Εννιά χρόνια χτυπιότανε
οι Αχαιοί και οι Τρωαδίτες
με την ελπίδα απρόβλεπτη
να υπερίπταται
πάνω από τις καμινάδες
των ακατοίκητων σπιτιών,
όπου η ελπίδα έπαψε
από καιρό να καίει.
Ως κι ο χωροχρόνος αβάσταχτα
μετακινείται
γιατί βαρύς κι ακλόνητος με το ρόλο,
που υποδύεται
της Σεισάχθειας θα παρέγραφε
την απογραφή.
Com`è la Speranza!
Όταν ανύποπτα φωλιάζει στην καρδιά
δεν λέει να επαναπαυτεί
κι ούτε δυνάμεις ν’ αφοπλίσει.
Αφού τον κόσμο αλλιώς
έμαθε να γνέφει, να θωρεί.
Τα μάτια της δεν ψεύδονται
σαν εύκαιρα επιμένει
πως ως και το τίποτα αναμφίβολα
δαμάζεται, μπορεί.
Ως κι Ολύμπιοι Θεοί απόκρυψαν τον πόνο,
που γέννησε ο εγκέλαδος
σαν τα πλοκάμια του άπλωσε
οργιές πάνω από μια ολάκερη χώρα,
βαστώντας την άμαχη ως όμηρο
και τους πολίτες δούλους
για να σκουπίζουν του Αυγεία τις αυλές.
Γιατί οι Θεοί δεν κλήθηκαν
στο πάρτι της αυτοεκτίμησης
να στήσουνε καρτέρι;
Ομφάκεια τα τσαμπιά να κρέμονται
και τα σπουργίτια να μη θέλουν να γευτούν.
Ρωτήθηκε άραγε κανείς, γιατί τα πλοία
πού όλο φεύγουνε γεμάτα ελπίδες
πίσω τους φορτωμένα όλο γυρνούν;
Σκορπίστηκαν τα όνειρα στα πέλαγα.
Ο αγέρας τα σήκωσε στους ώμους του.
Τα πήρε από φρέγανο κι από φτερό
και τα ’κανε αέρινα πουλιά.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 14. März 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου