Ήτανε εντελώς ανυποψίαστη, καθώς βάδιζε στον δρόμο με τη νεανική της απερισκεψία. Ανέμελη κι ευτυχισμένη, περπατούσε με ανάλαφρο βήμα για το καθημερινό μάθημά της. Ήταν μεγάλη η χαρά της να πιάσει τις βελόνες, τα υφάσματα, τα πατρόν, τις κλωστές και μπροστά στη ραπτομηχανή να ονειρεύεται.
Κάθε πάτημα του ποδιού κι ένα γαζί, κάθε λεπτή κλωστή, πέρασμα της τέχνης της σ’ ένα φόρεμα, που περιποιημένο, κομψό και γουστόζικο έβγαινε απ’ τα χεράκια της. Ύστερα θα δοκιμαζόταν στο σώμα της, αφού προηγουμένως θα είχε τελειοποιηθεί.
Εκπαιδευόμενη ράφτρα αλλά και μοντέλο η όμορφη κοπέλα, που ονομαζόταν Χαρίκλεια, ήταν αρκετά λεπτεπίλεπτη, καθόλου καμπυλωτή, σχεδόν άσαρκη. Κι αν κάποια βελονιά ξέφευγε απ’ τη μοδίστρα, την Ηρώ, και τσιμπούσε για λίγο την απαλή της σάρκα, τιναζόταν προς στιγμή η κοπέλα αναστενάζοντας:
«Αμάν, βρε κυρία Ηρώ! Πάλι με καρφιτσώσατε!».
Την κυρά Ηρώ την έπιαναν τα γέλια και τής απαντούσε πειραχτικά αλλά με καλοσύνη:
«Ποιος σου είπε, βρε κορίτσι μου, να είσαι τόσο αδύνατη; Βάλε μερικά κιλά πάνω σου να σε θαυμάζουν οι νεαροί! Μου φαίνεται πως εσύ είσαι η εξαίρεση των γυναικών της Σμύρνης!».
Κατά τη διάρκεια εκείνων των γυναικείων συγκεντρώσεων στο σπίτι της Ηρώς, όπου η εκμάθηση της ραπτικής συνδυαζόταν με τον πρωινό καφέ, τα κορίτσια ήταν πιο χαλαρά και φλυαρούσαν αρκετή ώρα. Κάποιες δυσάρεστες κουβέντες τούς έβαζαν σε σκέψεις, τη Χαρίκλεια ειδικά, όταν είχαν νέα πως ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε. Μα ποιος στ’ αλήθεια πίστευε αυτές τις ανακριβείς και κακόβουλες πληροφορίες μέσα στο γενικότερο κλίμα αισιοδοξίας που επικρατούσε; Κι όταν μια τέτοια συζήτηση ξεκινούσε, μετά από λίγο σταματούσε, γιατί τα άλλα κορίτσια αισθάνονταν τον καημό της Χαρίκλειας που τη βούλιαζε σε παγερή σιωπή. Ήταν σαν πέτρες που έπεφταν πάνω σ’ ένα τζάμι και το έσπαγαν· αυτό πίστευε η Χαρίκλεια κι έλεγε με σοβαρότητα ότι όσοι μεταδίδανε ανάλογες ειδήσεις, το κάνανε σκόπιμα για να φοβίσουν τον κόσμο!
Ο έρωτας, όμως ήταν η αιτία γι’ αυτές τις σκέψεις της κοπέλας. Το δικό της παλικάρι, ο Αντώνης, ένας δεκανέας απ’ το Κιλκίς, ποτέ δε θα έκανε πίσω, δε θα δείλιαζε μπροστά στον τούρκικο, ανοργάνωτο στρατό. Μέσα στα βάθη της Ανατολίας το δύστυχο παιδί πάλευε με όλες τις στερήσεις της ερήμου, παίζοντας επικίνδυνο κρυφτούλι και κυνηγητό.
Η κυρία Ηρώ τη συνέφερε πολλές φορές απ’ τις ονειροπολήσεις της:
«Χαρίκλειά μου, ποιος ξέρει αν θα ξαναδείς το παλικάρι σου! Έχουν φτάσει στην Αλμυρά έρημο και πολεμάνε όλοι τους με χίλια στοιχειά!».
Τότε ο φόβος φώλιαζε στην ψυχή της κοπέλας, που με αγωνία ρωτούσε συνεχώς να μάθει κάποια νέα απ’ το μέτωπο και μονάχα να ελπίζει μπορούσε πως θα ξανάβλεπε τον αγαπημένο της φαντάρο. Αναστέναζε και προσευχόταν:
«Αχ, κάνε Θεέ μου, να έρθουν όλα βολικά!».
Μα πάλι της ράφτρας Ηρώς κάτι τής ξέφευγε -άθελά της, δεν το επιδίωκε- αλλά ίσως αυτό να έκανε καλό στη Χαρίκλεια, που στάλαζε λίγο-λίγο στην ψυχή και στο μυαλό της φάρμακο ή φαρμάκι από’ τον κόσμο των ενήλικων, που στις περισσότερες περιπτώσεις σκέφτονται πιο ρεαλιστικά τα πράγματα.
«Μπορεί ο Αντώνης και τα άλλα παιδιά να πολεμάνε με θάρρος κι ανδρεία, αλλά δεν ξέρεις ποτέ τι αποφάσεις παίρνουν ξαφνικά οι πολιτικοί κι οι στρατιωτικοί. Έτσι μπορεί να έρθει μία μέρα των ημερών κάποια διαταγή που να ορίζει ν’ αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα απ’ τη Μικρά Ασία. Κι αν εγκαταλείψει ο στρατός την Μικρά Ασία, ουαί κι αλίμονο σ’ όσους μείνουνε εδώ· παιχνίδι θα γίνουνε στα χέρια των βασανιστών Τούρκων».
Μια μέρα λοιπόν, που δεν άργησε πολύ, πραγματοποιήθηκε η δυσοίωνη πρόβλεψη της κυρίας Ηρώς. Η Χαρίκλεια, ένα πρωινό, όπως συνήθιζε κάθε μέρα, έφυγε από’ το σπίτι της στα Σώκια για να πάει στο σπίτι της ράφτρας, βαμμένη και περιποιημένη, μια μικρή κοκεταρία. Στα μισά της διαδρομής τη φωνάξανε δυο-τρεις συγχωριανοί της με τρομαγμένα μάτια και φωνή επιτακτική και αγχώδη:
«Οι Τούρκοι έρχονται, στης μοδίστρας για ράψιμο πας; Γρήγορα, στο σπίτι σου!».
Σε λίγα λεπτά η μόνη φράση που άκουγες μέσα στα Σώκια ήταν αυτή ακριβώς:
«Έρχονται οι Τούρκοι, φτιάξαν, φτιάξαν οι Τούρκοι!».
Η γενική ανησυχία μεγάλωνε, απλωνόταν σαν πλατιά σκιά σε μάτια ξαφνιασμένα, σε πρόσωπα ποτισμένα απ’ την απειλή, σε χέρια που δεν ξέρανε ποιον ν’ αγγίξουνε και να δώσουνε τρυφερότητα, γιατί πλέον όλοι βρισκότανε στην ίδια μειονεκτική θέση· δύσμοιροι άνθρωποι που ξεκινούσαν την τραγική Οδύσσειά τους.
Ο πατέρας της Χαρίκλειας έλειπε στο Παλατζίκ όπου νοίκιαζε συκεώνες κι είχε και πολλούς εργάτες για τη συγκομιδή των φημισμένων λευκών, χοντρών και πολύ γλυκών σύκων. ΄Ετσι άρον-άρον, με την ψυχή στο στόμα, μ’ ένα μπογαλάκι στον ώμο με τα απαραίτητά τους και κυρίως μ’ ό,τι χρυσά κοσμήματα και τούρκικα νομίσματα μπορέσανε να κρύψουνε πάνω τους, μπήκανε μέσα στα βαγόνια των τρένων ο ένας πάνω στον άλλον οι συγχωριανοί.
Τι πραγματικά να πρωτοσκεφτεί το καημένο το κορίτσι, τον πατέρα της ή τον αγαπημένο της Αντώνη; Η Χαρίκλεια με τη μάνα της, τη Βασιλεία και τον αδελφό της, τον Χριστόφορο κατεβήκανε στη Σμύρνη και πήρανε τους δρόμους, ώσπου σκέφτηκαν μία θεία της κοπέλας που έμενε στη συνοικία του Φασουλά· μια φαντασμένη αριστοκράτισσα, που τους φέρθηκε άσχημα τις δύσκολες αυτές στιγμές και τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που συνάντησαν στο δρόμο τους, τούς λυπήθηκε και τους είπε να κατευθυνθούν προς το Μερσινλί, ένα προάστιο της Σμύρνης όπου δεν είχαν φτάσει ακόμη εκεί οι Τούρκοι. Μια πόρτα ενός σπιτιού άνοιξε απρόσμενα, μπήκανε σ’ ένα σκοτεινό και βουβό χώρο και λουφάξανε επί δύο μερόνυχτα.
Απ’ τον δρόμο αυτό κατέβαινε συνέχεια ελληνικός στρατός. Ήταν στρατιώτες με δεμένα πίσω απ’ την πλάτη τα χέρια τους, αδυνατισμένοι αιχμάλωτοι, ταλαιπωρημένοι απ’ τις κακουχίες της εκστρατείας αλλά και τραυματίες που αναρωτιόνταν κανείς πού έβρισκαν τη δύναμη και φώναζαν αυτά «τα ανθρώπινα εξαντλημένα ερείπια»; Μόνο κάποια μάτια που φώτιζαν σαν μικρές λαμπάδες, φανέρωναν την παλιά γενναιότητα και το ακμαίο ηθικό των παλικαριών, που τώρα μονάχα οι θλιβερές σκιές τους είχαν απομείνει! Φώναζαν με φωνές αράγιστες να τους ακούσει όλος ο κόσμος:
«Τρέξτε, κρυφτείτε, κρυφτείτε!».
Τους είχε καταλάβει ο φόβος ότι τώρα που φεύγανε εκείνοι απ’ τη Σμύρνη, χίλια δεινά θα περνούσαν οι Έλληνες κάτοικοι, απ’ τους τυφλωμένους απ’ το μίσος για εκδίκηση Τούρκους.
«Ας είναι καλά ο Αντώνης μου… ας ζει… κι ας βρίσκεται ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους τραυματίες!», σκεφτόταν η Χαρίκλεια.
Η καρδιά της κι η ψυχή της, όμως αντιδρούσαν και πονούσαν αφόρητα.
«Όχι, δεν ταίριαζε στον Αντώνη να περάσει αμέτρητους εξευτελισμούς σαν αιχμάλωτος, καλύτερα νεκρός μα ελεύθερος!».
Κι ύστερα μετάνιωνε πάλι για τις σκέψεις της κι άρχιζε τα κλάματα· δεν ήξερε πραγματικά τι ήθελε, όλη αυτή η αναταραχή των γεγονότων είχε κλονίσει την ψυχολογία της.
Επιτέλους ανέβηκαν σ’ ένα κάρο με πληγωμένες τις ψυχές τους, σχεδόν ματωμένες. Η Χαρίκλεια με μάτια κόκκινα απ’ τα κλάματα, η μάνα της να τρέμει απ’ την ανησυχία και την αβεβαιότητα, ενώ ο μικρός της αδελφός να μην καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται… Να απαιτεί εδώ και τώρα:
«Θέλω το παιχνίδι μου! Χωρίς αυτό δεν πάω πουθενά!».
Η μάνα του τον τραβούσε απ’ την μπλούζα, τον συμβούλευε:
«Έλα στα συγκαλά σου, εκεί που θα πάμε, θα βρούμε μπόλικα παιχνίδια και πιο καλά!».
«Σαν το φορτηγάκι μου δε θα βρεθεί καλύτερο!», επέμενε το πεισματάρικο παιδί, ώσπου ο αραμπατζής* έχασε την ψυχραιμία του και του φώναξε αγριεμένος:
«Ανέβα πάνω ντε να φύγουμε!».
Η κόρη του αραμπατζή τον πήρε με το καλό και του έταξε μια καραμέλα. Ένας άγνωστος ξένος στρατιώτης κατάλαβε τι γινότανε κι έδειξε στο παιδί τη θήκη του πιστολιού του. Ο μικρός τρόμαξε, κουλουριάστηκε στη γωνιά του, αλλά η κόρη του αραμπατζή, που τον είχε συμπαθήσει, του είπε πως αν κάτσει ήσυχα, ο στρατιώτης θα του δώσει μετά το πιστόλι του να παίξει μ’ εκείνο!
Ήταν κάποιες αστείες σκηνές που σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, θα έκαναν όλους να γελάσουν. Μα φαίνεται ότι το γέλιο το απόδιωχνε η ψυχή σαν κατάρα, τα μάτια το απέφευγαν σαν απειλή και τα χέρια το μαδούσαν σαν μαργαρίτα. Μόλις πήγαινε να εμφανιστεί στα χείλη, τα δόντια το δάγκωναν, τα χείλη μάτωναν κι η γλώσσα αλμύριζε κι έφτυνε το άχρηστο χαμόγελο. Η λύπη γέμιζε το βλέμμα και το πρόσωπο, μούτρωνε τα μάγουλα, τα βαθούλωνε, τα ρυτίδωνε, τα χαράκωνε με τη λεπίδα μιας βαριάς μοίρας.
Ο Χριστόφορος, εκτός από πεισματάρης ήταν και ξεχασιάρης· άφησε ένα μπογαλάκι μ’ ό,τι πιο πολύτιμο είχε κι έβαλε τις φωνές στην αδελφή του, τη Χαρίκλεια, πως έφταιγε εκείνη γι’ αυτό! Το παιδί είχε φοβηθεί απ’ τον ξένο στρατιώτη, ο οποίος το περιεργαζόταν και το κοιτούσε βαθιά με το γαλάζιο, επίμονο, διαπεραστικό βλέμμα του. Έτσι, δεν του έφτανε που ξέχασε στα Σώκια το φορτηγάκι του· μία πρόχειρη κατασκευή από σκληρό, χοντρό σύρμα και ξύλινες ρόδες κι αμάξωμα, άφησε τα υπόλοιπα παιχνίδια του πάνω στην άμαξα· μερικούς γυαλιστερούς βόλους που άφηνε να συγκρούονται μεταξύ τους έξω στην αυλή του σπιτιού τους· ένα παιχνίδι πολύ διασκεδαστικό.
Εκείνη την ώρα άρχισαν να πέφτουν βροχή οι σφαίρες απ’ τους αντάρτες και χωθήκανε για να γλιτώσουν μέσα σ’ ένα αμερικάνικο βενζινάδικο. Ο μικρός έμπηξε τα κλάματα, χτυπούσε καταγής χέρια και πόδια. Η Χαρίκλεια κι η Βασιλεία προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν, χωρίς να τα καταφέρουν. Η κοπέλα δεν έβρισκε άλλη λύση και θαρραλέα ξεμύτισε απ’ την κρυψώνα τους, πήγε να ψάξει στο κάρο για τα πράγματα του αδελφού της. Και τι είδε τότε; Πώς άντεξαν τα μάτια της σ’ αυτό που έβλεπαν;
Ο αραμπατζής*, ο στρατιώτης και το άλογο έμεναν ακίνητα, χωρίς πνοή, νεκρά. Το μπογαλάκι βρίσκονταν εκεί ακριβώς που το είχε απιθώσει το παιδί. Πίσω της ακούστηκε μια φωνή, η Χαρίκλεια γύρισε ξαφνιασμένη: «Τι κάνεις, παιδί μου;». Δυο άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες είχαν πάρει είδηση την κοπέλα κι άρχισαν να την κυνηγούν, την πρόλαβαν κι εκείνη λαχανιασμένη για να σωθεί, τούς έδωσε το πορτοφόλι της.
Όταν επέστρεψε στο βενζινάδικο με κομμένα πόδια απ’ το φόβο, βρήκε τη μάνα της και τον αδελφό της να κλαίνε απαρηγόρητοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι ήταν ζωντανή.
«Δεν σε σκοτώσανε;», τής είπε η μάνα της έκπληκτη κι ύστερα την μάλωσε: «Άμυαλη! Μ’ αυτά που κάνεις θα σε χάσουμε!».
Ο Χριστόφορος, όταν είδε το μπογαλάκι του στα χέρια της αδελφής του, έπεσε στην αγκαλιά της κι άρχισε να τη φιλά. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι αν σκοτώνανε την αδελφή του, θα τη σκοτώνανε για μερικά άψυχα αντικείμενα· μερικούς βόλους, ένα-δύο ξύλινα αλογάκια που το παιδί με τη φαντασία του έβλεπε πως ίππευε ο αντισυνταγματάρχης Πλαστήρας, ο φοβερός διοικητής των Ευζώνων, ο «μαύρος καβαλάρης».
Όταν μάθανε πως έφτασε ο τακτικός στρατός, ηρεμήσανε κάπως, βγήκανε απ’ το βενζινάδικο και πήγανε στη βορειοανατολική γωνιά της προκυμαίας, στην Πούντα, ελπίζοντας να μπαρκάρουνε με την πρώτη ευκαιρία. Κρυφτήκανε μέσα σε κάτι αποθήκες με πυρομαχικά, αλλά ο φόβος τούς κύκλωνε συνεχώς, τους έσφιγγε δυνατά το λαιμό. Η αρμένικη συνοικία φλεγόταν, αργά ή γρήγορα η φωτιά θα έφτανε μέχρι εκεί, να τους τινάξει όλους στον αέρα. Κανείς δεν κουνιόνταν απ’ τη θέση του· είχαν ακινητοποιηθεί τα σώματα μες στα πηχτά σκοτάδια, δίπλα απ’ τα κασόνια με τη μπαρούτη και τους κάλυκες, κοντά στην ψυχρή επιφάνεια των βλημάτων.
Η πείνα κι η δίψα τούς είχε εξαντλήσει, ώσπου η Χαρίκλεια πήρε πάλι τη μεγάλη απόφαση· ή θα γλιτώνανε όλοι τους απ’ την αδυναμία ή θα γυρνούσε πίσω άπραχτη, ζωντανή αλλά κουρέλι ψυχολογικά. Βγήκε έξω απ’ την αποθήκη με χίλιες δυο προφυλάξεις· η λεπτεπίλεπτη μορφή της έμοιαζε με αερικό που εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν μεμιάς, λες και την είχε γεννήσει ένα πλάσμα της φαντασίας.
Τελικά, ο άνθρωπος γίνεται εύκολα ήρωας και ξεπερνά σε θάρρος τα φυσιολογικά του όρια, όταν νιώθει ότι χάνεται η ζωή του, όταν νιώθει ότι η αγάπη που έχει φωλιάσει στην καρδιά του, θέλει να βρει διέξοδο. Επιθυμούσε να γαληνέψει τον εξαντλημένο αδελφό της, που διαμαρτυρόταν συνεχώς: «Πεινάω… πεινάω…». Πώς να καθίσει άπραχτη, να μην πονέσει η ψυχή της, χωρίς να αναλάβει τις ευθύνες της; Ένας άντρας έλειπε από κοντά τους, μα έπρεπε η Χαρίκλεια ξαφνικά να φερθεί σαν άντρας, να πολεμήσει με την ανθρώπινη αδύναμη φύση, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και προσευχήθηκε από μέσα της να ξεφύγει για δεύτερη φορά απ’ τον κίνδυνο.
Έτσι τρύπωσε σ’ ένα πλουσιόσπιτο, που περιτριγυριζόταν από ένα καμένο περιβόλι. Ανακάλυψε ένα μεγάλο κοτέτσι, όπου οι κότες ήταν ξαπλωμένες καταγής, σκασμένες από την αποπνιχτική ζέστη της φωτιάς. Μία κλώσα είχε σωθεί και κάθονταν κάτω από ένα δέντρο, ενώ γύρω της καφέτιαζαν τα πουλάκια της. Αυτή τη χαρά της μάνας, την απερίγραπτη ευτυχία της ένιωσε μέχρι το μεδούλι η Χαρίκλεια και ζήλεψε την όρνιθα που είχε σώα τα παιδιά της και τους έδινε τις φροντίδες της. Προς μεγάλη της έκπληξη, βρήκε το κελάρι του σπιτιού ανέγγιχτο απ’ τη φωτιά, γεμάτο τρόφιμα.
Στην καρδιά του Χριστόφορου και της Βασιλείας η Χαρίκλεια κατέλαβε πιο υψηλή θέση, δεν ήταν απλώς αδελφή και κόρη, μα ήρωας και σωτήρας τους. Χορτάσανε και ξεδιψάσανε χάρη σ’ αυτή κι ανάκτησαν τις δυνάμεις τους, την ώρα που η φωτιά πλησίαζε πολύ κοντά κι έπρεπε να εγκαταλείψουνε τις αποθήκες. Πήγανε να μείνουνε απέναντι, στο κτίριο της Σχολής Κιουπετζόγλου. Εκεί οι Τούρκοι μπαινοβγαίνανε με θράσος, άλλοτε ζητούσαν χρήματα κι άλλοτε άρπαζαν κοπέλες και παλικάρια. Ένας ατέλειωτος θρήνος πλημμύριζε το χώρο για την τύχη των παιδιών, που δεν προοιωνιζόταν ευτυχής. ΄Υστερα σκέφτηκαν ότι θα ήταν πιο ασφαλείς στις καλόγριες και μείνανε αρκετές μέρες μαζί τους. Ένας Τούρκος κατέφθασε, λιμπίστηκε τη Χαρίκλεια κι όλο πονηριά τής είπε:
«Τι κάθεσαι εδώ; Τον πατέρα σου τον έχω εκεί πέρα!».
Η Βασιλεία, ο Χριστόφορος κι η Χαρίκλεια στράφηκαν και κοίταζαν προς την κατεύθυνση που έδειχνε ο Τούρκος, αλλά δεν έβλεπαν το πρόσωπο που θα τους γέμιζε με χαρά αν το συναντούσαν. Φαινόταν πως έλεγε ψέματα, αλλά η μάνα της την προέτρεψε να φύγει, κάνοντάς της νόημα με το βλέμμα.
«Ναι», του απάντησε, «περίμενε να ντυθώ».
Η κοπέλα έφυγε απ’ την πίσω πόρτα, γιατί ήταν σίγουρη ότι η μάνα της θα προστάτευε τον αδελφό της. Τρέχοντας έξαλλη απ’ το φόβο, χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της, έφτασε στην παραλία. Είχε κρυμμένο ένα πουγκί στη φόδρα της φούστας της· όλη της την περιουσία που συγκεντρώθηκε απ’ το χαρτζιλίκι που τής έδινε που και που η ράφτρα, η κυρία Ηρώ. Ήταν εκατό μπανκανότες που τής έδωσε σ’ έναν βαρκάρη για να την ανεβάσει μόνη της σ’ ένα πλοίο, που θα ταξίδευε για τη Θεσσαλονίκη. Προκειμένου ν’ αποφύγει τον ατίμωση από έναν αλλόθρησκο, προτίμησε να εγκαταλείψει μάνα κι αδελφό. Η μάνα της θα ήταν περήφανη για την κόρη της, που δε θα την έπαιρνε μαζί του ο Τούρκος.
Η τύχη, όμως δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Μέσα στη βιασύνη της, λησμόνησε πως είχε κόψει ένα κλωνί βασιλικό απ’ την αυλή του σπιτιού της. Εκείνος άρχισε σιγά-σιγά να ξεραίνεται, όμως η μοσχοβολιά του ήταν τόσο δυνατή, σαν την ανάμνηση όλων όσων έζησε στα παιδικά και νεανικά της χρόνια στα Σώκια της Σμύρνης.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την περίμενε μία έκπληξη κι ένα κακό μαντάτο. Είδε την έκπληξη μπροστά της και γέμισε με ευτυχία. Η μάνα της κι ο αδελφός της είχαν φτάσει σώοι κι αβλαβείς μ’ ένα αμερικάνικο βαπόρι, ανήμερα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου 1922. Συνάντησε και τον πατέρα της πάνω σ’ ένα κάρο, ήταν πληγωμένος, έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
Ένας στρατιώτης την κοιτούσε πολλή ώρα εξεταστικά κι άρχισε να την πλησιάζει δισταχτικά. Κούτσαινε, μία σφαίρα του άφησε -φαίνεται- κουσούρι στο δεξί πόδι. Όσο πλησίαζε, τόσο η όψη του έμοιαζε διαφορετική από εκείνη του Αντώνη. Να άλλαξε τόσο πολύ ο αγαπημένος της, ο πόλεμος να επέδρασε τόσο δραματικά στη μορφή του; Όχι, δεν ήταν εκείνος! Ήταν όμως ευλογία Θεού που συναντούσε την κοπέλα. Κρατούσε στα χέρια του μια φωτογραφία κι όλο κοιτούσε μία αυτή, μία την κοπέλα. Ώσπου έδιωξε το δισταγμό του, στάθηκε μπροστά της, μα δεν ήξερε πώς να της μιλήσει, να της πει την άσχημη είδηση… Έτρεμε η φωνή του:
«Δόξα σοι ο Θεός που σε βρήκα. Να ξέρεις να μην τον περιμένεις! Είτε είσαι αδελφή του είτε αρραβωνιαστικιά του. Βρήκαμε στα πράγματά του τη φωτογραφία σου. Χαρίκλεια δε σε λένε;».
Η Χαρίκλεια δεν κουνιόνταν, είχε παγώσει το βλέμμα της, έστεκε σαν άγαλμα. Ο στρατιώτης γύρισε στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας, όπου ήταν γραμμένο το όνομά της: «Χαρίκλεια». Εκείνη αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του αγαπημένου της.
Ο στρατιώτης συνέχισε να δίνει εξηγήσεις: «Μετά από συνεχόμενους εξευτελισμούς που αντέξαμε στα τουρκοχώρια, ύβρεις, φτυσίματα, ξυλοφορτώματα, πήραμε πορεία απ’ την Προύσα στα Μουδανιά. Ατελείωτος ο δρόμος, τα χωράφια δεξιά κι αριστερά γεμάτα κορμιά λεβέντικα που είχανε αφανιστεί από τα βόλια, τις τσεκουριές και τις ξιφιές των Τούρκων. Ο ένας μετά τον άλλον πέφταμε κάτω ξεροί, σταματούσαμε μόνο κάθε φορά που εξέπνεε κάποιος δικός μας, να τον θάψουμε, να μην τον φάνε τα όρνια».
Ταυτόχρονα άνοιξε τις άσαρκες παλάμες του και παρατηρούσε που τα κόκαλα ήταν έτοιμα να ξεπεταχτούν απ’ το δέρμα. Είπε με σβησμένη φωνή και δακρυσμένα μάτια:
«Με τα ίδια μου τα χέρια τον έθαψα… Ήμουν στον ίδιο λόχο με τον Αντώνη…».
Τότε η Χαρίκλεια έμπηξε μια στριγκή φωνή κι έπειτα σωριάστηκε ξαφνικά λιπόθυμη. Πολύς κόσμος μαζεύτηκε γύρω της, ο στρατιώτης προσπάθησε να τη συνεφέρει ρίχνοντας στο πρόσωπό της νερό απ’ το παγούρι του. Η μάνα της, της έδινε χαστούκια για να συνέλθει. Μόλις άρχισαν να κινούνται τα δάχτυλά της και τα μάγουλά της να παίρνουν ένα ρόδινο χρώμα, αναζήτησε μέσα στην τσέπη της τον ξεραμένο βασιλικό του σπιτιού της. Τον βρήκε, τον έφερε μπροστά στη μύτη της μυρίζοντας βαθιά. Άνοιξε λίγο τα μάτια της κι έκανε μια ευχή:
«Όνειρα κι ελπίδες, έρωτες ανεκπλήρωτοι, λύπη κι οργή, πίκρα και πόνος, όλα ας ριζώσουνε εδώ, στην καινούργια πατρίδα!».
* Αραμπατζής: Αμαξάς
** Το διήγημα βασίστηκε στην μαρτυρία της Βασιλείας Λαμπρούκου: «Τρέξτε… κρυφτείτε!», σελ. 113-116, στην έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα»: «Η Μικρασιατική Καταστροφή» (15 συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη του ξεριζωμού), σε συνεργασία με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
*** Αριστείο διηγήματος από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων της Αθήνας το έτος 2012.