11-00 το πρωί, η πρόεδρος της εταιρείας περπατούσε αγέρωχα με τις κόκκινες γόβες στο μαρμάρινο διάδρομο, με κατεύθυνση την αίθουσα συνεδριάσεων. Ο βοηθός της, την ενημέρωνε για τα θέματα της ημέρας. Το πρόσωπό της, σκληρό και αδίστακτο, άκουγε με απάθεια τη θεματολογία. Κοίταξε για μια στιγμή το τσιγάρο που είχε στο χέρι της. Το έβαλε στο στόμα της και ρούφηξε, πήρε φωτιά το χαρτί, κάηκε γι’ αυτήν. Το τελείωσε και θέλησε να το πετάξει, σταμάτησε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Του το έδωσε και μπήκε μέσα στην αίθουσα.
Όλοι σηκώθηκαν. Ο βοηθός έκανε τις συστάσεις. Ήταν το πρώτο τους meeting. Εκείνος φορούσε γκρι κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μεταξωτή γραβάτα με γκρι ρίγες. Έδωσε το χέρι του, την χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και έπειτα της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.
Αυτή ήταν ντυμένη μ’ ένα κόκκινο στενό φόρεμα μέχρι το γόνατο. Κρουαζέ ντεκολτέ, που όμως δεν άφηνε τίποτα ακάλυπτο. Άναψε ξανά τσιγάρο, το κρατούσε με το αριστερό της χέρι. Ένα μικρό ρόλοι που χτυπούσε μαζί με την καρδιά της φορώντας πάνω του μικρά διαμαντάκια, έκανε παρέα στο νωχελικό καπνό. Ένα ζευγάρι μαύρα μαργαριταρένια σκουλαρίκια κουδούνιζαν σαν κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. Μια σειρά επίσης μαύρα στόλιζαν το φίνο λαιμό της.
Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω και άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο της που διαμαρτύρονταν σε κάθε ήχο υψηλών ντεσιμπέλ. Κάθε τόσο σήκωνε το δεξί χέρι ψηλά, σήμα να σταματήσει η παιδική και ανούσια οχλαγωγία, χωρίς να προφέρει ούτε λέξη. Πάλι σιγή ιχθύος. Έδωσε το λόγο σ’ έναν σύμβουλο. Δίπλα στο ντοσιέ της είδε ένα μανικετόκουμπο. Το έσπρωξε με το δάκτυλο της και εκείνος το φυλάκισε μες στην παλάμη του. Το πήρε και το ξαναφόρεσε. Όλη την ώρα τα μελιά της μάτια ακολούθησαν την πορεία του μέχρι που κούμπωσε στο μανίκι. Τον κοίταξε και του χαμογέλασε, το ίδιο και εκείνος.
Καθώς έστρεφε το βλέμμα της στο σύμβουλο, εκείνος με τα πονηρά του μάτια, της αφαίρεσε τον κολιέ, του ήταν εμπόδιο για να πλησιάσει τα χείλια του στο λαιμό της. Αυτή θαρρείς και το ένιωσε, κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του χωρίς όμως να τον κοιτάξει και απάντησε στο ερώτημα αν συμφωνούσε μέχρι στιγμής. Έσυρε τότε εκείνος την καρέκλα πιο κοντά της. Τώρα το βλέμμα του έβγαζε πύρινες φωτιές, αφαιρούσε τα σκουλαρίκια που έκαναν θόρυβο και του αποσπούσαν την προσοχή. Τα χείλη του δάγκωσαν το δεξιό της λοβό, εκείνη δεν πρόβαλε καμία αντίσταση.
Νιώθοντας εκείνα τα βλέμματα του, αναστατώθηκε και ανασηκώθηκε απ’ το κάθισμα, έσβησε το τσιγάρο και έκλεισε το ντοσιέ. Όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη της. Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και συνέχισε την ομιλία όρθια, δίπλα στο παράθυρο. Το βλέμμα του την ακολούθησε. Την χάιδευε με τα μάτια-χέρια σ’ ολόκληρο το σώμα της. Βρήκε την ευκαιρία και της ξεκούμπωσε το φερμουάρ καθώς περνούσε απ’ μπροστά του. Εκείνο δίχως να έχει από που να κρατηθεί, γλίστρησε και αφέθηκε στην αγκαλιά του μαρμάρου.
Μάζεψε τους ώμους της με μια απότομη κίνηση, όταν εκείνος πίσω της δάγκωνε τον αριστερό ώμο και έκλεβε φιλί απ’ τα υγρά της χείλη στα δεξιά.
Εύη Γκάλαβου
Κοζάνη
Καλημερα σας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλο ένα "ευχαριστώ"!
Μου άρεσε ειλικρινά! Σας ευχαριστώ κι εγώ!
Διαγραφή