Γλυκοφιλούσα θάλασσα χτες βράδυ
μπήκες στο χορό των αστεριών,
ζητώντας στα χαράματα το χέρι του πλάνου
Σείριου να πιάσεις.
Για θέλγητρο το φιλυρόν του φεγγαριού
φορούσες στα μαλλιά
μεθούσες απ’ άλογο σε κύματα
εθισμό και στης βροχής απάνω
τη νερόστρατα ζητούσες να βγεις να χορέψεις.
Ανέκφραστους πόθους
απέκρυψες σ’ απόμερες γωνιές.
Πέρα απ’ τις φωτολυχνίες της ξεχασμένης πόλης
και του Αι Γιάννη τις φωτιές.
Πριν αυτή σβήσει κι αφεθεί
στην αγκαλιά του Νάρκισσου
συ γύρευες πλατύγιαλα σεντόνια
για να ντύσεις τ’ άλμπουρα
ν’ ανοίξεις τα πανιά στον κήπο ενός παράδεισου.
Τυφλός σακάτης ύπνος σαν μες στα όνειρα σε κυρίεψε,
δρασκελίζοντας του νου την ερημιά
σε βλέπω ν’ αποκάμεις,
να γέρνεις απ’ το βάρος σαν μια αιωνόβια ελιά.
Και στου Μάντη Τειρεσία τους χρησμούς
να φέρνεις γούρι, φέρνοντας ντόρτια στη ζαριά.
Χτες βράδυ στα μεσάνυχτα πάτησε ο χρόνος
στο παρκέ και μπήκε να χορέψει,
φορώντας γοργοσάνδαλα του φτερωτού Ερμή,
που από καιρό είχε θαρρώ ζηλέψει.
Στα χέρια κρέμασε χαρές, έβενο ξύλο από φτελιές.
Πού να τον μείνει άλλος απρόσκλητος καιρός;
Μην περιμένεις όλα να τα φέρει ο θεός.
Τα μάτια φεγγαρόφωτα λαμπάδιαζαν
σαν φώτιζαν σκοτάδια.
Από μιας μέρας λύπηση ξεπήδησε το σκότος
κι έπνιξε το ηλιοφέγγαρο μ’ εκτόπιση
στ’ αλαργινά της θάλασσας αμπέλια,
όπου εκεί μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα οι τρυγητάδες
τον πόντο πολεμούν για να τους βγάλει χέλια.
Τούτος για όπλο βαστούσε έρωτες,
θύμησες πολυτάραχες, ρομαντικές σκηνές.
Από πορείες χίλια δυο πλακάτ,
παρόλες σκέτες, που καρφώνουν τις ψυχές.
Πάνοπλες οι νύχτες ξαγρυπνούν
πριν ξεθυμάνει η μπόρα στ’ ακρονήσι
κι ο αγέρας απ’ το Νότο σαν φυσά Μαΐστρο θα μυρίσει.
Κι εσύ στην πλώρη ολόρθος
σαλπάρεις για το κατευόδιο τ’ αγέρα.
Μα αυτός δεν αψηφά συλλογισμούς,
λιποψυχά στα κύματα,
ενώ πελάζει ο νους σαν ξανοιχτεί
για μια πρωτόλεια Περιστέρα.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 9. Januar 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου