Κάτω απ’ την ερημιά της
πεμπτουσίας του ουρανού
η Γη αναταράσσεται από σεισμό
κι η θάλασσα αφρίζει.
Λόγια του αγέρα ψάχνει για να βρει.
Η δύση ξελογιάστηκε.
Ξυπνάει στην ανατολή.
Κι ενώ δαμάζει την οργή το μοιρολόι αρχίζει.
Εγώ και το κατάρτι να χαρακώνει
οργιές στα κύματα.
Εγώ κι η πλώρη να χαράζει πορεία σταθερή
για το κυνήγι του ονείρου.
Παλαμάρια οι αφροί στο ρεμπελιό των γλάρων.
Εγώ κι η θάλασσα με της αγάπης το πανί
στο πιο ψηλό κατάρτι.
Των δελφινιών το τραύλισμα αγγίζει
το άχνισμα του πελάγους,
ψηλαφίζοντας τη διψασμένη αλμύρα.
Αισθησιακός λογισμός σε μπροκάρ περιτύλιγμα
μιας ευφάνταστης λεξιτεχνίας εκρήγνυται
σε μια καθησύχαστη αμμουδιά εραστών.
Ντρέπονται περίοπτοι οι κίονες,
αφού το ύψος τους δεν δύνανται να πνίξουν.
Πώς να στερέψει η θάλασσα όταν το μυστικό
κρατούν στον κόρφο τους γερά
και δεν μπορούν με τις παλάμες να το κρύψουν;
Εγώ και η ποίηση
με τους θαλασσινούς ανέμους
και τ’ αλμυρό γλυφό νερό.
Vicky Kostenas Lagdos
Poetessa
17. August 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου