Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Κριτική παρουσίαση των δύο ποιητικών συλλογών της Μαρίας Γ. Τζανάκου: «Συμπαντικές Καταδύσεις» και «Πεποιθησιογόνα».

1) «Συμπαντικές Καταδύσεις», ποιήματα, Αθήνα 2005, αυτοέκδοση.


   Η ποιήτρια Μαρία Γ. Τζανάκου προχώρησε στην έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της σε ηλικία μόλις δεκαεννιά ετών. Το πρωτόλειο αυτό δείγμα της γραφής της, φαίνεται ότι αποδίδει μεστούς καρπούς, αφού αξιοποιώντας κατά τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του υπερρεαλισμού, την πίστη στο όνειρο και στην απελευθέρωση των λέξεων από κάθε λογικό και συμβατικό κανόνα, δημιουργεί ένα δικό της ανατρεπτικό ποιητικό σύμπαν.
   Όμως δεν μένει στην  επιφάνεια, μονάχα στη λαμπερή λέξη κι εικόνα, αλλά ο στίχος της σαν ηλιακή ακτίνα στη θάλασσα αντανακλά ένα ισχυρό ψυχικό φορτίο που ελκύει και προδιαθέτει τον προσεχτικό αναγνώστη, οδηγώντας τον στο βυθό των ανομολόγητων σκέψεων κι εκφράσεων του ποιητικού κόσμου της.
   Η συλλογή περιλαμβάνει 35 εκτενή ποιήματα όπου η αυτόματη γραφή εκτινάσσει τη φαντασία σε καινούργιους ορίζοντες και η έμπνευση παλεύει συνεχώς με «θηρία»· όσα γεννάει η δημιουργική διάθεση της ποιήτριας, για ν’ ακουστούν δυνατά οι σπαραγμοί των συναισθημάτων στη χαριτωμένη χώρα των ονείρων και των περιπετειών του νου.
   Στο πρώτο ποίημά της με τίτλο: «Τα ηφαίστεια του παραδείσου» προϊδεάζει τους αναγνώστες της για ό,τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει:

«Η προσεδάφιση στα κολασμένα χώματα της απεξάρτησης
ήταν το κίνητρο για την ανακαίνιση
της γαλήνιας ταραχής των Άστρων».

   Υπάρχει παντού ο ποιητικός γρίφος ο οποίος μπορεί να λυθεί μ’ ένα εντελώς διαφορετικό βλέμμα, με μία άλλη οπτική γωνία, γυμνή από τις ωραιοποιήσεις του λυρισμού.

«Κι ίσως κάποτε έρθει ο καιρός που η συνείδηση
θα φονεύσει τη μύχια ενοχή».

   Η συνείδηση λοιπόν δραστηριοποιείται για ν’ αποκαλύψει έναν κρυφό κόσμο, επιτυγχάνοντας μαγικά παιχνίδια του νου, της έμπνευσης καθώς και γενικές παραδοχές:

«Τα όρια της φαντασίας και της λογικής
είναι τόσο ασαφή».

   Περιγράφει έναν αδέσποτο σκύλο ως εξής:

«Χρόνια και χρόνια, βράδια και βράδια,
Σάββατα και Σάββατα
καλωσορίζει τους μαρμαρωμένους επισκέπτες.
Εκείνους που λαβώθηκαν από την κοφτερή
παγωνιά της Στοργής.
Εκείνους που αιμορραγούσαν από τα μαχαιρώματα
που δέχτηκαν από τις Λάμιες της σιδερένιας Ευημερίας.
Και τελικά εκείνους που νόμισαν πως υπάρχουν σφαιρίδια
της Γέννησης, αγνοώντας πως πίσω από τη λάμψη τους
καραδοκεί ένα Σάβανο».

   Μέσω του σκοτεινού στίχου η ποιήτρια φανερώνει την αποστροφή της για τους ανθρώπους που αδιαφορούν για τα μεγάλα θέματα της ζωής και συνεχίζουν τον δρόμο τους υπνωτισμένοι, χωρίς τις απαραίτητες εξάρσεις του πνεύματος.
   Στο ποίημα με τίτλο: «Φαντασία προς πραγματικότητα χιλιόμετρα μακριά» η ανατροπή του φυσικού κόσμου είναι δεδομένη:

«Ζαλισμένα τα δέντρα θα ψάχνουν για μάντρα
να στηριχτούνε.
«Μα πώς γίναμε έτσι για χάρη των κοραλλιών
και των ομοίων τους;».
(Θα σχολιάσουν αγριεμένα οι βερικοκιές).
«Η θάλασσα εκδικείται!».
(Σχολιάζουν παγερά οι βερικοκιές).
Πόνεσε όμως και κείνη.
Και τα κοράλλια βέβαια ήθελαν λίγο φως.
Κανείς δεν φταίει…».
(Ψιθυρίζουν διστακτικά οι ντροπαλές αμυγδαλιές).
Οι Ελιές δεν μιλάνε.
Δεν σχολιάζουν.
Δεν κατηγορούν.
Δεν κλαίνε.
Μονάχα αποβάλλουν μανιασμένα τους μεστωμένους
καρπούς τους».

   Στο ποίημα: «Ίλιγγος» έκδηλη είναι η πίκρα, η διάψευση και η απογοήτευση:

«Ρημαγμένοι στόχοι, ισοπεδωμένα οράματα,
κατακερματισμένες φιλοσοφίες
Αγάπη που έδωσες, ανθρωπιά που ποτέ δεν αρνήθηκες
και που ποτέ δεν έλαβες.
Καράβια κείτονται σάπια στο βυθό
Νεκρός ουρανός
Εφιάλτες σέρνουν τον χορό του μέλλοντος
Εξαφανισμένη ελπίδα
Κι όμως ίσως να πιστεύεις ακόμη πως υπάρχει
Να και κάτι παρήγορο…».

   Στο ποίημα: «Οι ελεγείες των θαμμένων νυφικών ( Όπως τις αφηγούνται τα πνεύματα των αγγέλων) γράφει:

«Τα μοναχικά ροδοπέταλα της ευαισθησίας,
λένε πως αρκούνται στην αναζήτηση μιας και μόνο
ονειροπόλησης.
Θαυμάσια η ικανότητα της παρατήρησης.
Του βλέμματος και της φαντασίας.
Των συνειρμών και της ελπίδας».

   Στο ποίημα με τίτλο: «Όταν ασκήθηκε βέτο στην ονειροπόληση (Ένα απόγευμα στο θέατρο του ατέλειωτου μονολόγου / Το παράπονο της Ορχιδέας), η ποιήτρια φανερώνει την πηγή όλων αυτών των όμορφων εικόνων που δίνει με τους στίχους της:

«Ψυχισμός δίχως όρια
Δίχως λογική
Ψυχισμός ανεξερεύνητος, μαγευτικός κι ονειροπόλος
Κι όμως το ένα μέλος της εξίσωσης υπολείπεται
Καλύτερα έτσι
Δεν τους πρέπει η παρανοϊκή εξίσωση
με τα σαρκοβόρα μέλη
ν’ αλληλοσπαράζονται…».

   Στο ποίημα με τίτλο: «Η Άγνοια» γράφει με μία παιχνιδιάρικη διάθεση:

«Βλέπεις, η Ύπαρξη κι ο Χρόνος δεμένοι πισθάγκωνα
στα ελατήρια της Μοίρας, «γυμνάζονται» παίζοντας
το αιώνιο κρυφτούλι
Το κρυφτούλι που κάνει τις καρδιές να κροταλίζουν
από φόβο και θλίψη
Το κρυφτούλι  που αιώνια τιμωρεί,
κλειδώνοντάς μας στην Αίθουσα της Άγνοιας
Εκεί που μονάχα μια απορία ηλεκτρίζει το μυαλό:
ΓΙΑΤΙ;».

   Στο ποίημα: «Ελεύθερος» προτρέπει τους «κοιμισμένους» να ξεφύγουν από τον καταστροφικό λήθαργό τους:

«Σύννεφο η σκόνη πνίγει τις αλυσοδεμένες ψυχές
Σκόνη θανάτου απλώνεται στο χαλί
μιας ξεπερασμένης ιδεολογίας
Σκόνη μιας λογικής για καιρό αφυδατωμένης, που μαράζωσε
Λογική θυσιασμένη στο βωμό της παράνοιας
Η ιέρεια δεν κρατούσε μαχαίρι
Όχι
Όχι
Κρατούσε ένα εξαίσιο άρωμα λεβάντας
Λεβάντα ανακατεμένη με αιθέρα
Λεβάντα που υπνώτισε ολόγλυκα την πλάση
Πληγές
Πληγές
Παντού πληγές».

   Σε όλη την ανθρωπότητα σήμερα κυριαρχεί η σκόνη του παλιού, ενώ καινούργιες πληγές ανοίγουν και βαθαίνουν, μολύνοντας συνεχώς τον πληθυσμό λόγω ενός τρόπου ζωής ξεπεσμένου, που δεν αξίζει να βιώνουν σημαντικές προσωπικότητες αφού επαναπαύονται στην «ιέρεια», στην ιέρεια κάθε εποχής που οδηγεί τον κόσμο στο χάος. Αυτό το καμπανάκι χτυπάει η ποιήτρια, που θαμπωμένη και αγανακτισμένη απ’ το κακό όνειρο που βλέπει, προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο να ξεπλέξει τα πλοκάμια που έχει απλώσει γύρω απ’ το μυαλό και τη ζωή του η παράνοια της σύγχρονης εποχής. Αυτό –πιστεύω- είναι αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα και χρέος κάθε ποιητή.


2) «Πεποιθησιογόνα», Υπερρεαλιστικός Ποιητικός Στοχασμός, Εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2012 

 
   Αν δεχτούμε την άποψη πως η ποίηση είναι η τέχνη να προκαλείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων, όπως έγραψε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τότε πρέπει να ανασυνθέσουμε το παζλ των εικόνων που εκείνες δημιουργούν και ακόμη πιο πέρα να προχωρήσουμε στο σχηματισμό μιας κεντρικής βαθύτατης ιδέας. Αν η λέξη είναι το λειτουργικό μέσο για να σχηματιστεί η εντύπωση και ν’ αποτυπωθεί έντονα μια εικόνα, σκεφτείτε με ποια θαυμάσια υλικά προσπορίζει το όνειρο και το υποσυνείδητο κάθε ποιητικό υπόβαθρο, απελευθερώνοντας τη σκέψη απ’ τα δεσμά ενός καταπιεστικού πεπρωμένου, αυτής της «μέσης οδού» της έκφρασης. Αυτό που έγραψα πριν δεν αποτελεί μία θερμή υπεράσπιση του υπερρεαλισμού, αλλά συνειδητοποίηση της γνώσης ότι ο κάθε δημιουργός πρέπει να περπατήσει τον μοναχικό του δρόμο, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά την ευθύνη όλης της διαδρομής του.
   Έτσι η ποίηση επανακαλύπτεται συνεχώς με καινούργιες προσπάθειες που άλλοτε οδηγούν σε περίσκεψη, άλλοτε στη  νάρκη της σκέψης και στο μεθυστικό κυνήγι των εικόνων και της γλώσσας.
   Κάπου εκεί ενδιάμεσα κινείται η νεαρή ποιήτρια Μαρία Γ. Τζανάκου, που ξαναπιάνοντας στα χέρια της ένα ξεφτισμένο παλιόρουχο –όπως πολλοί σήμερα πιστεύουν για τον υπερρεαλισμό- τον φρεσκάρει, δίνοντάς τους νέες προοπτικές κι ελπίδες ώστε να καταφέρει να φανερώσει την ταραχή του φιλόδοξου δημιουργού που αγωνιά για τα μέσα έκφρασής του.
   Οι πειραματισμοί της ποιήτριας ανοίγουν ένα καινούργιο τοπίο στην ποίηση και προϋποθέτουν προσεγγίσεις του έργου της από τους σκεπτόμενους αναγνώστες, εκείνους που δεν επιθυμούν ν’ αποκοιμηθούν πάνω σε αραχνοΰφαντους στίχους και στο ασφαλή μαξιλάρι του λυρισμού, αλλά φλέγονται από τον πόθο να ταρακουνήσουν τις υπάρξεις τους με αλήθειες που μόλις ξεχωρίζουν από τα σπλάγχνα των κειμένων (των ποιητικών στοχασμών), εκεί που η φωνή της ποιήτριας δυναμώνει χαρακτηριστικά, για να παρασύρει στο ταξίδι της και άλλους πιστούς συντρόφους της.
   Η συλλογή αυτή χωρίζεται σε εννιά ενότητες, όπου η κάθε μία από αυτές προσφέρει σημαντικά στην «υπόγεια» λειτουργία των κειμένων. Αποτελούν και κάποιες μικρές παύσεις στη μεγάλη διαδρομή της· 151 σελίδες με εκτενή και μακροσκελή ποιήματα.
   Κύριος στόχος της Μαρίας Γ. Τζανάκου είναι να δώσει έμφαση στη ματαιότητα των πεποιθήσεων μέσα από την καταστροφή της σχηματιζόμενης απάτης και ψευδαίσθησης που εκείνες δημιουργούν. Οι επικίνδυνες σταθερές καταδικάζουν κάθε άνθρωπο σε μια εθελούσια «τυφλότητα» και σ’ ένα περιορισμένο χώρο δραστηριότητας και σκέψης. Αυτή η αμφισβήτηση που φωλιάζει στη σκέψη της ποιήτριας, ως κύριο συστατικό της επανάστασης, σείει τα θεμέλια ενός κόσμου που παραδίνεται λίγο-λίγο και σβήνει.
   Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν όσοι ασχολούνταν με τον σουρεαλισμό είναι πώς θα μπορούσαν να συνταιριάξουν τη λάμψη του στίχου που βγαίνει ανόθευτη απ’ το χώρο των ονείρων με μία εσωτερική φλόγα, ικανή να καίει και να ωθεί σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και βαθυστόχαστα νοήματα. Με άλλα λόγια, λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τη ρηχότητα του υπερρεαλιστικού στίχου και να του προσδώσουν μεγάλες δυνατότητες.
   Η Μαρία Γ. Τζανάκου φαίνεται πως φέρνει ένα όψιμο φως, και μία χαμογελαστή ελπίδα, προσπαθώντας να φέρει πάλι στη μόδα ένα «φθαρμένο ρούχο» του παρελθόντος και να του δώσει την αίγλη που του αξίζει.
   Ξεκινώντας λοιπόν αυτό το ώριμο ταξίδι της, γράφει στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Προ-εναρκτήριο Λάκτισμα):

«Η Απειθαρχία
της Απελπισίας
καλείται Αδυναμία.
Η Αδυναμία
επιζητά την Ωριμότητα.
Η Ωριμότητα όμως,
τίποτα άλλο δεν είναι
πέρα από απροσδόκητα αμέτρητες
Αδυναμίες μαζί».

   Στο δεύτερο μέρος (Εναρκτήριο Λάκτισμα) σχηματίζει μια ακροστιχίδα:

«Ερμητικά
Ριγμένοι
Ως
Την
Αιώνια
Συντριβή».

   Και πιο κάτω δίνει έναν θαυμάσιο ορισμό για την ποίηση:

«Φίμωτρο εκκεντρικό είναι κι
η Ποίηση.
Μαινάδα, ανάδοχος Στοργής.
Αν την παραμερίσεις,
Δάκτυλα Πελώρια απλώνει
και σε πνίγει.
Κι άμα την σφίξεις με πάθος μες
στα χέρια,
θα πονέσεις…».

   Στο τρίτο μέρος του βιβλίου (Αποδημητικός Λόγος), γράφει για την «Αποδόμηση του Ρεαλισμού»:

«Κανείς δεν στρίβει
Έστω κι αν πρέπει
Έστω κι αν είναι πλέον ορατό
Πως η ευθεία αυτή τελειώνει
Πως  Πρέπει Κάτι να γίνει επιτέλους
«ΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΡΟΦΗ»
Φωνάζω».

   Και δικαίως φωνάζει, αφού οι μεγαλύτερες πληγές που ανοίχτηκαν στην ανθρωπότητα προέρχονται από έναν κακώς εννοούμενο ρεαλισμό.

   Στο ποίημα με τίτλο: «Η Αποδόμηση της Αθωότητας» γράφει:

«Μεγαλώνοντας μαθαίνεις να αγνοείς.
Αγνοώντας εθίζεσαι στην χαύνωση.
Εθισμένος επιδιώκεις κι άλλο οργανωμένο σπαραγμό.
Κι όλα αυτά για να στοιβάζονται
Ωδίνες κάποιων άλλων τρίτων,
που εθίστηκαν σε σπαραγμό
μιας Άλλης Αθωότητας…».

   Στην «Αποδόμηση του Χρέους» συνεχίζει:

«Να πονάς
χαρτογραφώντας
μια πορεία Ευτυχίας
που δεν μπορείς
να χειριστείς.
Να χαραμίζεις
το εφικτό
για το αβέβαιο
κάποιας Τελειότητας
αφανώς πονώντας
γνωρίζοντας πως δεν υφίσταται πόνος».

   Στην «Αποδόμηση της Επιβίωσης» σημειώνει πολύ φιλοσοφημένα και με ψυχογραφικό τρόπο:

«Κάτω απ’ το άχθος της προσπάθειας,
γίναμε παγίδες του εαυτού μας.
Κάτω απ’ το άχθος του Εαυτού μας,
αποδεσμεύσαμε το χάος και τη δίνη
των λυγμών που απλώς υφίστανται
αναίτιοι να κυλάνε
να θολωθεί απέραντα ο Οίκτος,
να αμαυρωθεί η προσπάθεια η ίδια,
εκ των έσω,
μα κυριότερα να αμυνθεί ο Εαυτός
τάχα πως έχει μια ακόμη πανίσχυρη παγίδα
να νικήσει...».

   Η απουσία της στίξης έχει να κάνει με την άποψη πως ένα ποίημα πρέπει να διαβάζεται με μια ανάσα, σαν σ’ ένα μονόλογο με φρενήρη ρυθμό, αλλά και με την εναλλακτική προοπτική να σταματά ο αναγνώστης, όπου κρίνει αυτός αναγκαίο, να γίνει η παύση. Η τεχνική αυτή βοηθάει την εξέλιξη του «ενδοσκοπικού υπερρεαλισμού» τον οποίο πρεσβεύει η ποιήτρια Μαρία Γ. Τζανάκου, και εντείνει την καταστροφή των εννοιών που πραγματεύεται εκείνη, προχωρώντας στην αναδημιουργία τους.
   Στο τέταρτο μέρος (Ρήτρες Εφικτού) γράφει στην «Ταυτότητα του Πόνου»:

«Καθώς προσκυνούσες ένα χώμα Άγνωστο
Σκαρφιζόσουν τρόπους να πιστέψεις σε κάποιο Παρελθόν.
Αλλά το χώμα περιγελούσε αυτό σου το ατόπημα.
Γιατί κάθε φορά που προσκυνούσες,
ξεχύνονταν ανίερα τα σάλια και ο ιδρώτας
άλλων όχι ο δικός σου
καθώς πίστευες…
καθώς σου είπαν να πιστεύεις…».

   Και στη «Γενέσεως δια… λογικόν»:

«Και ο Θνητός;
Μπορεί να ειπωθεί για το Θνητό;
Τίποτα απολύτως…
Πέρα από σάρκα υποτροπής κι αυτεπίγνωσης
Βλέμμα κορμί και αυτεπίγνωση.
Αυτεπίγνωση…
Και κάπως έτσι αφουγκραστήκαμε στα χέρια μας
Το Υπέρτατο Στοιχειό των Παλαμών
και το Θνητό που αναζητούσαμε
με την εξής δαιμόνια μορφή:
ΘΝΗΤΟΣ».

   Κύριο χαρακτηριστικό της γραφής της ποιήτριας είναι ότι επεξεργάζεται έννοιες, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη αξία για την ύπαρξη του ανθρώπου και απασχολούν μεγάλο μέρος της σκέψης και της ενέργειάς τους, όπως  η πάλη, η επιβίωση, η υποταγή, η επίγνωση· λέξεις που κατασκευάζουν διάφορα ερείσματα για την αρχή ενός φιλοσοφικού διαλόγου και αυτό γίνεται με τον πιο μοντέρνο τρόπου που μπορεί να γίνει (Αποδόμηση).
   Στα «Διαπιστευτήρια Αυταπάτης» αποδεικνύει με τους στίχους της όσα έγραψα προηγουμένως:

«Λέξεις
πιο πάνω
από αγωνίας είδωλα
αντανακλάσεις και Καθρέφτες
Μονότονους, απάνθρωπους, στυγνούς
και μετρημένους
Λέξεις,
σαν ανεξίτηλο
περίγραμμα
μιας υπότονα σαθρής και τεριμμένης
αυταπάτης
Της Πεποίθησης, Της Πλάνης και του Είναι».

   Η ποιήτρια επιδίδεται σ’ έναν αγώνα για το ξεγύμνωμα του ψέματος και ταυτόχρονα για την ανακάλυψη της αλήθειας.
   Στα «Ενηλικιώσεως Επίτομα» (Εκπνοές Εφικτού) γράφει:

«Καμιά παράφορη φορά,
η συντριβή δεν θέλει
τίποτα άλλο
πέρα από την ατέλειωτη σιωπή
δεν θέλει καν να ονειρεύεται
ούτε να νιώθει την κινούμενη άμμο
που όλο προσφέρει
κάποιο βύθισμα
στο χάος και στην ασφάλεια
του αδυνάτου
καμιά παράφορη στυγνή φορά
κι η λύτρωση ακόμα,
φαντάζεται τάχα ότι γίνεται αγχόνη
ότι κατασπαράζει
κάποιο ανήσυχο κομμάτι
της μονότονης ζωής της
και τελικά
δεν βρίσκει ποτέ μα ποτέ
το σημείο στήριξής της
ούτε καν τη λέξη
"συγκεφαλαιωτικά"
κι
"επίτομα"».

   Και πιο κάτω παρατηρεί ψυχογραφικά παλεύοντας με τις αντιθέσεις ενός πολυκύμαντου νου:

«Ύστερα πάλι έρχονται ώρες
που τρομάζω (σ)την αντανάκλαση
του ίδιου μου του πόνου
και προτιμώ να μένω εδώ
μονίμως απόμακρη
απόκοσμη μέσα στο πλήθος
σαν κάποιας λήθης άγρια βοή,
πληγωμένη προσδοκία.
Και δεν έμαθα ποτέ τι είναι πιο οδυνηρό;
Να ξέρεις;
Να μαθαίνεις;
Να υπακούς;
Να προσποιείσαι;».

   Στο πέμπτο μέρος του βιβλίου (Περί Ποιήσεως), επιλέγω από τους σημαντικούς ορισμούς που δίνει η ποιήτρια, τον εξής:


«Ποίηση είναι να αγνοείς κάθε πυρήνα αδιεξόδου
απλά και μόνο γιατί δεν υφίσταται αντίδοτο».

   Η ποίηση της Μαρίας Γ. Τζανάκου δημιουργεί ένα φαντασιακό πλέγμα που τυλίγει τη λογική, τους συνειρμούς, τα συναισθήματα, τις λέξεις και τους ορισμούς που μεταλλάσσονται συνεχώς πάνω στο δημιουργικό κάτοπτρο της σκέψης της. Η ίδια με την πολύπλευρη γραφή της φτερουγίζει σε ασυνήθιστα ποιητικά ταξίδια, προσφέροντας τελικά αντίδοτο σε κάθε αδιέξοδο, προσωπικό ή συλλογικό.
   Της εύχομαι να δώσει και άλλες παρόμοιες σε ποιότητα δημιουργίες.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου