Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Μια αναπάντεχη συνάντηση

  

   Είχε τις πρωινές στάλες πάνω στα μάγουλά της. Έτρεξε προς το μέρος μου που την καλούσα με μία κίνηση του χεριού, για να προστατευθεί κάτω απ’ τη σκεπή του κτιρίου. Ήταν η μοναδική της επιλογή. Απότομο το ξέσπασμα του ουρανού· τίποτα δεν προμηνούσε μία βροχερή μέρα. Όλοι ντυμένοι ανοιξιάτικα, ελαφρά, τυλιγμένοι με μία διάθεση κεφιού, τώρα προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από το νερό που πετούσαν τα αυτοκίνητα στο πέρασμά τους.
   - Βγήκα για ψώνια, αλλά δεν πρόλαβα…
   Με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Διέκρινα ένα κόκκινο σημάδι στο πρόσωπο της, στενό μα μεγάλο σε μήκος διέσχιζε την επιδερμίδα της, σαν ρεματάκι όπου κυλούσε μέσα του το νερό της βροχής. Στα χείλια της  γυάλιζαν διαμάντια οι σταγόνες, ενώ τα μακριά μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και υποδήλωναν έτσι την αιτία του ξεσπάσματος.
   - Με συγχωρείς, είμαι κάπως αναστατωμένη.
   Σήκωσε το δεξί χέρι της ψηλά, μπροστά στο πρόσωπο, προσπαθώντας να κρύψει τη γρατσουνιά απ’ το δικό μου βλέμμα, που γι’ αυτήν ήταν  το βλέμμα ενός άγνωστου ανθρώπου.
   - Μαλώσατε πάλι ή κάνω λάθος;
   Η φωνή μου ήταν σαν να έδινε μια δυνατή ώθηση στις αναμνήσεις της. Αναγνώρισα στα μάτια της την απροσδόκητη έκπληξη και ύστερα μια λάμψη που εξαπλώνονταν αργά και επώδυνα. Μάθαινα τα νέα της από τον παιδικό μου φίλο, τον Μιχάλη, με κάθε λεπτομέρεια. Αναρωτιέμαι πολλές φορές για την τύχη ανθρώπων που ατύχησαν στο γάμο τους, ενώ είχαν τις καλύτερες προοπτικές να ευτυχήσουν.
   Η Ευτυχία, ο νεανικός μου έρωτας, μόνο ευτυχία δεν θα έλεγες ότι ακτινοβολούσε. Ήταν εκείνη τη στιγμή ένα μαζεμένο, φοβισμένο κοριτσάκι και δυσκολευότανε απ’ την ταραχή της ν’ αρθρώσει λέξη. Ήξερα, το διάβαζα στα μάτια της το σφάλμα που είχε κάνει κάποτε. Πρέπει να κατάλαβε το λάθος της και να μετάνιωσε οικτρά που έμπλεξε μ’ έναν απότομο, αυθάδη, χωρίς ευαισθησίες άνθρωπο και μάλιστα αλκοολικό. Μα, πώς να μου το πει; Θα δίσταζε άλλωστε να το παραδεχτεί ευθέως, δεν την άφηνε η περηφάνια της να ομολογήσει πως όλα τα νιάτα της βυθίστηκαν σε μια συζυγική ομίχλη.
   Ήταν ένα λουλούδι μαραμένο με την πρωινή δροσιά και τη λαχτάρα ν’ αγγίξει τα ποθούμενα χείλια ενός άλλου, διαφορετικού κόσμου. Πόση δύναμη χρειάζεται κάποιος άραγε, για να ξεγράψει ολόκληρη ζωή και να γυρίσει πίσω σ’ έναν έρωτα και μια αγάπη παλιά; Έτρεμε ακόμη, δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν φόβος που της καταπίεζε την ψυχή ή συγκίνηση που με συναντούσε μετά από τόσα χρόνια!
   - Εσύ, εσύ…, μα πότε γύρισες; Νόμιζα πως βρισκόσουν ακόμη στην Αμερική.
   - Μόλις επέστρεψα στην πόλη, αποφασισμένος να εγκατασταθώ μόνιμα. Η τύχη μου χαμογέλασε και σε βρήκα γρήγορα. Δεν ξέρεις, πόση μεγάλη ανακούφιση είναι για τον άνθρωπο, που έφυγε μακριά από τις ρίζες του, να βρίσκεται τώρα απέναντι και να μιλά με το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής του!
   Έπεσε πάνω μου και μ’ αγκάλιασε. Οι στάλες της βροχής είχαν στεγνώσει στα μαλλιά της, σαν τότε που με περίμενε έξω από το φροντιστήριο με τα βιβλία αγκαλιά, μια φθινοπωρινή μέρα που είχα πάρει θάρρος και της έκανα τελικά την πρόταση να κάνουμε δεσμό, τρέμοντας με το φόβο της απόρριψης. Εκείνη όμως με κοίταξε για λίγο βαθιά και ύστερα έσκασε στα γέλια, λέγοντας: «Με πρόλαβες, θα σου το ’λεγα πρώτη εγώ!».
   Αναγνώρισα το ίδιο άρωμα που φορούσε από έφηβη· δροσερές οσμές ανθισμένων λουλουδιών. Θυμήθηκα, τι μου ψιθύρισε κάποτε στ’ αυτί, ακουμπισμένη στους ώμους μου, παρασυρμένη από ασυγκράτητο έρωτα: «Μη με ξεχάσεις, ακόμη και εάν φύγεις σε μια ξένη χώρα. Μη με ξεχάσεις, στείλε μου τα φιλιά σου με τον άνεμο και εάν δακρύσεις για μένα μες στη μοναξιά σου, στείλε μου τα δάκρυά σου με τη θάλασσα, για να μου κάνουν συντροφιά. Όσο τα όνειρά σου έρχονται κοντά μου, τόσο η καρδιά μου θα σκέφτεται εσένα, την παρηγοριά μου».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης                                                     
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου