Φως καθισμένο στου στήθους της την άκρη
κατασκοπεύει την ηχώ του ήλιου
ώριμο φρούτο της σκιάς που ξεγελάει.
Η μέρα το έκανε για λίγο να ξεχάσει
πως ήρθε να γλυκάνει της Μούσας τον αγιάτρευτο καημό
θέλοντας τον έρωτα να παρασύρει σ’ έναν μακρόσυρτο ηδονικό χορό.
Κι ο ποιητής κάτω απ’ το δέντρο των ωρών,
γλυκόπιοτους στίχους συγκέντρωνε στο ποτήρι του να πιει.
Και να σου! Το πνεύμα – η φωτισμένη γυναίκα
που άγγιξε με τα αερικά της χέρια τον μαγικό του οίστρο,
να πως ξεσήκωσε τους ανέμους του μυαλού
σε κάτι εξαίσια, βαθύσκιωτα μονοπάτια
απ’ όπου ο στίχος θα τρέξει σαν χαρούμενο παιδί!
Είδε στα μάτια της ωραία χρώματα να παλεύουν
και μια ενθύμηση πικρής ζωής το δάκρυ να της πνίγει,
το πρόσωπό της να σκιρτά στις μυρωδιές του Μάη
και μια δυνατή μαχαιριά ν’ απλώνεται μέχρι την καρδιά…
Έπεσε μες τον ποταμό που διάλεξε και πόθησε το σώμα,
στ’ ολόγιομο τοπίο αναζητώντας τον πυρετό της ηδονής
που ξεχειλίζει από το μέτωπο, φθάνοντας στης ήβης τον κρυφό ανθό!
Μήτρα του επώδυνου τοκετού που έδωσε εξαγνισμένη φαντασία
ν’ ακολουθεί τον Ποιητή μες στη σιωπή
και με πέπλο ψυχής να τον τυλίγει
για να πετάξει στις πιο μακρινές δροσιστικές πηγές.
Κι αν το αίσθημα που πάνω της φούντωσε το πάθος,
αν οι φτερούγες στις πλάτες της είναι γεμάτες και πλατιές,
μόνο τα όνειρα την πίστη θ’ αναστήσουν
και τα χείλη της θα δροσίσει το υπέρλαμπρο φιλί του Ποιητή.
Ρίζωσε εκεί… βαθιά, ελεύθερο το ένστικτο ν’ απλώσει τα κλαδιά του
πνεύμα του έρωτα που τις αντιθέσεις εξισώνει
μες των παραισθήσεων τις πνιχτές ανάσες, να κλέψει κάποια μυστικά!
Παράφορη, δαιμονιώδη όψη αφήνεται στου χορταριού
το λάγνο κύλισμα, με τους μηρούς της λυγερής
πλεγμένους στους γλουτούς του.
Κόρη με το θνητό περίβλημα στου στίχου το άγγιγμα σπαρταρούσε
και το μελένιο φιλί ποθούσε μες στης γλώσσας τα ουράνια.
Κι είδε ψηλά το φως να διαπερνά τις πυκνές, ανέγγιχτες φυλλωσιές
παίζοντας ανάμεσα από τα κλαδιά, από φύλλο σε φύλλο.
Είδε το φως μιας νοητής ουράνιας σκάλας
που ανέβαινε ο ύμνος της ζωής και προχωρούσε η ξεγνοιασιά
σαν Θείο δώρο, μεταγγίζοντας της φωνής της τη γλυκάδα.
Και στων χειλιών της τον μικρό σχηματισμό
το φύσημα του ανέμου πώς μετέφραζε του άγνωστου την έλευση!
Πώς προσπερνούσαν πάνω της σαν αγγίγματα λεπτών φτερών
τα δάχτυλά του, τα βουτηγμένα στη μελάνι
ζωγραφίζοντας σ’ αυτό τ’ αγνό χαρτί – το σώμα της
που στων λυγμών το κύμα είχε παρασυρθεί!
Μαύρα μικρά σημάδια που μέτρησε στο θεοστάλακτο κορμί
ο δημιουργός μιας ιδανικής στιχοπλοκής
καλώντας κάτι υπέροχες στιγμές, παραδομένες
στης αρμονίας το παιχνίδι και στης ψυχής τον αιθέριο βηματισμό.
Μες των ελεύθερων πουλιών τα φτερουγίσματα
και τα ελκυστικά κελαηδήματα
μια ανυπόφορη ζωή εξαργυρώθηκε σε όνειρα,
σε αιώνιες ρήτρες Ποιητών που σμίγουν με τη Μούσα
προσυπογράφοντας τον ήχο των απαλών χειλιών,
τον ποθητό ζυγό των όμορφων ματιών
κι ας στάξει απ’ τις φλέβες και τα κύτταρά τους όλη η ουσία
κι ας τους στραγγίξει εκείνη όλο το μυστήριο, όλη την ιερή μανία!
Ας γίνουνε κεριά που λιώνουνε σε κάθε ποίημα
με τις επιθυμίες ακονισμένες στων στίχων τους ρυθμούς
στις χίμαιρες πάντοτε μια λυτρωτική ζωή αναζητώντας,
στην έμπνευση τη μοίρα των κοινών θνητών ν’ αντέξουν!
Πριν τους αγγίξει η ολέθρια ματαίωση,
η πτώση κάποιου θεμελιώδους κανόνα
πλημμυρισμένοι απ' του ανολοκλήρωτου την πίκρα,
η σκέψη τους φλυαρεί κάτω απ’ τα γυμνά άστρα της νύχτας,
το πνεύμα ζητά ν’ αναγεννηθεί
μέσα στης σάρκας την απρόσμενη ζεστασιά,
να γκρεμιστεί η θολή εικόνα
και από τη θέα του κάλλους που τους επισκέφτηκε
και έσμιξε μ’ αυτούς, να εθιστούν στις διαστάσεις μιας κοινής θνητής
που πάντα τη μνήμη τους θα ποτίζει με αιώνιους χυμούς!
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου