Προς διαυγασμό διηθείτο η μέρα,
πατώντας στα εριφιοαιγή σύννεφα
που απ’ τα χαράματα προμήνυαν μπουρίνι.
Βρήκε τη μέρα ο ουρανός
να καθαρίσει την αυλή
πριν καταφθάσουν οι θεοί
ν’ αποφασίσουν, αν το γένος θα στεριέψει,
θα χορέψει, θα φιλέψει
ή ειδάλλως δεν θα υπάρχει αιτία κι αφορμή
να μοιράζεται το πάθος
και να ζει μες τη σιωπή.
Τίποτα δεν άκουσες από αυτά,
που ειπώθηκαν κι απ’ όσα
αποσιωπήθηκαν κάτω
από τούς ανείπωτους πόθους;
Απόχτησες μιαν έμπειρη ζωή,
που σ’ εμπιστεύτηκε εκεί όπου
μπλέκονται αξεδιάλυτα
τ’ αστέρια να ονειρεύεσαι.
Προς τα πού να κοιτάξεις,
όταν ο κόσμος διακτινίζεται
γύρω απ’ τον ποδόγυρο της Θυμέλης;
Προς τα πού να αποταθείς,
να εκμυστηρευτείς την ευωδιά των ρόδων;
Μέσα απ’ τα πρώιμα τιτιβίσματα
πουλιών ένιωσες κι εσύ πουλί
μέσα σου κι άρχισες την παράλληλη
προς τη γη πτήση.
Με μια φευγαλέα ματιά κι έναν ντορβά
στην πλάτη για τα αθύρματα.
Δεν σου απομένει παρά να γυρίσεις το φύλλο
της μέρας στο πέπλο της νύχτας.
Πάει καιρός που η ερημιά
κατάκτησε τον άνεμο κι ο άνεμος
με τη σειρά του αποστόμωσε
τις προσδοκίες της θάλασσας.
Τώρα τα λιόδενδρα πιασμένα
χέρι χέρι τρέχουν στην κατηφόρα
ν’ ανταμώσουν το κύμα,
διαψεύδοντας τους ρόζους
απ’ το λιγνό κορμί τους.
Κι εγώ κλαδεύοντας ελπίδες,
που είχαν δασώσει το λόφο της υπομονής
έμαθα να διακτινίζω φεγγάρια
σε φθίνουσα πορεία μιας πανσέληνης
περιδιάβασης.
Όταν η μέρα αλλάξει φύλλο,
η Θυμέλη πάνω από την απλωσιά
του βωμού της
θα μακρηγορεί για άσπετα ποπύσματα.
Vicky Kostenas Lagdos, Dichterin, Zürich
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου