«Καθημερινές Σκέψεις», Γιάννης Διογένης, Τύρναβος, 1996.
Μέσα στον καταπιεστικό, αβάσταχτο κλοιό των επαρχιακών πόλεων μπορούμε ν’ αναζητήσουμε τη γέννηση καινούργιων ποιητών, οι οποίοι με τα φτερά των ονείρων και της ποίησης προσπαθούν να σπάσουν δυναμικά και βίαια τα αυστηρά κοινωνικά δεσμά. Στην περίπτωση του Γιάννη Διογένη, ο ήχος που σκορπούν οι στίχοι του μπορεί να παραλληλιστεί με τον οξύ, μεταλλικό ήχο που παράγει ένα σφυρί χτυπώντας τις σιδερένιες αλυσίδες. Αυτή η αντίδραση του ποιητή δικαιολογείται απ’ το παράπονο που δεν τον αφήνει ήσυχο και του δίνει το δικαίωμα να φωνάξει δυνατά και ν’ ακουστεί παντού.
Μεταχειρίζεται απλούς, λιτούς στίχους, χωρίς επιπλέον στολίδια που απωθούν τον αναγνώστη και τον απομακρύνουν απ’ την πηγή της γνήσιας καλλιτεχνικής απόλαυσης. Η συλλογή αποτελεί προϊόν του συγκεντρωμένου προβληματισμού του ποιητή, ο οποίος μας μιλά πολύ ανθρώπινα και με ανάλογη ευαισθησία, δίνοντας εύστοχα, ευθύβολα και στοχαστικά ποιήματα μεστών νοημάτων. Μας κεντρίζει ο εσωτερικός ρυθμός των δημιουργιών του, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις αποδίδονται σε τετράστιχα, στα οποία ομοιοκαταληκτεί ο α΄ με τον γ΄ στίχο και ο β΄ με τον δ΄ στίχο και πιο συχνά ο β΄ με τον δ΄ μόνο.
Στο πρώτο ποίημα, το οποίο δανείζει και ολόκληρο τον τίτλο της συλλογής, γράφει:
«Εκείνοι που φεύγουν ξεχνιούνται γοργά
εκείνοι που μένουν αργοπεθαίνουν
εκείνοι που μάθανε λόγια σοφά
φρόνιμο το ’χουν να σωπαίνουν».
«Αγάπες, όνειρα, χαμένα, πεταγμένα
τα λάθη αλυσίδα, συνωστισμός.
Ρεαλισμό τα μυαλά γεμισμένα
και κάπου κάπου συναισθηματισμός».
Ίσως αυτός ο συναισθηματισμός, που οι ποιητές έχουν πάντοτε οδηγό στο δρόμο τους, κινητοποιεί τις αισθήσεις, το νου και κάνει τη συνείδηση τους να βρίσκεται σε εγρήγορση και μέσα απ’ τον πλούτο της ψυχής ν’ αγωνιούν για την έκφραση και για την επιλογή των κατάλληλων λέξεων που θ’ αποδώσουν πετυχημένα τα συναισθήματα.
Με το δεύτερο ποίημα: «Η ματιά ενός παιδιού», μάς μεταδίδει μεγάλες αλήθειες:
«Είναι δύσκολο να πείσεις ένα παιδί
και να τους πεις ότι μεγάλωσε.
Βαριά τα τραύματα
όταν ο κόσμος γκρεμίζεται
κι εκείνο ξαφνικά
ψάχνει για στήριγμα».
Στο ποίημα με τίτλο: «Πείραμα» γράφει στην πρώτη στροφή του:
«Σμίξανε νιάτα κι οργή και κάνουν θαύματα
αρχίζουν άλλοι τα πειράματα.
Τα δίχτυα ρίχνουν σ’ όσους είν’ ευάλωτοι
και βγαίνουν λάδι έχοντας άλλοθι».
Εδώ τον πνίγει μια έντονη διαμαρτυρία για όλα τα κακά της σημερινής κοινωνίας.
Μια τολμηρή εκφραστική επιλογή εκπλήσσει ευχάριστα στο ποίημα με τίτλο: «Για ποιες ιδέες σου μιλούν»:
«η κρίση, σαν πόρνη σου δίνεται
στο μαύρο συρφετό του κελιού σου.
Οι ένοχοι φόρεσαν τα καλά τους
εσύ δεν πρόλαβες να στολιστείς
πουλάνε στο κορμί σου τη σοδειά τους
κι ούτε που σκέφτηκες ν’ αντισταθείς».
Το ποίημα ολόκληρο αποτελεί ένα εγερτήριο του κοιμισμένου, υπνωτισμένου κι αμέτοχου πολιτικά ανθρώπου, που ακολουθεί πιστά τις επιταγές της εξουσίας και έχει αφήσει τα ιδανικά και τη μοίρα του να τα διαχειρίζονται άλλοι, χωρίς μάλιστα τον απαιτούμενο σεβασμό. Καταρρίπτεται επίσης η μαγεία του παθητικού κομματικού οπαδού και η θεοποίηση των πολιτικών «Μεσσιών» από τα κοινά μυαλά του κόσμου:
«Τα όνειρα γίνανε σημαίες πλαστικές
αλλάζουν συνεχώς ταυτότητα και θέσεις».
Σε τρία ποιήματα της συλλογής μεταπλάθονται σε στίχους οι τραυματικές εμπειρίες της στρατιωτικής θητείας. Στο ποίημα: «Ε.Φ.Ε. (2)» σημειώνει πολύ παραστατικά:
«Σκέφτεσαι κάθε σου βήμα, κάθε ονείρου σπιθαμή
σκέφτεσαι γιατί είσαι μόνος στο σκοτάδι
και για μόνη συντροφιά σου έρχονται κάθε στιγμή
αναμνήσεις να ζεστάνουνε το βράδυ».
Στο ποίημα: «(Η άλλη άποψη) Ο τρίτος δρόμος», ο ποιητής προβληματίζεται για όσους συμβιβάστηκαν με αφεντάδες και κατατάσσει τον εαυτό του σ’ όσους θέλουν να περάσουν στο άλλο μονοπάτι, «στα όνειρα που έκανα να φτάσω».
Από τον χώρο των νεανικών προτύπων ανασύρεται ο James Dean, αιώνιο σύμβολο αμφισβήτησης καθιερωμένων αξιών και ανεξάντλητης ενέργειας στη ζωή:
«Και μέσα σ’ όλα εκείνα
η μοναξιά που σε συντροφεύει
με τρόπο ίσως ιδανικό
και ψάχνεις
ψάχνεις εκείνη την όμορφη μέρα
εκείνο το όμορφο χαμόγελο
εκείνο το πρωινό
τη δική σου μέρα.
Το ποίημα: «Ο ποιητής» ξεκινάει έτσι ακριβώς:
«Εργάτης του ονείρου
του δρόμου, της ζωής
φωνή των στερημένων
σημαίνει ποιητής».
Δίνεται σε τετράστιχα η πλούσια αντίληψη της αποστολής του ποιητή και επιχειρούνται διάφοροι ορισμοί. Στη συνέχεια αναφέρεται στην ιερότητα του ρόλου του:
«και τα μεγάλα ιδανικά
δεν πρέπει να προδώσεις
στον κόσμο αυτά σε στείλανε
το μήνυμα να δώσεις».
Στο τραγούδι: «Τύρναβος» διαπιστώνουμε αυτό που εξήγησα στην αρχή, δηλαδή τον ασφυκτικό κλοιό της επαρχιακής πόλης, τη ρουτίνα την οποία αισθάνεται ο ποιητής να καταπιέζει τη ζωή του: «Μονόχνοτη ταινία τα βράδια».
Στο ποίημα με τίτλο: «Νύχτα Μεθυσμένη» γίνεται πιο λυρικός κι ερωτικός:
«Το πέλαγος είπες που σωπαίνει
δε σε τρομάζει τώρα πια
γιατί στο δρόμο που διαβαίνει
η σκέψη μου ακολουθά
η αγάπη πάντα προλαβαίνει
τα βήματα, τα άγουρα, τα παιδικά».
Στο ποίημα: «Μια κακή είδηση» η απόλυτη ομορφιά σημαδεύει σαν όπλο κατευθείαν τον ποιητή και τον πληγώνει βαθιά:
«Ένα λουλούδι στρέφει το κορμί του
σαν μπαλαρίνα που χορεύει γελαστή.
Ψάχνει στη γη και στον αέρα
να βρει που πήγα εγώ – ο στόχος της σκοποβολής
σημαδεύει, χτυπά.
Έπειτα ξέγνοιαστο
ξαναφοράει το γελαστό του πρόσωπο
και χάνεται στ’ απόγιομα
θυμίζοντας άγρια ομορφιά».
Στο ποίημα με τίτλο: «Πίστευες τον κόσμο πως θ’ αλλάξεις» εξωτερικεύεται η μεγάλη απογοήτευση του ποιητή, ενώ στο ποίημα: «Ένα απ’ τα πολλά απαγορεύεται» γράφει:
«Πήρα κοντά μου
ένα απ’ τα πολλά απαγορεύεται.
Τραγούδι το ’κανα
και τροβαδούρος τριγυρνώ μες στις καρδιές σας».
Εννοεί τις ομορφιές που προσφέρονται παντού γύρω μας, αλλά κάποιοι επιτήδειοι φροντίζουν να τις διαστρέφουν συμφεροντολογικά, θέλωντας να βλέπουν όλον τον κόσμο να παραπαίει μες στη δυστυχία. Η ποίησή του γενικά θέτει σημαντικά ερωτήματα και περιέχει κοινωνικά αιτήματα.
«Σημείο Αναφοράς, Γιάννης Διογένης, Τύρναβος, Δεκέμβριος 2001».
Στον πρόλογο αυτής της ποιητικής συλλογής, ο ποιητής μάς πληροφορεί: «Είναι μια ενδιαφέρουσα –πιστεύω- ματιά πάνω σε οτιδήποτε απασχολεί τη σημερινή κοινωνία. Σημεία Αναφοράς που θα πρέπει να προβληματίσουν τον κάθε συνάνθρωπό μας για ένα καλύτερο κόσμο».
Στο ποίημα με τίτλο: «Προχωράμε» γράφει:
«Στηρίξαμε ένα όνειρο στο ψέμα
κάποιοι –απ’ αυτό- φτιάξανε μια ζωή.
Μα εμείς ποτέ δεν στρέψαμε το βλέμμα
σ’ όποια σειρήνα έντεχνα για μας είχε στηθεί».
Στο ποίημα: «Ιεροτελεστία» γράφει στην αρχή:
«Θα μπω μες στο μυαλό σου
σαν σε ιεροτελεστία
για να σου πω πως στ’ όνειρό σου
κάνουν ληστεία».
Στο τέλος του ποιήματος: «Το Λάθος» γράφει συμπερασματικά:
«Κουρέλι τώρα πεταμένο
άτομο αποξενωμένο
μες στο θανάσιμό σου πάθος
ψάχνεις ξανά να βρεις το λάθος».
Μιλάει για εκείνον τον νέο άνθρωπο, τον βουτηγμένο στο ακόρεστο πάθος των ουσιών και των ναρκωτικών, τον εθισμένο στις ψευδαισθήσεις, που επιδιώκει να προστατευτεί μ’ αυτόν τον τρόπο μπρος στις κοινωνικές απειλές.
Στο υπέροχο ποίημα του: «Όνειρο γκρίζο» αναφέρει:
«Όνειρο γκρίζο
στη μέση της νύχτας
ταξίδι πάνω στο κενό.
Σε μαστιγώνουν οι αισθήσεις
μα εγώ βαθιά σε προσκυνώ.
Σπάζω τα σύνορα της φαντασίας
απόψε δραπετεύω
λίγη αγάπη, λίγη ανθρωπιά
σταγόνες όνειρα γυρεύω».
Στο ποίημα: «Τα χρόνια σε χάλασαν» γράφει:
«Θυμάσαι έναν παλιό καλό εαυτό
που έθαψες στα περασμένα
συμβιβασμένο μέσα στον καιρό
στων άλλων τα αγαθά τα κερδισμένα».
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος με τίτλο: «Επίσημος προσκεκλημένος» γράφει πολύ έξυπνα:
«Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ
αν μου αρέσει το παιχνίδι.
Αν είμαι έτοιμος να ανταποκριθώ
ή αν μπορώ να γίνω ψεύτικο στολίδι».
Στη «Μακεδόνισσα καρδιά» καταλήγει:
«Αυτοί που βγήκαν ξαφνικά απ’ τα σκοτάδια
κι από σελίδες σκονισμένες της ζωής
τ’ όνομα ρίξανε σε γκρίζα μονοπάτια
κι αποζητάνε μερτικό αυτής της γης».
Ολόκληρο το ποίημα «Παράπονο» παίρνει τη μορφή μιας ατέλειωτης διαμαρτυρίας για την κατάπτωση των ηθικών αξιών του ανθρώπου.
Στο ποίημα «Προδότης ποιητής», ο Γιάννης Διογένης δίνει το κοινωνικό στίγμα του «ποιητή που αναπαύεται πια στις δάφνες του» και έχει απομακρυνθεί από την κοινωνία, «Υπηρέτης σήμερα / όλων αυτών που εναντιώθηκε χθες». Κατακρίνει όποιον ποιητή αποξενώνεται απ’ τους συνανθρώπους του και δε μιλάει πια για τα προβλήματά τους και δε θέλει να τους βοηθήσει «ν’ ανοίξουν τα μάτια τους», να βγάλουν ωφέλιμα συμπεράσματα γι’ αυτά που τους συμβαίνουν και ν’ αντισταθούν με κάθε τρόπο στην ισοπέδωση.
Στο ποίημα: «17 Νοέμβρη – 27 χρόνια μετά» γράφει πολύ όμορφα:
«Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμάμαι
ή να ξεχνώ αυτή τη μέρα.
Είν’ οι χαμένοι ΝΙΚΗΤΕΣ
κι οι νικητές ΧΑΜΕΝΟΙ.
Κάποιοι περάσανε στην ιστορία
-κι άλλοι άρπαξαν κάθε είδους ευκαιρία-
και εκείνο που σε μένα πάντα μένει,
είναι αν πρέπει να θυμάμαι
ή να ξεχνώ τούτη τη μέρα».
Στο ποίημα με τίτλο: «Ένα υπέροχο όνειρο» συμπυκνώνει τους οραματισμούς και τις ελπίδες του. Περιγράφει ένα ενσαρκωμένο όνειρο, το οποίο ανταποκρίνεται στα «πιστεύω» του ανυπόκριτου ποιητή και στους πόθους των ταλαίπωρων ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψη ανάλογων ευαισθησιών:
«Οι πολεμιστές πέταξαν τις στολές
και τα όπλα τους
κι από πόλη σε πόλη τώρα γυρνούν
με θιάσους μπουλούκια
σκορπίζοντας μονάχα χαμόγελο και ΖΩΗ.
Τα παιδιά τώρα πια δεν πεινούν
παρά μόνο γελώντας παίζουν στις γειτονιές.
Οι κοπελιές στην αγάπη χτίζουν τα όνειρά τους
και η ΕΙΡΗΝΗ
χαρούμενη χορεύει στις πλατείες».
Τελειώνει όμως με την βέβαιη παραδοχή, χωρίς ν’ αφήνει καμία χαραμάδα ανοιχτή στο μέλλον: «Μα τι κρίμα, όλα αυτά / μονάχα σ’ ένα όνειρο. / Σ’ ένα υπέροχο όνειρο / που ποτέ δε θα ζήσεις».
Στο ποίημα «Φυσαρμόνικα», ένα τραγούδι διαχέεται μελωδικά από ένα περιπλανώμενο παιδί και «Απ’ το τραγούδι / το φεγγάρι ομορφαίνει / η νύχτα μοιάζει αληθινή».
«Μπορώ να ημερέψω τη θάλασσα» (ποίηση), Γιάννης Διογένης, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τυρνάβου, Μικρές εκδόσεις της ΕΛΟΣΥΛ, Τύρναβος 2006.
Τονίζω ιδιαίτερα τη δραστηριότητα του Πολιτιστικού Οργανισμού που «αποφάσισε να συνεισφέρει οικονομικά στην έκδοση της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Διογένη, με το σκεπτικό πως είναι σημαντικό στην τοπική κοινωνία να ενθαρρύνονται και να στηρίζονται τέτοιες πρωτοβουλίες από Δημότες, που σκοπό έχουν την παραγωγή πολιτιστικού έργου και όχι οικονομικό κέρδος».
Αρκετά ποιήματα της συλλογής μεταφράστηκαν στη γαλλική γλώσσα από την καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας κα Δήμητρα Μπαρδάνη. Ο τίτλος της συλλογής υποδηλώνει μια τάση προς τον έντονο λυρισμό και τις όμορφες εικόνες, οι οποίες αναλαμβάνουν να οδηγήσουν τον Γιάννη Διογένη σε μία ποιητική «νάρκη» -αν και αυτό συμβαίνει σε λίγα ποιήματα, να ξεχαστεί δηλαδή εκείνος στην απέραντη γοητεία της θάλασσας- γιατί αυτό το φυσικό στοιχείο φορτώνεται πάλι με τους πικρούς συμβολισμούς του. Εδώ τεχνικώς αλλάζει πορεία, ξεφεύγοντας από τα αυστηρά τετράστιχα, μας κάνει μέτοχους ποιημάτων που πολύ σπάνια διαχωρίζονται σε στροφές και ο στίχος του αποκτά ελευθερία με μια ομοιοκαταληξία χαλαρή έως ανύπαρκτη. Αυτός ο προσανατολισμός διαφαίνεται από τον τίτλο του πρώτου ποιήματος: «Ει, μάγισσα».
Στο ποίημα: «Έτσι σε σκέφτομαι» γράφει:
«Έτσι σε σκέφτομαι
αγάπης όραμα
σαν Παναγιά στα όνειρά μου
κι εγώ να χάνομαι
μες στο Πανόραμα
μες στο μεγάλο έρωτά σου».
Στο ποίημα «Θα ονειρευτώ» γράφει:
«Θα ονειρευτώ
πως θα ’θελα να είσαι.
Και θα ’σαι τ’ όνειρο εσύ
χωρίς να προσποιείσαι,
θα σ’ αγκαλιάσω
πρώτη φορά μου
μα δε θα ’σαι εσύ
θα ’ναι τα όνειρά μου».
Στο «Όνειρο Καλοκαιριού» γράφει λυρικότατα, δίνοντας γοητευτικές εικόνες μες του καλοκαιριού την ξεγνοιασιά:
«Καλοκαίρια που πέρασαν
όνειρα σε ακρογιαλιές.
Με το γλυκό νανούρισμα της θάλασσας
ν’ αγκαλιάζει την αμμουδιά,
τις νύχτες μ’ αστροφεγγιά».
Τα προηγούμενα ποιήματα είναι και τα πιο ανάλαφρα της συλλογής, που από το ποίημα «Συμβουλή» και μετά ανακτούν το συνηθισμένο προβληματισμό του ποιητή, ο οποίος τονίζει πως τον απασχολούν οι ναυαγοί της θάλασσας και γενικά της ζωής:
«Να πετάς στους Ουρανούς,
αϊτός και περιστέρι.
Και στης ζωής τους ναυαγούς,
βοήθειας δώσε χέρι».
Στο ποίημα με τίτλο: «Ο καθρέφτης της μοναξιάς», η λύπη περιγράφεται εικαστικά:
«Κοιτάζοντας το βλέμμα σου,
βλέπω τη λύπη,
να ζωγραφίζει τα δικά της τοπία.
Κάτι να βασανίζει
αυτό το όμορφο πρόσωπο.
Κάποια ανάμνηση.
Ούτε στιγμή ν’ αφήνει
το μυαλό σου ν’ ανασάνει.
Τη μοναξιά
ν’ αγκαλιάζει ερωτικά το κορμί σου
μια αναζήτηση,
μια αμφισβήτηση,
και ερωτηματικά».
Για ακόμη μία φορά τον κατακλύζουν αμείλικτα ερωτηματικά.
Στο «Αγία και πόρνη» γράφει:
«Στα γλυκά παιδικά σου όνειρα
έχτιζες ένα όμορφο αύριο,
που ποτέ δεν ήρθε.
Μεγαλώνοντας,
περίμενες τον μεγάλο έρωτα,
που πέρασε σαν καπνός
και σκότωσε το είναι σου».
Η παιδική ηλικία και τα όνειρα αποτελούν περιοχές της σκέψης του ποιητή, που επαναλαμβανόμενες διατρέχουν τους στίχους και των τριών συλλογών, πράγμα που μας κάνει να συμπεράνουμε πως το «παιδί» και το «όνειρο» αποτελούν λέξεις–εμμονές και βρίσκονται στον κεντρικό πυρήνα των περισσότερων ποιημάτων του. Λέξεις που συνήθως χρησιμοποιούν ευαίσθητοι άνθρωποι και λάτρεις των μεγάλων ιδεών, όπου βρίσκουν εκεί ένα ζεστό και ήσυχο καταφύγιο!
Στο ίδιο ποίημα παρακολουθούμε τις ψυχικές και σωματικές συνέπειες της ματαίωσης ενός ιδανικού έρωτα, σε μια γυναίκα που πλέον τώρα προσφέρεται «στα χέρια άγνωστων–γνωστών / σε μυστικά καταγώγια».
Στο ποίημα: «Θέλει πολύ αγώνα», ο ποιητής αναφέρεται στους απέριττους, καθαρούς και αστόλιστους στίχους του από περίτεχνα ψιμύθια:
«Το τραγούδι απλό,
χωρίς μπογιές και φτιασιδώματα,
φτάνει πιο εύκολα στην ψυχή μου».
Το τραγούδι με τη δωρικότητα του συγκινεί πιο εύκολα και βρίσκει απευθείας στόχο, γιατί ο απλός λόγος εκ φύσεως δεν αφήνει περιθώριο στην υποκρισία, η οποία καλύπτεται πίσω από λαμπρούς εκφραστικούς τρόπους και υπερβολές.
Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής: «Μπορώ να ημερέψω τη θάλασσα» μιλάει για μια εσωτερική θάλασσα, για τη θαλασσοταραχή των συναισθημάτων που πλημμυρίζουν την καρδιά και την ψυχή και εκδηλώνει συμπερασματικά την πίστη του στο παράλογο του εγχειρήματος να επιβληθεί σ’ ένα παντοδύναμο και θεοποιημένο φυσικό στοιχείο, όπως η θάλασσα. Δίνει όρκο πως θα παλέψει κι ας βρέθηκε σε συμπληγάδες πέτρες!
Στο ποίημα με τίτλο: «Εθνική Αντίσταση» γράφει για τους αγωνιστές:
«Τα βαθουλά τους μάτια
κοίταξαν τον ήλιο
που πρόβαλλε πάνω απ’ το κεφάλι τους.
Λες κι ήταν έτοιμοι
να τον σηκώσουν πιο ψηλά.
Έτσι έμαθαν να πολεμάνε
έτσι έμαθαν
να κατακτούν το δίκιό τους».
Στα «Ατσάλινα παιδιά» γράφει δυναμικά για τους υπέροχους ήρωες της Ελλάδας:
«Η κραυγή τους
φωνή λαού,
θέλημα Θεού.
Τραγούδι βαθιά στα στήθια τους
και πίστη ακλόνητη στα μάτια τους.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
Η φλόγα της ΕΙΡΗΝΗΣ
να κάψει του πολέμου τα φτερά».
Στο ποίημα: «Ο Στρατηγός μπήκε στην πόλη» γράφει παραστατικά:
«Ο Στρατηγός μπήκε στην πόλη.
Νεκρά κορμιά υποκλίνονται στο μεγαλείο του.
Στα ερείπια, καπνισμένα τουφέκια
υποκλίνονται
στον άνθρωπο που σωστά σκέφτηκε
πως θα κατατροπώσει,
πως θα ταπεινώσει όσους ακόμη αντιστέκονται,
πως θα εξαφανίσει
αυτό το «ανθρώπινο τίποτα».
Το εμπόδιο για το χρυσό του παράσημο».
Στο ποίημα: «Ιθάκη ψάχνοντας για να βρει» αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια:
«Θα ’ρθουν βραδιές
που η θάλασσα σα χάδι
θ’ αγγίζει το καράβι απαλά
και ήρεμα οι ναύτες στο σκοτάδι
θα χτίζουν τα όνειρά τους
ακόμη πιο ψηλά».
Στο ποίημα με τίτλο: «Επιβάτης του αύριο (Ο δρόμος)» προστάζει:
«Θυμήσου τα χέρια
που οργισμένα δίκιο κρατήσανε
τις πύλες της ΕΔΕΜ
που ποτέ δεν ανοίξανε».
Ενώ στο παρακάτω απόσπασμα φανερώνεται η κοινωνική ευαισθησία του ποιητή για όλους τους κακοπαθούντες της γης:
«Τα ορφανά, που έμειναν ορφανά
γιατί κάποιοι το θελήσανε
χωρίς ποτέ να σκεφτούν
τι θ’ απογίνουν».
Στο υπέροχο ποίημα: «Το δικό μου παραμύθι» περιγράφει τη γρήγορη μεταστροφή του πλήθους, που υποβιβάζει κάποιον από ήρωα σ’ εχθρό, κάτι που οφείλεται στη φυσική αδυναμία του ανθρώπου να κρατήσει ζωντανό στη σκέψη και στην ψυχή του ένα μεγάλο πρότυπο, γιατί ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσει τότε, είναι πολύ δύσκολος και γεμάτος κινδύνους:
«Ύστερα έσβησαν τα φώτα
-η σεμνή τελετή έλαβε τέλος-
κι όλα έγιναν σαν και πρώτα.
«Πέταξε στο σκύλο φόλα»
φωνάξανε
σαν τ’ απωθημένα τους
πάνω μου βγάζανε
κι έγινα ο εχθρός τους
ο «αποδιοπομπαίος».
Στο ποίημα: «Τ’ όνειρο» γίνεται μια μεγάλη συνειδητοποίηση για το ρόλο του ποιητή στην ανθρωπότητα, για το ρόλο κάθε ανθρώπου που οπλίζεται με θάρρος και υπομονή για να προχωρήσει μπροστά παρ’ όλες τις αντιξοότητες:
«Αν θες να λυτρωθείς σ’ αυτή τη γη
αυτός είναι ο δρόμος,
ο Γολγοθάς είναι τρανός
μα πιο τρανή η καρδιά που τον ανεβαίνει».
Από την ανάγνωση των τριών συλλογών του Γιάννη Διογένη προκύπτει πως ο ποιητής αποτελεί μία λυρική και φιλοσοφημένη φωνή, με πανανθρώπινες κατευθύνσεις και κοινωνικούς προβληματισμούς. Ο ποιητής αντρώθηκε σ’ ένα περιβάλλον που συνήθισε να μετράει πάντα πληγές και ποτέ θριάμβους. Ένας βαθιά κοινωνικός ποιητής που δε σταματά να θέτει συνεχώς ερωτήματα σαν μικρό παιδί και να προσπαθεί να σώσει με τη στάση του ό,τι απέμεινε ακόμη που να θυμίζει αγνό άνθρωπο. Οι στίχοι του μοιάζουν με συναγερμούς που σκοπεύουν ν’ αφυπνίσουν τους γύρω του και να τους απομακρύνουν απ’ το σκοτάδι. Ο ίδιος φαίνεται πως επιθυμεί να τους δώσει κάποια κίνητρα με τη γραφή του, για ν’ αντικρίσουν τα λάθη τους και ν’ αναμετρηθούν μαζί τους. Αληθινός ποιητής δεν είναι εκείνος που βρίσκεται στον δικό του κόσμο, αλλά εκείνος που θέλει να κάνει τον κόσμο των άλλων και δικό του.
Πιστεύω πως όποιος λάτρης της ποίησης διαβάσει προσεχτικά τα ποιήματα του Γιάννη Διογένη, θα γοητευτεί από τον πλούτο των νοημάτων, τη διαυγή γραφή, την αγωνιστικότητα των στίχων του, από τα κοινωνικά οράματα που ποτέ δεν προδίδει, καλλιεργώντας πάντα έναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τον συνάνθρωπο που υποφέρει, απλώνοντας ανιδιοτελώς ένα ακούραστο χέρι βοήθειας, το ζεστό χέρι της ποίησής του.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου