Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Η Νύμφη μέσα στη θαλασσοταραχή

     

   Ήταν ένα ήρεμο πρωινό. Καμία υποψία ανέμου δεν διατάρασσε τη γαλήνη. Η εγκατάλειψη του νησιού, σαν μια μεγάλη μαυρίλα πάνω στον ουρανό, ώρες-ώρες κατέβαινε χαμηλά πνίγοντας τα πάντα. Κι έπεσε εντελώς ξαφνικά το βλέμμα του στο εγκαταλειμμένο καφενείο, όπου κάποτε οι θαμώνες του διαπληκτίζονταν για θέματα ανούσια πολλές φορές.
      Ο καφές ήταν μια συνηθισμένη ιεροτελεστία για εκείνους τους απομονωμένους κατοίκους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ποθούσαν να δουν τον ήλιο τις στιγμές που αραίωνε τα σκοτάδια κι έσμιγε τις ακτίνες του στη θάλασσα. Τα φιδογυριστά μονοπάτια λες και ξυπνούσαν από τον λήθαργο τους κι  ετοιμάζονταν να νιώσουν πάνω στις πλάκες τους το δροσερό και ανανεωτικό άγγιγμα της αύρας. Το νυσταγμένο περπάτημα του εργάτη επανέφερε την πρωινή τάξη, διώχνοντας το μεθύσι της νύχτας μακριά, εκεί απέναντι όπου ίσα-ίσα ξεχώριζαν τα νησιά, τώρα που έσβηναν τα παρδαλά τους φώτα. Η ανάγκη να επιβιώσει και να νιώσει χρήσιμος ο νησιώτης αποτελούσε τον καθημερινό του αγώνα, τον ποτισμένο με ιδρώτα και κόπο.

***

      Έτσι ακριβώς ο Πέτρος, συχνά - πυκνά, θυμόταν το νησί του στα ξένα που βρισκόταν και κάθε πρωί άνοιγε την καρδιά του να μπει το ξαφνιασμένο κύμα που χτυπούσε με ορμή την προκυμαία, όπως τότε. Άφηνε ελεύθερη τη σκέψη του στις φωνές των ψαράδων και στις γυναικείες, χαϊδευτικές ομιλίες που απλώνονταν στην ατμόσφαιρα από τα μπαλκονάκια και μετέδιδαν από στόμα σε στόμα τα νέα του νησιού. Μία από εκείνες, τις πιο γοητευτικές φωνές, είχε χαραχτεί στη μνήμη του και δεν έσβησε ποτέ. Ήταν η κελαρυστή ομιλία της Ελπίδας, της κόρης της γειτόνισσάς του.
      Δεν μπορεί –έλεγε- στον εαυτό του…, μια τόσο μελίρρυτη φωνή, το μόνο που μπορεί να υποδηλώσει είναι ευγένεια ψυχής και μία ακέραιη και ασυνήθιστη ομορφιά. Βάλθηκε λοιπόν να την παρακολουθεί, να τη στήνει ώρες ολόκληρες έξω απ’ το σπίτι της, μέχρι να κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα από το παραθυρόφυλλο, ή να κατέβει τα σκαλοπάτια, ν’ ανοίξει την κεντρική πόρτα και να βγει στο δρόμο ανέμελη για έναν περίπατο μέχρι τα βραχάκια. Μάταια όμως, οι μέρες περνούσαν κι εκείνη έμενε πάντα κλεισμένη στο σπίτι της, λες κι ήθελε να κρατήσει την ομορφιά της κρυφή και αμόλευτη από τους εξωτερικούς κινδύνους! Οι φήμες για το «ζωγραφισμένο της πρόσωπο από το χέρι του Θεού και το καλλίγραμμο σώμα της» είχαν εξαπλωθεί σ’ όλο το νησί, κάτι που ενίσχυε την προσδοκία του Πέτρου και την ελπίδα του ν’ αντικρίσει κάποτε μπροστά του την «Ελπίδα» και να της εκμυστηρευτεί τον μεγάλο έρωτα που του έκαιγε την καρδιά. Κι όπως ήταν φυσικό σκορπούσε ατέλειωτες ώρες στο καφενείο μαζί με τα γεροντάκια και υπέφερε τις βαρετές κουβέντες τους, μόνο και μόνο για να έχει συνεχώς στραμμένο το βλέμμα του στης κοπέλας τα «χιλιοτραγουδισμένα» κάλλη.
      Μα κάποια μέρα αυτό που άκουσε τον πλήγωσε βαθιά: Η Ελπίδα μετά από ένα ατυχές συμβάν της ζωής της έπεσε σε βαριά μελαγχολία κι αυτή η αρρώστια της έπνιγε για χρόνια τη ζωντάνια και τη χαρά.
      Ο Πέτρος ήταν ο ξενόφερτος αστός –όπως έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι για εκείνον-, δεν του είχαν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και πολλές φορές ψιθύριζαν κάποια σχόλια για τα σημαντικότερα γεγονότα του νησιού. Κι όταν έφτανε η συζήτηση στην Ελπίδα, οι νησιώτες κοιτούσαν γύρω τους, μήπως εκείνος είχε στήσει τ’ αυτί του, να κλέψει έστω μια λέξη από το μυστικό της κοπέλας, που κρατούσαν κρυμμένο με θρησκευτική ευλάβεια. 
      Και ποιος ήταν άλλωστε ο Πέτρος που άφησε την πολυτάραχη ζωή του και την πόλη του –λέγανε οι κακές γλώσσες- για να κάνει αυτή τη  μεγάλη στροφή στα όνειρά του και να μεγαλουργήσει σ’ αυτό τον τόπο, τον αγνό, τον καθαρό μ’ όσα υλικά του πρόσφερε αυτούσια η φύση!
      Άρχισε να ψάχνει χαρακτηριστικούς ανθρώπους της υπαίθρου, για να τους αναπαραστήσει με τα χρώματά του· λαϊκούς τύπους της υπαίθρου, που μέσα στο νου του διεκδικούσαν το φωτοστέφανο της αγιοσύνης. Είχε αγανακτήσει με τους κουστουμαρισμένους πρωτευουσιάνους, που φορούσαν σχεδόν πάντα ένα σκληρό και αδιαπέραστο προσωπείο, όπου δεν διακρίνονταν καθόλου ίχνη ανθρωπιάς. Ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτό το δυσάρεστο κλοιό, απαθανατίζοντας καταστάσεις και συναισθήματα, να ζωγραφίσει τον πόνο, τον καημό, τον πόθο, το πάθος, την ελπίδα, μέσα σ’ ένα ιδανικό τοπίο ανάμικτων, φωτεινών χρωμάτων όπου γεννιούνται και πεθαίνουν αντανακλώντας την επιφάνεια του πελάγους.
      Η έμπνευση περίμενε την Ελπίδα για ν’ αναζωπυρωθεί. Το άγγιγμα της κοπέλας θα τον οδηγούσε σε ανεξερεύνητους καλλιτεχνικούς ορίζοντες. Τα έργα, που θα ολοκλήρωνε ο Πέτρος στο νησί, θα έπαιρναν τις καλύτερες κριτικές, θα γίνονταν ανάρπαστα και θα κοστολογούνταν πανάκριβα στην αγορά της τέχνης. Ονειρευόταν την πολυπόθητη στιγμή που η κοπέλα θα άφηνε τους τοίχους τους σπιτιού της και θα άπλωνε τα φτερά της για να πετάξει ελεύθερη στην αγκαλιά του. Μα έπρεπε πρώτα να βρει το κατάλληλο πρόσχημα για να ταρακουνήσει τον πληγωμένο κόσμο της. Κι όσο οι κάτοικοι του νησιού παίνευαν την ομορφιά της, τόσο τα μάτια του φωτοβολούσαν σαν αστέρια του νυχτερινού ουρανού και στο άκουσμα του ονόματός της φαίνονταν να υγραίνονται από μερικά ασυγκράτητα δάκρυα.  
      Η αλλαγή του καιρού βοήθησε απρόσμενα στην ευτυχή εξέλιξη των γεγονότων. Οι άνεμοι γυρόφερναν το νησί και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά από ποια ακριβώς πλευρά του νησιού φυσούσε. Υπήρχε μία αστάθεια στην ατμόσφαιρα και θαρρείς πως οι ορίζοντες έσταζαν αίμα. Μαύρα επιθετικά σύννεφα κινούνταν ακατάπαυστα και κάποιες στιγμές έμοιαζαν με ουράνιους γίγαντες που άπλωναν τα χέρια τους πιάνοντας τις άκρες των κυμάτων και τις τραβούσαν ψηλά. Γελούσαν διαρκώς σαρκαστικά γιατί παίδευαν τη θάλασσα και την  έκαναν ν’ αφρίσει. Οι ψαρόβαρκες στη μαρίνα είχαν πιάσει τρελό χορό, σαν πιωμένοι ναυτικοί τρίκλιζαν στο κύμα. Και τότε με τις βροντές, τις φωταψίες του ουρανού, την αβέβαιη εξέλιξη της φύσης, την απειλή της πλημμύρας, εκείνη την καταπιεστική ώρα, που ο τρόμος σαν ύπουλο ερπετό κουλουριάστηκε γύρω από την Ελπίδα και τις έσφιγγε δυνατά την ψυχή, μια ανεξήγητη εσωτερική δύναμη την έσπρωξε και άνοιξε εντελώς απρόσμενα την πόρτα του σπιτιού της, πηδώντας σαν τρισευτυχισμένο ελάφι σε δάσος. Ο φόβος της σκορπίζονταν μέσα στο παραλήλημα της βροχής, οι άσχημες ώρες της πνίγονταν μέσα στο επίμονο τραγούδι των σταλαγματιών. Τελικά έφτασε λαχανιασμένη στα βραχάκια, που έμοιαζαν κι εκείνα απροστάτευτα από τις μεγάλες γαλάζιες «γλώσσες» του Ποσειδώνα. Μερικά κύματα πήγαν να την αρπάξουν από την ακτή και να την τραβήξουν στον δικό τους σκοτεινό κόσμο, σαν Νύμφη, να τη δελεάσουν με τις ομορφιές του βυθού, αλλά η Ελπίδα ξέφευγε μ’ επιδέξιους ελιγμούς απ’ τα αρπαχτικά τους χέρια και τα κορόιδευε, γιατί το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τη δροσίσουν, να της μουσκέψουν το ολόλευκο φόρεμά της, ώστε να διαγράφονται καλύτερα οι υπέροχες καμπύλες του κορμιού της.
      Ο Πέτρος ακολούθησε τις πατημασιές της πάνω στη μουσκεμένη, χρυσαφένια άμμο. Τα πέλματά του όλο και βούλιαζαν περισσότερο, ώσπου με μια αγωνιώδη προσπάθεια την έπιασε από το φόρεμά της κι έπεσε πάνω της για να την προστατεύσει, πριν την αρπάξει κάποιο θεόρατο κύμα στην εχθρική αγκαλιά του. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια της· του φάνηκαν τρομαγμένα.
      «Μα, τι κάνεις κοπέλα μου; Θέλεις να πνιγείς σήμερα;» της είπε, εκδηλώνοντας την ανησυχία του.
      «Σας παρακαλώ, ποιος είστε κύριε; Γιατί με κυνηγάτε εδώ και τόση ώρα;» του απάντησε ενοχλημένη κι εκείνη την ώρα σίγασε απότομα η θαλασσοταραχή κι οι άνεμοι μαζεύτηκαν κουρασμένοι μέσα στις ερημικές σπηλιές του νησιού. Λες και μάγεψε η χροιά της φωνής της όλα τα στοιχεία της φύσης. Λες κι η φύση, του έκανε το χατίρι να σωπάσει ώστε ν’ ακουστούν ολοκάθαρα τα λόγια της, με την έμφυτη γλύκα που τα ξεχώριζε από τα λόγια των συνηθισμένων γυναικών του νησιού.
      «Μα με αγγίζετε πολύ σφιχτά, σας παρακαλώ…».
      Μετά απόλυτη ησυχία… Τα φιλιά είχαν αρχίσει να σημαδεύουν τ’ αλμυρισμένα χείλια. Τα δαρμένα πρόσωπα απ’ τα χαστούκια του ανέμου γλυκαίνονταν τώρα μες στο υγρό τοπίο. Ένιωθαν τη μυρωδιά της ξερής γης που ανάσαινε από τη βροχή και αντανακλούσαν την αίσθηση του έρωτα που κατέλυε κάστρα απλώνοντας το δίχτυ του σε καρδιά και ψυχή· ψαράς ανεκτίμητων θησαυρών.
      Την ίδια μέρα τα χέρια του Πέτρου πήραν φωτιά. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ· τον βασάνιζε συνεχώς η έμπνευση που ζητούσε διέξοδο στον πίνακά του. Έστησε βιαστικά το καβαλέτο στο δωμάτιό του και άρχισε να αναμιγνύει τα χρώματα στην παλέτα και να τ’ απλώνει πάνω στη λευκή επιφάνεια με απόλυτη ελευθερία. Μύριζε τη θάλασσα, τη βροχή, την ανάσα της και το λευκό ζωντάνευε, έπαιρνε μορφή σχηματίζοντας γωνίες, καμπύλες, πρόσωπα κι η φύση γύρω γιόρταζε τα παιχνίδια του έρωτα! Ήταν η κατάληξη ενός έργου που ολοκληρώθηκε σε μία μόνο νύχτα με αγνή έμπνευση, έντονα συναισθήματα και με την απόλαυση της χαράς της δημιουργίας. Του έδωσε τον εξής τίτλο: «Η Νύμφη μέσα στη θαλασσοταραχή», η οποία δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν λάτρη της ζωγραφικής.

***

      Ο Πέτρος, αφού συμμετείχε με τον πίνακά του σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής που διοργανώθηκαν στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επέστρεψε με θετικά συναισθήματα στο νησί, στις ομορφιές του οποίου γεννήθηκε το έργο του. Διατηρούσε ακόμη όλες τις παλιές προσδοκίες ν’ ανταμώσει εκείνη τη δυνατή και μοιραία ανανεωτική αγάπη. Ο καιρός ήταν ιδανικός να προσεγγίσει και πάλι τις κυματοθρεμμένες ακτές. Η ακρογιαλιά χόρευε στα μικρά κύματα· ήταν χέρια ανθρώπινου σώματος που άγγιζαν τις καμπύλες της αγαπημένης του θάλασσας. Η Ελπίδα είχε τα μαλλιά της μαζεμένα -όπως συνήθιζε πάντα-, ποτέ δεν άφηνε να ξεχύνονται πίσω από την πλάτη της οι ξανθοί χείμαρροι κι έτρεχε ανέμελα στην αμμουδιά, με τον αιώνιο εραστή της· τον ήλιο. Τα πέλματά της βούλιαζαν στην καυτή, μαλακή άμμο κι ο Πέτρος κολυμπούσε με προσοχή στα βραχάκια για να μην ταράξει την ευτυχία της. Το βλέμμα του άγγιζε τις κινήσεις της, τη χάρη της κι όλο τον πλημμύριζε η έκπληξη και ο θαυμασμός για το ατόφιο υλικό, με το οποίο είχε φτιαχτεί το σώμα της· μία υπέροχη ζωγραφιά από το χέρι του Θεού.
      Το νησί της, ξεκομμένο στο πέλαγος, ήταν ένα φάντασμα που τριγυρνούσε να βρει τους εξαφανισμένους κατοίκους του στα ξένα. Άπλωνε τα χέρια του απελπισμένα, μα αντάμωνε μόνο αλμύρα, βράχια και θάλασσα. Της εκκλησιάς οι εικόνες έρημες, μοναχές, χωρίς φιλί ανθρώπου να της αγγίξει, χωρίς προσευχή πιστού να της πλησιάσει κι ο τρούλος ξασπρισμένος, στοιχειωμένος, όπου τα χελιδόνια έχτιζαν τις φωλιές τους. Πότε-πότε ένα καράβι έριχνε τις άγκυρες και οι ερωτευμένοι ταξιδιώτες πήγαιναν σε κάποιο απόμερο όρμο, να κολυμπήσουν στα ολοκάθαρα νερά και να γευτούν τον έρωτά τους. Άλλα καράβια έγνεφαν με τις σηκωμένες στον ιστό τους γαλανόλευκες σημαίες και σαν να ηχούσε, μέσα στο σφύριγμά τους, η λύπη και τα πικραμένα λόγια τους, γεμάτα παράπονο: «Αχ, κάποτε υπήρχε κι εδώ Ελλάδα!».
      Όλοι είχαν φύγει από το νησί, όλοι εκτός από την Ελπίδα, που συνήθιζε ν’ απλώνει κάθε πρωί τη μπουγάδα της στο μπαλκόνι του σπιτιού και να κοιτάζει τη θάλασσα που ψιθύριζε σαν γριά μοιρολογίστρα, με την κατάμαυρη μαντίλα. Ένιωθε πως η ψυχή της και το σώμα της είχαν δοθεί στους ανέμους κι άκουγε τα ψάρια να χοροπηδούν στα διαυγή νερά και τα γλαροπούλια ν’ ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους πάνω στα βράχια. Θαύμαζε τα χρώματα της Ανατολής, τα χρώματα της Δύσης. Το στερέωμα ήταν δικό της, της ανήκε ολοκληρωτικά και δεν μπορούσε στο απειροελάχιστο να νιώσει μοναξιά κάτω από έναν ουρανό αλήτη, που έφευγε αδιάκοπα προς τις κορυφογραμμές, ξεγελώντας τη θάλασσα, ρίχνοντάς της πονηρές ματιές, να την αποπλανήσει στους μοναχικούς όρμους, για να ξεσπάσει στο αφρισμένο κλάμα της.
      Τον Πέτρο, τον εκνεύριζε η υπομονή και η επιμονή της Ελπίδας: «Θα μείνω εδώ –έλεγε- σαν δέντρο αιωνόβιο, ν’ απλώνω τις ρίζες μου στο χώμα, γενιές και γενιές ν’ απολαμβάνουν τον ίσκιο μου, κάτι ν’ αφήσω κι εγώ, ένα πάτημα στο αβέβαιο μέλλον. Κάπου ν’ ακουμπήσει ο έρημος γιαλός, το βουνό να σκύψει στα κύματα, να πιει αλμυρό νερό και να αισθανθεί τον χτύπο της θάλασσας, κλείνοντας τα μάτια του μπροστά στις «ατέλειωτες σειρήνες»».
      Είχε τ’ αυτιά της κλειστά στα καλέσματα μιας άλλης, διαφορετικής, καλύτερης ζωής. Δεν την ενθουσίαζαν τα υλικά αγαθά κι είπε να ζήσει τόσο απλά σαν τους προγόνους της. Σήκωνε τα χέρια της ψηλά ν’ ανασάνει και λες πως ό,τι έμπαινε στα πνευμόνια της, ήταν όλη η Ελλάδα απ’ άκρη σε άκρη. Κι ας στέκονταν εκείνη μαζεμένη σ’ ένα χαρτόκουτο, σαν τον ζητιάνο της Ευρώπης τις κρύες νύχτες του χειμώνα, κι ας ρήμαζαν τα σπίτια ακόμα από το φευγιό των νοικοκυραίων, που είχαν πάει σε άλλους ξένους τόπους να «φτιάξουν τη ζωή τους και τη μοίρα τους». Οι όμορφες αυλές· πολύχρωμες, εντυπωσιακές, με τις έντονες μυρωδιές να πλημμυρίζουν τα ρουθούνια των κατοίκων, έγιναν οι μαύροι τάφοι ενός ένδοξου παρελθόντος.
      Η Ελπίδα έμεινε για πάντα στο νησί ακλόνητη, πιστή στην απόφασή της, παρ’ όλες τις αγάπες που είχε ζήσει, παρ’ όλες τις ψυχές που συντάρασσε κάθε φορά που ξεμυτούσε απ’ τον γυάλινο, προστατευτικό κόσμο της. Πολλοί της υποσχέθηκαν να την πάρουν μαζί τους, μα εκείνη κρατούσε τα μάτια κλειστά στους πειρασμούς και την καρδιά αφιερωμένη στο νησί. Τα πέλματά της μάτωναν στα κακοτράχαλα, απεριποίητα μονοπάτια. Δεμένη στη γη της, με το γλυκό πρόσωπο, τους χυτούς ώμους, τον θελκτικό λαιμό, την αλμυρισμένη πλάτη και τους ηλιοκαμένους μηρούς της!
      Όσοι εγκατέλειψαν το νησί, μήπως και έκαναν προκοπή αλλού; Ελλάδα ήταν εδώ, μα για τους γεωγραφικούς χάρτες χάθηκε και έσβησε. Κατάντησε ένα έρημο νησί, ένας βράχος φυτρωμένος στο πουθενά. Η Ελλάδα όμως ζει μέσα στις καρδιές και τις ψυχές και όσοι φύγανε μακριά της, τους γυροφέρνει τα μυαλά, τους τσουρουφλίζει τη σκέψη και τρελαίνονται για το βράχο που αφήσανε κάποτε στην άκρη του Αιγαίου Πελάγους. Θέλουν να επιστρέψουν αλλά δεν μπορούν, γιατί η ζωή τους, κι αυτή μετανάστρια σε άλλη χώρα, είχε κλωτσήσει τα όνειρα τους από καιρό.
      Τι κι αν έκανε ο Πέτρος οικογένεια; Τόσα χρόνια κοιμότανε βαθιά στο υποσυνείδητο του ο έρωτάς για την Ελπίδα, ώσπου ξύπνησε ξαφνικά. Τον έκανε να καταλάβει τι σημαίνει ευτυχία και πόσο παρεξηγημένη είναι η πραγματική αξία της σήμερα. Έψαξε όλο το νησί ν’ ανταμώσει την Ελπίδα των νεανικών του χρόνων κι εκείνη τον είδε και τον αγκάλιασε. Δάκρυσαν τα μάτια της, ύστερα του χαμογέλασε παρ’ όλες τις ρυτίδες της -παιδούλα φαίνονταν πάλι, μικρή- γιατί τώρα πια δεν ήταν ο μόνος κάτοικος του νησιού, γιατί η ελπίδα δεν έσβησε ακόμα από τις ψυχές, δυνάμωσε στην ξενιτιά και έγινε η σωτήρια σανίδα του ναυαγού στο απέραντο χάος του κόσμου.
      Θα έρθει λοιπόν η ώρα που η Ελλάδα θα ζήσει, θ’ ανθίσει ξανά στα χώματά της και θα γελάσει στα παιδιά της που τα πλήγωσε κάποτε βαθιά.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

2 σχόλια: