Ώ, Άλμπα Πανωραία!
Μέσα από άκρατη σιωπή
το βήμα σ’ οδηγεί στην Πανδαισία.
Μ’ ένα σου αχνό αναφύσημα
στην περασιά του αγέρα
διαπομπεύεις ήλεκτρο
στις δυο βουβές σιωπές σου.
Ν’ ανάψεις φως ποθείς μ’ ευλάβεια
το καντήλι μιας μέρας θολερής.
Κι εγώ κολώνα Δωρική
ίσταμαι ακλόνητη
στ’ αγνάντι του Τριδύμου να φανείς.
Τιμή να σ’ αποτείνω για το μεθύσι,
που σε πότισε η δίψα για ζωή.
Ντυμένη πάλι στης φωτιάς
την πύρινη λαμπάδα.
Στο βλέμμα σου θα σταυρωθώ
για να κουμπώσω
τις ελπίδες των ονείρων
μες τη ρωγμή απ’ το τσόφλι σου.
Δειλοί κι αναποφάσιστοι
οι ερωτευμένοι γλάροι
φτεροκοπούν από χαρά
για να κατασκηνώσουν
στην πρωτόβγαλτη
απ’ το κύμα άμμο,
που διεκδικεί ανυπόταχτα
παλιών οστράκων γεύσεις.
Με ξομπλιάσματα
κι απείρων ερώτων πείσματα.
Με λάθυρα ενός τυχοδιώχτη ανέμου
έστησαν έναν κόσμο μάταιο,
που δεν μπορεί ούτε το πλοίο του
σωστά στην προκυμαία να δέσει.
Σώπα Χρυσόλουστη Αυγούλα!
Ο νους τ’ ανθρώπου είναι ένα
ταξιδιάρικο σκαρί.
Πάει κι έρχεται, μεταγυρνάει
κι αράζει κάποια μέρα.
Ανάβλεψε το πέλαγος
κι όρθωσε τ’ ανάστημά σου
πάνω στο ισκιωμένο
των Κενταύρων βουνοπλάγι!
Κι όταν μ’ αλμύρα ξεπλύνεις
το πρόσωπο της θλίψης
ρίξου πάνω στα πέλαγα
να σελαγίσεις τα Νησιά,
που καρτερούν στην τράτα,
βόσκοντας σε κοπάδια
την αδήριτη κι ατέλειωτη μοναξιά.
Όταν η θαλασσόλουστη
Αμφιτρήτη πασίχαρη
απ’ την αίγλη της ζωής
στο Ευπαλίνειο όρυγμα χιμήξει
για ν’ ασημώσει τη ρωγμή,
που αιώνες τώρα χάραξε
στο ποθητό Νησί του Πυθαγόρα
ο γιος του Ναύστροφου
απ’ των Μεγάρων Γη.
Κι ο αδάμαστος Βρόντης
Κύκλωπας θα δώσει
τόπο στην οργή και δεν θα ροκανίζει
ανθρώπινα κορμιά,
πετώντας τα στων ορνέων
την πείνα βορά ν’ απογίνουν
και να χαθούν στους μύστες Ελευσίνιους
τις μάταιες δοξασίες.
Τώρα ο χρόνος έφαγε και χόρτασε
με μια μπουκιά ξερό ψωμί.
Τρέχει την τύχη ν’ ασφαλίσει,
που οι άνθρωποι
παίξανε στα ζάρια,
τυχαίνοντας με μια ριξιά το στόχο.
Μέσα από δυο σιωπές της Άλμπα
επικονιάζεται ο Νάρκισσος του ποιητή.
Μ’ ένα πρωτόλειο ανώριμο
κι ένα λοβό ασπάλαθου
ως γέρας προσκομίζοντας
στη Βερονίκη της Ασφακιάς,
που σαν αυτή μ’ ένα
χαμόγελο ανασκιρτά,
παίρνει φωτιά το πέλαγος
και σείονται της Γης τα σωθικά.
( Κι έτσι μ’ αυτό το 20ο απόσπασμα κλείνει αίσια ο κύκλος μιας Νέας Ποιητικής Ανθολογίας της Vicky Kostenas Lagdos, που θα φέρει τον τίτλο «ALBA BOREALIS», για να παραδοθεί στην αξιότιμη και εξαίρετη φίλη της ποιήτρια και Εκδότρια στο Βόλο, κα Maria Arfé, προκειμένου ν’ ακολουθηθεί η όλη εκδοτική διαδικασία ως την εισβολή της μέσα στην Ελληνική και λοιπή Ευρωπαϊκή αγορά. Η ποιήτρια θεωρεί υποχρέωσή της να μας γνωστοποιήσει πως η όλη της αυτή μ’ επιμέλεια και φροντίδα εκπονημένη εργασία, θα είναι αφιερωμένη στην κόρη της Irène Kostenas ).
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 26. Februar 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου