Στην πόλη, τα κτίρια είναι πάντα σκυθρωπά και μοιάζουν με άγριους και απειλητικούς γίγαντες που υψώνουν το ανάστημά τους ψηλά. Σιγά-σιγά η μέρα υποχωρεί κι αρχίζει η νύχτα να κρύβει την ασχήμια τους. Μία μετά την άλλη εμφανίζονται οι φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων για να γίνει το τοπίο πιο υποφερτό. Πρώτα φάνηκε μια γνώριμη μορφή που έβγαινε από την «κόλαση» των σοκακιών του πληρωμένου έρωτα. Έμοιαζε με θολή οπτασία πριν ξεκαθαρίσουν απόλυτα οι αγαλματένιες γραμμές της και τα όμορφα χαρακτηριστικά της μέσα στον έντονο φωτισμό της πλατείας. Ήταν η Σοφία· τα γαλανά, πανέξυπνα μάτια της με κοιτούσαν φευγαλέα, σαν μια σκιά. Με σκούντηξε για να συνέλθω.
- Ναι, δεν μπορεί να είσαι αληθινός! Το πιστεύω, είναι απίθανο να ζεις αφού δεν κινείσαι καν, το αίμα σου μοιάζει να έχει παγώσει στις φλέβες σου!
Με τύφλωνε πάντα η ελκυστική όψη της, τέντωνα τον λαιμό μου και συγκέντρωνα το βλέμμα μου στις καμπύλες της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σημαδέψω την κρύπτη της ψυχής της. Ύστερα, ξεμύτισε η Λουκία με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια και τις ψεύτικες βλεφαρίδες, φορώντας ένα εντυπωσιακό καπέλο. Έστρεψε την κορμοστασιά της μπροστά μου και έσκυψε μέχρι να φανούν τα καμπυλωτά όρη του μπούστου της.
- Μη γελαστείς και τ’ αγγίξεις, θα σου κόψω τα κουλά!
Και στα μουσεία απαγορεύεται ν’ αγγίζεις, μόνο να θαυμάζεις τους αρχαιολογικούς θησαυρούς!
Είκοσι χρόνια στο επάγγελμα η «σακαράκα» Μαρία, ασβεστωμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, τράβηξε την κοπέλα με μανία από κοντά μου, παρασέρνοντας και τη γεμάτη μπουκάλα που κατρακύλησε μερικές πλάκες πιο πέρα.
- Τι του μιλάς του στραβούλιακα; Βρωμάνε τα χνώτα του ουίσκι!
Ήθελα να τραβήξω το μαλλί της «γριάς» που μ’ άφηνε «στεγνό» απόψε. Κι εκείνες φουριόζες, έτοιμες να δώσουν το κορμί τους στον πρώτο τυχόντα, τρύπωσαν σ’ ένα στενό και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Τότε επέστρεψα πάλι στο στέκι μου και είπα πως θα μετρήσω τις πλάκες της πλατείας να περάσει κι αυτή η νύχτα, γιατί όσο κυλούν οι ώρες το σκοτάδι μουχλιάζει κι η υγρασία τρυπώνει ύπουλα στην καρδιά.
Θα μετρήσω τις καμένες λάμπες στα φανάρια και ίσως κοιτάξω προς τον ουρανό να βρω μέσα στην ομίχλη το αστέρι των φτωχών, το αστέρι των ζητιάνων. Κι αν απογοητευτώ τότε θα κοιτάξω απέναντι τα μπαλκόνια της καταθλιπτικής πολυκατοικίας. Θα δω κάποιους ανθρώπους να περιφέρονται βιαστικά ή να κάθονται αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα και θα τους λυπηθώ στ’ αλήθεια γι’ αυτή τη σιγουριά τους. Θα ξαπλώσω πάνω σε μια σακούλα σκουπιδιών- το αναπαυτικό μου στρώμα, για να ονειρευτώ τη Σοφία ή τη Λουκία που θα μπορούσε να είναι όλων των ανδρών ερωμένη, όχι όμως δική μου· με τίποτε δική μου!
Μέτρησα πολλούς περαστικούς και παρατήρησα τα αποκαρδιωμένα βήματα τους αλλά και τα γρήγορα, τα γεμάτα προσμονή. Τα τακούνια σταμάτησαν ν’ ακούγονται πια ρυθμικά στους δρόμους, λες και αργοπέθαινε η ζωή και κοιμότανε βαθιά η ελπίδα. Μόνο τρία αδέσποτα γατάκια μ’ έκαναν να αισθανθώ μια κάποια ζεστασιά. Γουργούριζαν νωχελικά την ώρα που τα χάιδευα, έτριβαν τα μουστάκια τους στις παλάμες μου και ήταν για κείνα η μεγαλύτερη ευτυχία αυτό ακριβώς το ξαφνικό άγγιγμα.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου