Μετά από τέσσερις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε η κ. Μαρία Αρφέ, ήρθε ο καιρός να δοκιμάσει τις λογοτεχνικές της δυνάμεις στο όμορφο, γοητευτικό αλλά και εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό είδος του πεζού λόγου, πλουτίζοντας την εργογραφία της με τη συλλογή διηγημάτων: «Τα φτερά της πεταλούδας».
Σ’ αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται έξι διηγήματα όπου πρωταγωνιστούν γυναίκες-ηρωίδες που αντιπροσωπεύουν μία ευαίσθητη και τρυφερή λογοτεχνία. Η συγγραφέας δεν χάνει την ευκαιρία ν’ αποκαλύπτει κάθε στιγμή τη σκληρή όψη μιας κοινωνίας που δημιουργεί τον μύθο μιας γυναίκας ευαίσθητου πλάσματος-θύματος. Στις σελίδες του έργου επικρατούν συνεχώς οι ενδοοικογενειακές σχέσεις που οδηγούνται συχνά σε ακραίες καταστάσεις και ανοίγουν στα μέλη της οικογένειας ανεπούλωτες πληγές. Ωστόσο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς ακριβώς αντιμετωπίζει το θέμα η Μαρία Αρφέ, πράγμα που φανερώνει και η προμετωπίδα του βιβλίου: «Το να γράφεις είναι βάλσαμο βασάνων και γιατρειά μαζί». Έτσι δηλώνεται άμεσα η ωφέλεια της δημιουργικής ενασχόλησης στις πολύπαθες ψυχές.
Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κείμενο αποτελεί μετάφραση του πρωτοτύπου που γράφτηκε στην ιταλική γλώσσα από τη συγγραφέα και όσο κι αν η όλη διαδικασία της μετάφρασης ολοκληρώθηκε από την Αικατερίνη Τσόπελα με πολλή φροντίδα και μεγάλη προσοχή, δεν αποκλείεται να υπάρχουν ορισμένες αποκλίσεις από τα νοήματα και τις προοπτικές που ήθελε να δώσει η δημιουργός. Όμως, η καθαρότητα στην έκφραση, η δύναμη των συναισθημάτων, η μετάδοση στον αναγνώστη συγκίνησης και ρίγους απ’ τις περιγραφόμενες καταστάσεις, μας κάνει να αισθανθούμε πως η μεταφράστρια διείσδυσε μ’ επιτυχία στο πνεύμα της δημιουργού κι έγινε πράγματι μία γόνιμη συνεργασία που απέδωσε ώριμους καρπούς.
Το πέρασμα της λογοτέχνιδας κ. Μαρίας Αρφέ από την ποίηση στην πεζογραφία προσφέρει πολλά θετικά στοιχεία και μας επιτρέπει να περιμένουμε απ’ αυτήν μία ανάλογη συνέχεια στο μέλλον. Από την πρώτη στιγμή, μας κερδίζει η ικανότητά της να εκφράζεται άμεσα και με εύληπτο τρόπο, η εξομολογητική της διάθεση εμβαθύνει σε αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα, σε ψυχικές καταστάσεις που κάνουν να ασφυκτιά ο εσωτερικός κόσμος των αφηγητριών, ενώ εκείνες προσπαθούν εναγωνίως να ξεφύγουν χαράζοντας τον δικό τους ξεχωριστό δρόμο, παρόλο που τις περισσότερες φορές σπαράσσονται από κάθε είδους καταπιέσεις και μένει η στυφή γεύση του κατασταλάγματος της πίκρας στα χείλη τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως ισχυροποιούνται οι ηρωίδες και γίνονται σοφότερες στο να παίρνουν τις πιο τολμηρές και κατάλληλες αποφάσεις.
Γνωρίζουμε πως η πραγματική ανανέωση στο διήγημα συντελέστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα κυρίως από τον Έρνεστ Χέμινγουέϊ, ο οποίος οδήγησε σε άλλες προοπτικές το είδος που είχε βαλτώσει στην εξωτερική δράση και στα διαδραματιζόμενα συμβάντα που εντυπωσίαζαν αλλά όμως στερούσαν στους αναγνώστες τη χαρά της ανακάλυψης, της παρατήρησης των αδιόρατων πράξεων των ηρώων καθώς η πλοκή επικεντρωνόταν στις εξωτερικές συγκρούσεις και όχι στις ψυχολογικές. Το δίδαγμα αυτό του μεγάλου δημιουργού φαίνεται πως εφαρμόζει πιστά η κ. Μαρία Αρφέ, γνωρίζοντας ότι στη δομή ενός διηγήματος οι ψυχολογικές συγκρούσεις είναι πολυδιάστατες και οι πιο σημαντικές.
Οι ψυχικές διακυμάνσεις που εντοπίζονται στην εσωτερική εξέλιξη των έξι ιστοριών κατέχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά, ενώ οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων που πραγματοποιούνται, έστω και ανεπαίσθητες, δεν ξεφεύγουν από το μάτι ενός προσεχτικού αναγνώστη που τις βιώνει σαν «Τα φτερά της πεταλούδας», απαλά μεν, αλλά σημαδιακά γιατί δημιουργούν έναν καινούργιο κόσμο που καμία από τις ηρωίδες-πολύπαθες γυναίκες δεν υποψιαζόταν προηγουμένως αυτές τις αλλαγές.
Η κορύφωση των έξι διηγημάτων γίνεται μέσω στοιχείων που δανείζονται απ’ τη θεατρική τέχνη, την επιστολογραφία και εντάσσονται αρμονικά στον πυρήνα των μύθων-υποθέσεων. Η συγκεκριμένη τεχνική ανεβάζει το ενδιαφέρον μας καθώς νιώθουμε πως είμαστε μάρτυρες ενός προσωπικού κόσμου που παρακολουθούμε κρυφά και αποκαλύπτονται μπροστά μας ένα-ένα τα μυστικά του.
Στο πρώτο διήγημα της Μαρίας Αρφέ με τίτλο: «Εγώ κι εσύ» τονίζεται η αγάπη, η στοργή, η ευγνωμοσύνη αλλά και τα αισθήματα κατωτερότητας που διατηρεί η κόρη για τη μάνα-πρότυπο και με ισχυρή προσωπικότητα, η οποία έχει φύγει πια απ’ τη ζωή.
Στο εκτενές διήγημα με τίτλο: «Το μυστικό» υπάρχει ένας χαρακτηριστικός συμβολισμός, του μελαγχολικού πίνακα που αναπλάθεται κι έτσι ένας κόσμος του παρελθόντος ζωντανεύει με τις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές του. Με τη διαδοχή των επιστολών οι παιδικές μνήμες κατακλύζονται από απροσδόκητες αποκαλύψεις και οι παγιωμένες αντιλήψεις μεταξύ των προσώπων γκρεμίζονται καθώς ανασκευάζονται τα γεγονότα με τις αλήθειες που παρέμεναν για χρόνια στο σκοτάδι. Η Εύα περιμένει να έρθει η αδελφή της η Αριάδνη με τον καινούργιο της σύντροφο την Πρωτοχρονιά και όταν συναντιούνται, η μία διαπιστώνει τις αλλαγές στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά της άλλης, ενώ γίνονται οι απαραίτητες αναθεωρήσεις και αποκαθίσταται η μία στη συνείδηση της άλλης, παρόλο που η Εύα νιώθει πως ήταν πάντοτε η πιο παραμελημένη αδελφή και το παράπονο δεν την αφήνει να ησυχάσει. Ο πατέρας επέβαλλε πάντα τη θέλησή του με βίαιους και ανάρμοστους τρόπους στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας έχοντας μια παράξενη συμπεριφορά που φόβιζε τις κόρες του και τις άφηνε συνεπώς βαθιά ψυχικά τραύματα.
Στο διήγημα με τίτλο: «Η κόκκινη κουκίδα» κυριαρχεί η απιστία της συζύγου, αλλά και η βιαιότητα του νόμιμου συζύγου-άντρα. Η οδυνηρή εμπειρία μιας αποβολής και το αγέννητο παιδί στιγματίζουν ψυχολογικά τη γυναίκα σε μια κοινωνία που βασανίζεται από πληθώρα προκαταλήψεων και την ατολμία των αντρών για νομιμοποίηση των σχέσεων με μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες και μάλιστα χωρισμένες.
Στο δεύτερο εκτενές διήγημα της συλλογής με τίτλο: «Μέσα στην αγκαλιά μου» γίνονται πολλοί παραστατικοί διάλογοι, ενώ η κακοποίηση που υφίσταται μια γυναίκα απ’ τον άντρα της με απειλές και ξυλοδαρμούς, η αδυναμία της να τον καταγγείλει μπορεί να προβληματίσει έντονα και να οδηγήσει σε μία ουσιαστική μελέτη της παθολογίας της σημερινής κοινωνίας και της εποχής μας. Οι περιγραφές της συγγραφέως μεταδίδουν μια ανατριχίλα, κάνουν τον αναγνώστη να συμπάσχει με το θύμα-γυναίκα, ν’ αγαναχτεί απ’ την απαράδεχτη συμπεριφορά του άντρα της και να πλημμυρίζει την ψυχή του με απεριόριστο μίσος, παρόμοιο μίσος μ’ εκείνο της μάνας που βλέπει την κόρη της να υποφέρει και ταυτόχρονα της πεθεράς που φτάνει να σκοτώσει τον γαμπρό της για να τον εκδικηθεί.
Στο διήγημα με τίτλο: «Χιλιάδες σαπουνόφουσκες» ένας Αλβανός μετανάστης στην Ελλάδα, επιστρέφει στην πατρίδα του για να πάρει μαζί του και τη γυναίκα του αφού προετοίμασε τις κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση τους μέσα σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Ταξιδεύουν «στην καινούργια Χώρα, τη Χώρα της ελπίδας, του μέλλοντος» όπως γράφει η Μαρία Αρφέ.
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο: «Η πεταλούδα», η γιαγιά εκμυστηρεύεται στην εγγονή της ότι διαισθάνεται πως πλησιάζουν τα τελευταία της γενέθλια και νιώθει την ανάγκη να τα γιορτάσει για πρώτη φορά. Προσπαθεί να της εξηγήσει: «Για πολλούς η πεταλούδα συμβολίζει την ελευθερία, τη μεταμόρφωση και πολλοί λαοί τη θεωρούσαν σύμβολο της ψυχής που βγαίνει από το σώμα. Για άλλους πάλι οι πεταλούδες είναι τα πνεύματα των νεκρών που επιστρέφουν στη γη».
Χωρίς αμφιβολία και τα έξι αφηγήματα σφύζουν απ’ τους παλμούς της ζωής, όπου οι πρωταγωνίστριες-γυναίκες αναγνωρίζουν τις πιο δυσάρεστες πλευρές τους, παίρνουν όμως τα μαθήματά τους και με αδιασάλευτη πίστη στην αγάπη προχωρούν μπροστά, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους από τρυφερότητα και στοργή. Τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται ευάλωτες στον έρωτα και στη γοητεία των αντρών, θύματα της βίαιης συμπεριφοράς εκείνων που μετατρέπονται ξαφνικά σε θηρία έτοιμα να τις κατασπαράξουν. Προσδοκούν ν’ αγαπηθούν με πάθος, έρχονται όμως αντιμέτωπες με τη διάψευση των ονείρων τους και την προδοσία, συμπεραίνοντας με απογοήτευση πως στήριξαν τη ζωή τους σε λάθος ανθρώπους.
Τελικά, η ποίηση της ζωής όπως εκφράζεται στα διηγήματα: «Τα φτερά της πεταλούδας» δε συνιστά μία ποίηση ωραιοποιημένου και ονειρικού κόσμου που τρέφεται με αυταπάτες, αλλά μία ποίηση αληθινών στιγμών, όσο κι επώδυνων. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων της ψυχής και των τρικυμιών που προκαλούν οι απρόβλεπτες καταστάσεις των ηρωίδων, η συγγραφέας αφήνει πάντοτε ανοιχτή μια μικρή χαραμάδα, ένα παράθυρο για τη θέαση ενός παραδείσου που κερδίζεται σιγά-σιγά και πετυχαίνεται με τη γνώση του εαυτού μας, με τη δοκιμασία των παθών και το ρίξιμο των μασκών που κρατούν δέσμια τη ζωή μας, εμποδίζοντας τα τονωτικά φτεροκοπήματα προς τ’ όνειρο και την ελπίδα.
09/04/2013
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου