατάς  τα  δάκρυα  του  ήλιου
το  αίμα  του  φεγγαριού.
Χορτασμένος  πικρία
πελεκάς  το  δέντρο  του  κακού
ρίζωσε  καλά  στις  αποσκευές  μας.
Μεταποιείς  τις  φορεσιές.
Φορεσιές  χωρίς  εθνική  ταυτότητα
ματώνουν!
Μπαλώνεις  τις  χαοτικές  τρύπες
των  παπουτσιών  μας
για  να  μη  βουλιάξουμε  στ’ απόνερα .

Τι  αποκομίζεις  εσύ  απ’ όλα  αυτά;
Μόνο  την  ικανοποίηση  ότι  προσπάθησες
να  μας  αλλάξεις.



Ο  κήπος  με  τ’ αγάλματα


Τελεσίδικη  η  απόφαση  σου
σπάει  την άγκυρα  που  μας  δένει.
Οι  σιωπές  τρυπώνουν  στις  απόμερες  γωνιές
συγκρατώντας  τα  δάκρυα.
Προσμένουν  την  αυγή  σε  δωμάτιο  με  θέα
ακροβατώντας  σε  στίχους  αγνώστων  ποιητών.
Διστάζω  να  πορευτώ  σε  ξέχωρο  μονοπάτι.
Διστάζω  να  αφεθώ  στην  ανωνυμία  του  πλήθους.
Ο  κήπος  με  τ’ αγάλματα  με  πληγώνει.



Ο κλήδονας

Τα ξεραμένα στεφάνια του Μαγιού
προσμένουν καρτερικά πάνω απ’ τις εξωτερικές πόρτες των σπιτιών
να καούν στις φωτιές
που θ’ ανάψουν σε κάθε γειτονιά τ’ Αι Γιάννη  του βουνού.
Καθιερωμένο τελετουργικό
φερμένο από γενιά σε γενιά με πανάρχαιες ρίζες
προσδίδει διαφορετικές ερμηνείες από τόπο σε τόπο.
Τραγούδια ξεχύνονται παντού
ταΐζοντας τη φωτιά που θεριεύει.
Προκλητική και κτητική όσο ποτέ
κραυγάζει, αναπηδά, περιμένει το κολατσιό της.
Τα στεφάνια υποταγμένα στο θέλημά της
καίγονται όπως τα δαφνόφυλλα στο μαντείο των Δελφών.
Ρουφάμε αχόρταγα τους παραισθητικούς καπνούς
προάγγελοι αναμενόμενων χρησμών, διαταράσσουν τον ψυχισμό μας. Αδειάζουμε στις φλόγες πλήθος αναστολών που παραμονεύουν
κληροδοτήματα ανθρωπίνων αδυναμιών
λυτρωτική προσφορά στα θεία.
Οι φιγούρες μας χορευτικές δρασκελούν την παθιασμένη φωτιά
αποποιώντας το φθαρτό της ύλης.
Αερικά καλοδεχούμενα προβάλλουν μέσα απ’ τις πορτοκαλοκίτρινες ανταύγειες, προσδίδοντας άλλο κύρος στη δεδομένη στιγμή.
Γέλια, φωνές, τραγούδια
αγκομαχούν, μπερδεύονται στη διονυσιακή μέθη
αφαιρώντας τον πουριτανισμό.
Ερωτοτροπούν με τις φλόγες
που γλείφουν τις ολόδροσες γάμπες των κοριτσιών
το ασίγαστο πάθος των παλικαριών.
Όσο καταλαγιάζει η φωτιά
άλλο τόσο καταλαγιάζει η ορμή του αλόγου
που αφηνιάζει στο στήθος μας.
Τα γέλια αποδυναμώνονται
τα τραγούδια προσαρμόζονται σε νυσταλέους ρυθμούς.
Οι φωνές κοπάζουν.
Όταν η φωτιά σβήσει, σβήνει δια μαγείας η μέθη
επιστρέφοντας στις παλιές συνήθειες.
Μόνο η ηχώ παίζει το παιχνίδι της
και του χρόνου, και του χρόνου
να’ μαστε καλά, να ’μαστε καλά.



Πλεόνασμα αγάπης

Οι αξίνες λαμπυρίζουν κάτω απ’ τον στυγερό ήλιο
σκάβουν με επιτηδειότητα το χώμα.
Τα επαναλαμβανόμενα σφυροκοπήματα αντιλαλούν
θρυμματίζουν την ηρεμία του τοπίου.
Ο ήλιος τσουρουφλίζει τους κυρτωμένους ώμους
που υποκλίνονται ευλαβικά στη γη των προγόνων.
Ο ιδρώτας ρέει
γίνεται ένα με το χώμα
ζυμώνεται με το χρέος.
Το ανόθευτο χρέος.
Να καρπίσει η στείρα γη.
Ταγμένοι στον όρκο
μοιράζονται τον καθημερινό μόχθο
εκλεχτό κληροδότημα
η χαρά της δημιουργίας.
Η χαρά των σταθερών βημάτων στο αφράτο χώμα.
Η πληρωμή των κόπων.
Το ρίγος συγκίνησης όταν κόψουν τον πρώτο καρπό.
Κέρασμα της γης που τους γέννησε.
Της γης που κάποτε θα τους σκεπάσει.



Πρόσχημα


Η προσωπογραφία αρυτίδωτη
αντιμέτωπη με το δικό μου βλέμμα.
Το περίγραμμα του προσώπου μου
ρέει σαν μανιασμένο ποτάμι.
Ένα αόρατο πινέλο δημιουργεί γκριμάτσες πόνου.
Δεν έχω προλάβει ν’ αφαιρέσω την μπογιά από τα δάχτυλά μου
μένει εκεί!
Να μου θυμίζει το τίμημα του άσημου ζωγράφου
που σκαρώνει υπερβολές.
Σκοντάφτω στη φωτεινότητα
παρασύρει τα θέλω μου
προκαταβολή στο αμείλικτο παζάρι του χρόνου.
Μην μου εναντιώνεις την αψεγάδιαστη εικόνα σου
κάποια στιγμή θα βουλιάξει μαζί μου στη λήθη.



Πως

Βάφει  με  χρώματα  η δύση  τον  ορίζοντα.
Τριαντάφυλλα  εκατόφυλλα.
Μοσχομύριστες  αναπνοές.
Πήραν  φωτιά  τα  σωθικά  μου.
Πως  να  μερέψεις  της  νιότης  το  ορμητικό  ποτάμι;
Είσαι  παντού  και  πουθενά .
Πως  ν’ αγγίξω 
τη  βροχή  που  προσπερνάει!
Τον  άνεμο που  ψιθυρίζει στα  ψηλώματα!
Πως  να  προφτάσω  τα  σύννεφα!
Διαδρομές  υποψιασμένες
απορροφούν το σφρίγος  μου.
Εικόνες  παραστατικές
εμβολίζουν τ` όνειρο.
Μόνο  να  προλάβω  να  λύσω  τα  σχοινιά
να  ταξιδέψω  στην  ακύμαντη  θάλασσα  των  ματιών  σου.



Σα να μη γράφτηκε ποτέ


Η πένα πυρώνει το χαρτί
ανοίγει πληγές που αιμορραγούν.
Κατασταλάγματα της πικραμένης καρδιάς.
Η ληστρική προσπάθεια με εξαντλεί
πρέπει να βγάλω από μέσα μου
όλο το δηλητήριο του σκορπιού.
Κραυγή αγωνίας, άγρια ξεσπάσματα πανικού.
Προβάρω το ρόλο μου σ’ ένα άδειο θέατρο.
Αποστηθίζω την αλλαγή της φωνής
τα ανεξέλεγκτα καμώματα.
Πανηγυρική κορύφωση της τραγικότητας.
Σαν άλλη Αντιγόνη
πειραματίζομαι με τις αντοχές.
Μέσα μου εκπυρσοκροτούν κάθε λογής αρνήσεις.
 Άρνηση του παρελθόντος.
Άρνηση της οντότητάς μου.
Ορισμοί ακατανόητοι, παραγκωνισμένα συμβάντα
δίνουν άλλη διάσταση στην εξομολογητήρια επιστολή.
Επιστολή χωρίς παραλήπτη
κρυμμένη στα μύχια της ψυχής.



Σημεία  των  καιρών

Δάκρυα,  προσευχές.
Μαριονέτες  χωρίς  καμιά  βούληση.
Ορμητικό  ποτάμι  παρασύρει  τα  πάντα.
Οι  κορυφές  των  βουνών  απάτητες
γλεντοκοπούν  στη  θέα  της  ερήμωσης
και  τα  αγάλματα  αποτραβιούνται  στη  σκιά.



Συνένοχοι

Κανείς δεν εναντιώνεται στους χρησμούς.
Κεντάνε περίτεχνα στο στήθος μας
το οικόσημο της ανέχειας.
Αναθεματισμένα νομοταγής
βάζουμε την ουρά στα σκέλια.
Παίζουμε βόλους αμέριμνοι
στο συρφετό της  διαστρέβλωσης.
Ανήμποροι να ξεσκαρτάρουμε την κόπρο του Αυγεία
ταλαντευόμαστε σε τεντωμένο σχοινί.
Άμαθοι στις θεατρινίστικες πιέσεις
προσδοκούμε τον από μηχανής θεό.
Έρμαια στην ορμή του ποταμού
ονειρευόμαστε τη χαμένη Ατλαντίδα.



Το  πατρικό  μου

Γέρικο , σκελετωμένο
πάνω  στα  χαρακώματα  της  νιότης  μου.
Συναρμολογεί  τα  κομμάτια  μου.
Καταμετρά  τις  φθορές.
Από  καλούπι  άφταστου  τεχνίτη.
Μουσειακό  έκθεμα  της  αλήθειας  μου.
Συρρίκνωσε  φράσεις  ζωής.
Χορτάριασε  αισθήματα.
Ο  μητρικός  κόρφος  ανέγγιχτος
αιμορραγεί.
Αχνίζει η  ανάσα  μου
αποστηθίζει  τα  υπολείμματα
στις  σκουριασμένες  σιδεριές
που  γρονθοκοπούν  τα  σπλάχνα  μου
ακυρώνοντας  τις  μυθοπλασίες  του  νου.

Άννα Ζαράρη
Νέα Αγχίαλος Βόλου



Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα


   Η Άννα Ζαράρη γεννήθηκε το 1965 στο Βόλο και κατοικεί μόνιμα στη Νέα Αγχίαλο. Είναι μητέρα τριών ενήλικων παιδιών. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Αποτελεί μέλος της θεατρικής ομάδας της πόλης της από το 2002. Το έτος 2003 παρουσιάστηκε στο κοινό το πρώτο θεατρικό έργο τους και από τότε συνεχίζουν μ’ εξαιρετική επιτυχία το ανέβασμα καινούργιων παραστάσεων. Επίσης, είναι μέλος της δημοτικής χορωδίας, του παραδοσιακού χορευτικού συλλόγου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του τοπικού συλλόγου γυναικών.
   Στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών, Επιστήμης & Πολιτισμού Κερατσινίου το έτος 2010 έλαβε τιμητική συμμετοχή, με το ποίημά της: «Κανένας». Προκρίθηκε στα τελικά των ΚΕ΄ Δελφικών Αγώνων Ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών το έτος 2010, με το ποίημά της: «Κορίτσι του Καλοκαιριού». Έχει αποσπάσει  Α΄ Βραβείο ηθογραφικής ποιητικής συλλογής στα «Σικελιανά 2010» από τον Διεθνή Πολιτιστικό Οργανισμό «Το Καφενείο των Ιδεών», με το έργο της: «Ηθογραφικά Σκαριφήματα». Το 2011 έλαβε έπαινο για την ποιητική συλλογή της: «Θραύσματα Αγάπης» από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός». Δεν έχει εκδώσει ακόμη κάποια από τα έργα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου