Ποιος με ανεκπλήρωτους πόθους το νου φόρτισε;
Ποιος της ζωής το υφάδι ενίσχυσε με στημόνι αντοχής;
Ποιος στο ασημοθώρητο μεσονύχτι
σε συνωστισμό με τα αστέρια έψαχνε αίολα φεγγάρια;
Ταξίδια γύρευε η θύμηση κι όλο γυρνούσε πίσω
εκεί όπου η κηρήθρα ιδιοποιεί της μέλισσας τη γλύκα.
Φορώντας παπούτσια σχολιανά
κι έναν ντορβά στην πλάτη.
Κομίζοντας κόβαλα, που της αρέσει να κατεργάζεται η ζωή.
Κι έβρεξε η μέρα με λυγμό το κλάμα της ζωής της.
Κύματα δεν ξεσήκωσε του ζέφυρου η ματιά.
Κι ούτε οι αχτίδες της αυγής χυθήκανε στους λόγγους
στα όργανα της μέρας να ενώσουν τα βιολιά.
Ξεχασμένη υπόθεση και η τράτα του ψαρά,
που σε νυχτέρι όργωνε, ψαρεύοντας κούφια χαρά.
Και σαν ο αγέρας εφορμά και στο λιμάνι μπάζει
οι Νεράιδες στήνουν παγανιά.
Φέρουν στεφάνια στα μαλλιά
και προσκαλούν όποιον θεό το τίμημα ανακράζει.
Το γιασεμί ανθοβόλησε μες του χειμώνα στην αυλή.
Πριμοδοτεί ο καιρός τα σκέρτσα, που λαχταρά η ψυχή.
Αδιάψευστο επιφώνημα το ρω του έρωτα,
που βρήκε απάγκιο απόκρυφο στον ήλιο να εκτεθεί.
Χρυσοκέλευστη Aurora, να δοξάζεις την αδέσποτη φυγή!
Πως μπορείς να θρέφεις το πετρόσπαρτο μονοπάτι
με έγνοιες, που σε θυμιατίζει ανηλεώς ο κόσμος όλος;
Με ένα μειδίαμα ο ουρανός γητεύει τα παιδιά του.
Ξέρει πως είναι στο χέρι του να αλλάξει ο καιρός.
Άφωνη η αυγή κάνει στη μέρα προσευχή
στα νύχια αφήνοντας το σκότος σιωπηλά να αυτοκτονεί.
Ξαναγυρίζουν οι μέρες, που τις δόθηκε ελεύθερο,
όταν στο θεϊκό συμπόσιο τους τα είπανε σταράτα.
Κι άλλες θα ’ρθουν, όταν κατακαθίσει η σκόνη
κι ο αγέρας θα πάψει να φυσά, θρηνώντας τα παιδιά του.
Κι εμείς με θούριους στα αιώνια κάστρα της ψυχής
να περιφρουρούμε αμπάρες από εσώκλειστες θύμησες.
Όσες οι ξέφυλλοι καιροί κατέθεσαν
στα πυργόσχημα κουβούκλια για να τις εγκλωβίσουν.
Vicky Kostenas Lagdos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου