Σκληρό ηλιοβασίλεμα, που μάζεψε τα δάκρυα
μιας κουρασμένης μέρας, ήπιε του πόνου το δηλητήριο
που στάλαξε σε μια γερτή ψυχή, στ’ αλμυρισμένα βράχια.
Έδειξε πίσω απ’ τα βουνά τα ματωμένα δόντια του,
άχνιζε η ανάσα του, καθώς βαρυγκωμούσε
μπήγοντας τα νύχια του στης θάλασσας τ’ ακύμαντα νερά,
ν’ αρπάξει κρυμμένα συναισθήματα
που χάθηκαν στα περασμένα χρόνια.
Μπροστά στου ήλιου τη γδυμένη ομορφιά
και στα σημάδια του έρωτα που κραύγαζαν στο σώμα,
τον ύμνο μιας σωτήριας αυταπάτης ψιθυρίζανε κι οι δυο τους,
φυλακισμένοι στις μολυβένιες επιταγές της φοβισμένης δύσης.
Της απεραντοσύνης οι δεξαμενές άδειασαν τα βλέμματα
που κάποτε φτερούγιζαν ψηλά
και την καρδιά παρέσερναν σε τοπία εκστατικά
που η φύση είχε ζωγραφίσει με λεπτά πινέλα.
Σαν δυο πηγάδια φανερώθηκαν τα μάτια·
βαθιά, αποτρόπαια, ερημωμένα.
Κι αυτά τα πρόσωπα πήραν
τ’ αλλοπαρμένα χρώματα της νύχτας
για να ποτίσουν τις ρυτίδες, σχηματίζοντας χαμόγελα πλατιά
μέσα απ’ των εκφράσεων το παγωμένο τέλμα
και μ’ ένα χείμαρρο λέξεων και φράσεων γλυκών του παρελθόντος
να φωτιστούν απρόσμενα, κρύβοντας τις ώριμες πληγές.
Οι μνήμες σαν χαρμόσυνες καμπάνες κουδούνισαν
κι άπλωσαν ξανά της νιότης τα σφιχτοπλεγμένα δάχτυλα
–ουρανούς και αστέρια, βυθισμένα στης ηδονής τ’ απέραντα λιβάδια- ζυγώνοντας μια θαυμαστή αιωνιότητα
με τα εφήμερα αγγίγματα της θάλασσας,
με της καρδιάς το σβέλτο χτύπημα
σ’ ερωτικά ανθίσματα, σ’ αρώματα μεθυστικά…
τότε που η ματαίωση δεν είχε γίνει μοίρα,
τότε που το ηλιοβασίλεμα ήταν ένα αθώο και αμέριμνο παιδί
που στις ελπίδες κούρνιαζε και στα όνειρα γλεντούσε
πίνοντας των Πλειάδων τον αβάσταχτο καημό – γλυκό κρασί,
που κύλησε στο πρόσωπο με την πρώτη ηλιαχτίδα
και με χαρά πλημμύρισε τη μέρα τη νιογέννητη.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου