Οι πρώτες λέξεις, μου καρφώνουν μαχαιριές·
βγαλμένες απ’ του πόνου το σοφό κουτί.
Γιατί να μην αντέχουν τη σιωπή και πρέπει να φωνάζουν
ή να μιλάνε συλλαβιστά στις ρίζες της ψυχής μου;
Η θάλασσα που νότισε το χρώμα των μαλλιών της
και κοίμισε τα όνειρα στη χώρα των ματιών της,
αυτή η μεθυσμένη άνοιξη που άγγιξε τα πάθη
τις αντιστάσεις άλωσε της πολυπόθητης αγάπης.
Κι ύστερα πριν η λέξη αφεθεί στα απαλά της χείλια
σαν άγγελος που αρνήθηκε την επουράνια ευτυχία,
πέταξε μέχρι τη γη να πάρει την οδύνη.
Απ’ τα τοπία των νησιών που μοιάζουν βυθισμένα,
βγαίνει ο πόθος των Θεών:
«Θνητέ που αρέσκεσαι να παίζεις με το χρόνο,
τον ήλιο ζύγωσε και υψώσου,
ηφαίστειο που ρίχνεσαι με τη λάβα της γραφής σου,
πλάσε τον πρώτο στίχο να κρυφτεί η μοναξιά
και τη φωτιά που άπλωσε το κύμα στα ρηχά νερά
ρίξ’ την επάνω στο χαρτί ν’ ανθίσουν όνειρα μεγάλα».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου