«Εκείνες», αφού ξόδεψαν
και τα τελευταία υπολείμματα της υπομονής
έμειναν δυο αποκαμωμένα
λευκοπράσινα τριαντάφυλλα
που τα μάδησε η βροχή!
Κι «Εκείνος» ένας διαποτισμένος αγέρας
με σκόνη και ήλιο
με βροχή και κιτρινάδι των φεγγαριών
από Χειμώνα σε Άνοιξη
κι από Καλοκαίρι σε Φθινόπωρο
ανάμεσα σε αρωματισμένα
τραγούδια που λικνίζονταν
πάνω στη σποδό των Αμαρυλλίδων
του λευκού και του πράσινου
που διεκδικούσαν το στέμμα του.
«Εκείνος» έμεινε στην καταγραφή
των χαμένων συντρόφων
με τον καπνό αναθρώσκοντα
πάνω απ’ τα μάτια της Πηνελόπης του.
Τόσα χρόνια τον κούρασε
η στιλβιδώνα των άστρων
η μαύρη πέτρα της Σαντορίνης
Ζύγισε τη μαρμαρυγή απ’ τους χτύπους του
πήρε ένα κλωναράκι
με κίτρινα φύλλα στο χέρι του
κι ένιωσε το άρωμα απ’ το δυόσμο
να πασπαλίζει το σώμα του.
Όλα τα έζησα, είπε
καιρός να επιστρέψω στο δώμα
της Πηνελόπης μου, στον πιστό μου τον Άργο
στην έμπιστή μου Ευρύκλεια
που γνωρίζει το σημάδι στο πόδι μου.
Αναπολώντας τις κόκκινες παπαρούνες
που έσταζαν αίμα στο περιβόλι του
πριν ακούσει τον τελευταίο λυγμό
του λευκού και του πράσινου
έμεινε να κοιτάζει βαθιά τον ορίζοντα.
ενώ ο συριγμός απ’ το κύμα
δυνάμωνε τη φυγή του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου