Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Το μυστικό πέρασμα (Παραμύθι κυρίως για μεγάλους!).


   Η χλόη ήταν βρεγμένη ακόμη. Η πρωινή δροσιά δεν είχε εξατμιστεί και ο ήλιος δειλά-δειλά ξεχώριζε στην ανατολή. Σάββατο πρωί και οι δύο οικογένειες είχαν επιλέξει ένα άνοιγμα μέσα στο δάσος, στις παρυφές του βουνού και εκεί εγκατέστησαν όλο τον εξοπλισμό τους.
   Η πόλη τα σαββατοκύριακα ήταν τόσο κουραστική. Οι πολυκατοικίες έδειχναν την αληθινή τους όψη και θύμιζαν τα λυπημένα πρόσωπα των παιδιών που δεν έχουν χώρο να παίξουν, τον θλιμμένο ουρανό από τα φουγάρα και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Η εξοχή φάνταζε σαν τη μοναδική σωτηρία, βαθιά ανάσα στις ψυχές των καταπιεσμένων παιδιών.
   Οι γονείς έπιναν τον καφέ τους, πριν αρχίσουν τις ετοιμασίες για το μεσημεριανό φαγητό, και μιλούσαν για θέματα που συνήθως κάνουν τους ανήλικους να βαριούνται.
   «Άντε παιδιά, ξεκολλήστε επιτέλους. Τρέξτε λιγάκι, το δάσος έχει πολλές ομορφιές. Απολαύστε τη γαλήνη, αλλά προσοχή μην απομακρυνθείτε πολύ!».
   Ο μικρός Αλέξης και η μικρή Μυρτώ ήταν δυο παιδιά συνεσταλμένα. Πρώτη τους φορά έβγαιναν στο δάσος κι έτσι δυσκολεύονταν να ξεθαρρέψουν, σαν δυο λουλούδια που φύτρωναν σε ξένο χώμα. Μόλις, όμως άκουσαν το θρόισμα των φύλλων των δέντρων και το κελάηδημα των πουλιών, άρχισαν να ξεχνούν τις μικρές σκοτούρες τους. Μπρος στη μαγεία της φύσης ξέχασαν τα αυτοκινητάκια με τα πολύχρωμα φώτα και τις κούκλες με τις ψεύτικες βλεφαρίδες και το χαριτωμένο γέλιο. Μαζεύτηκαν γύρω από ένα δέντρο και κυνηγιόντουσαν, μέχρι που γαλήνεψαν τα προσωπάκια τους, διώχνοντας τον φόβο του άγνωστου μακριά και έτρεχαν προς τα πυκνά δέντρα, με μια λαχτάρα ακόρεστη να κυλιστούν στο πράσινο χαλί. Από το δάσος ξεκινούσε το αλφαβητάρι της ξεγνοιασιάς. Ξέχασαν κιόλας τις εντολές των μεγάλων και έφυγαν μακριά από την επιτήρησή τους.
   «Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για τα ξωτικά. Δεν έχουν τη μορφή του ανθρώπου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πάνω τους μάτια, στόμα ή πόδια. Μοιάζουν περισσότερο με ψυχές χωρίς σώμα», είπε ο Αλέξης επιδεικνύοντας τις γνώσεις του.
   «Μήπως είναι φοβερά τέρατα, μάγισσες; Θέλουν το καλό ή το κακό μας; Πού ακριβώς κρύβονται;», ρώτησε με περιέργεια η Μυρτώ.
   «Συνήθως θέλουν το καλό μας, μα πιστεύω πως εμφανίζονται στους ανθρώπους, που επιθυμούν να τα δουν ή έχουν την ικανότητα να τα βλέπουν. Ο πατέρας μου διάβαζε τις ιστορίες ενός Σκιαθίτη συγγραφέα που περιέγραφε τέτοιους ανθρώπους. Τους έλεγαν αλαφροΐσκιωτους».
   Η Μυρτώ όμως, άρχισε να τρομάζει με αυτή τη συζήτηση και ζήτησε στον Αλέξη ν’ αλλάξουν θέμα: να πουν για τα μαθήματα στο γυμνάσιο, για το περαστικό σύννεφο πάνω στον ουρανό και για όσα άλλα τα παιδιά της ηλικίας τους ντρέπονται να μιλήσουν μπροστά στους γονείς τους.
   Ο Αλέξης -που είχε ακούσει πως τα κορίτσια είναι πιο πονηρά από τα αγόρια- κάποιες φορές σκεφτόταν τι μπορεί να σημαίνει ένα χτυποκάρδι, ένα χάδι στο λαιμό ή ένα λαμπερό βλέμμα. Τον πλημμύριζε η ευτυχία εξαιτίας της παρουσίας της Μυρτώς ή της ομορφιάς του δάσους;
   «Μου φαίνεται Μυρτώ πως μπορείς ν’ ακούσεις καλύτερα τις επιθυμίες σου, κλείνοντας τα μάτια. Φαντάσου ότι ένα ανάλαφρο αεράκι σε παρασέρνει σ’ έναν άλλο κόσμο, σ’ αυτόν που θα ήθελες πάντα να ζεις. Πιάσε το χέρι μου και ακολούθησέ με να βρούμε τον σωστό δρόμο της ζωής».
   Μα η μοίρα τους έσπρωξε εκεί που, αν είχαν ανοιχτά τα μάτια, δε θα τολμούσαν να φτάσουν, σε μια παράξενη χώρα. Ένας αντίλαλος τούς έκανε να συνέλθουν από την ερωτική απομόνωσή τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού ερχόταν αυτή η απόκοσμη φωνή, μόνο μια νεφέλη διακρινόταν και μια ζεστή ανάσα τούς τύλιγε. Φάνηκαν τα άστρα σαν τα μοναδικά παράθυρα του ουρανού.
   «Αγαπημένα μου παιδιά, ακούστε με προσεχτικά. Είμαι το ξωτικό Σοφούλης. Πρέπει να περάσετε από τη δοκιμασία του ενήλικα. Το μονοπάτι θα μας δείξει, αν αξίζετε να γεράσετε μαζί αγαπημένοι. Έχετε το νου σας στις παγίδες, καλά μου παιδιά. Εφτά ζώα θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν την πορεία σας, με τα λόγια τους. Εσείς, αν δώσετε την σωστή απάντηση, θα φτάσετε στο τέλος του μονοπατιού. Εκεί θα σας περιμένω χαρούμενος και ενθουσιασμένος που τα καταφέρατε».
   Τα παιδιά χώθηκαν σ’ ένα μεγάλο και σκοτεινό πέρασμα, όπου τα δέντρα αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και τα φύλλα τους έκρυβαν τον ουρανό. Τότε, αναγκάστηκαν να κοιτάξουν βαθιά μέσα τους. Τα «θέλω» και τα «πρέπει» δεν είχαν ξεκαθαρίσει σ’ αυτή την ηλικία και τα όνειρα πολλές φορές μπερδεύουν, γίνονται οι κεραυνοί και οι αστραπές του ανέφελου ουρανού. Συγκλονίζουν, μα συχνά βασίζονται στην ψεύτικη εικόνα του εαυτού μας.
   Άρχισε λοιπόν ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Πρώτη εμφανίστηκε η Αλεπού, που έκανε τη θλιμμένη.
   «Τόσες φορές επιχείρησα να δω από κοντά το πρόσωπο των ανθρώπων, αλλά δεν το κατόρθωσα. Φοβάμαι την ανθρώπινη παρουσία και φεύγω μακριά. Έχω μια πληγή στο δεξί μου πόδι. Χρυσό μου κοριτσάκι, δε με λυπάσαι; Πλησίασε να μου φροντίσεις την πληγή!».
   Η Μυρτώ πονετική έκανε να πλησιάσει την Αλεπού, ο Αλέξης όμως άπλωσε τα χέρια του εμποδίζοντας την:
   «Ξέρεις τι θα πάθεις, αν την αγγίξεις; Θα σου ματώσει το πρόσωπο. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά τις προθέσεις του».
   Τα παιδιά κατάλαβαν πως πέρασαν την πρώτη δοκιμασία, από το γεγονός ότι ο Αλέξης ψήλωσε αρκετά και έβγαλε ένα μικρό χνούδι στο πηγούνι. Η Μυρτώ έδωσε το πρώτο φιλί. Στην αρχή ήταν μουδιασμένο, διστακτικό, έπειτα όμως  θερμάνθηκε από την κινητήρια δύναμη του πάθους.
   «Θέλω να ζήσουμε για πάντα μαζί. Είσαι ο σωτήρας μου», του είπε όλο νάζι.
   Μετά εμφανίστηκε ένα πολύχρωμο φίδι. Έβγαζε έξω τη διχαλωτή του γλώσσα και σέρνονταν στα ξερόκλαδα.
   «Βρε καλώς τους, τους ερωτευμένους! Ξέρετε καλά πως αλλάζω δέρμα.  
   Τώρα τελευταία έγινα πιο αθώος. Παλιότερα ήμουν πονηρός, ξεσήκωνα κάποιες νωθρές ψυχές να επαναστατήσουν. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι η φλόγα που καίει μέσα σας, δε θα σβήσει ποτέ; Μήπως δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες με τις ίδιες ή περισσότερες αρετές;»
   Η Μυρτώ εκνευρισμένη έδωσε μια κλωτσιά στο φίδι. Εκείνο κουλουριάστηκε από ένστικτο.
   «Φίδι ξεδιάντροπο -που κατάφερες να ρίξεις τους πρωτόπλαστους στη γη και τους εξόρισες απ’ τον παράδεισο- διαβάζω στα γυαλιστερά μάτια σου τους ύπουλους σκοπούς σου. Δε θα με χωρίσεις από τον εαυτό μου, γιατί το ταίρι μου είναι ο καθρέφτης που αντανακλά τον έρωτά μου».
   Ο Αλέξης κράτησε σφιχτά το χέρι της, συμφωνώντας μαζί της…
   Αργότερα τα παιδιά πήγαν για σπουδές. Συνέχιζαν να ζουν μέσα σε μια ονειρική αγάπη. Η Μυρτώ μοσχομύριζε νιάτα με το κατάξανθο μαλλί της και ο Αλέξης έλιωνε τον κόσμο στις παλάμες του.
   Τρίτη βρέθηκε στο δρόμο τους  η Μαϊμού. Είχε ένα ύφος αστείο και κακόμοιρο.
   «Βλέπετε πόσο δραστήρια και εκρηχτική είμαι. Από δέντρο σε δέντρο πηγαίνω χορεύοντας. Τι θέλετε και βασανίζετε τα μυαλά σας με τη γνώση. Όταν κάθεσαι με τις ώρες σε μια καρέκλα και μελετάς, δεν πρόκειται να γίνεις εξυπνότερος, αφού η εξυπνάδα είναι έμφυτη ικανότητα».
   Ο Αλέξης σταμάτησε τη Μαϊμού και τις φλυαρίες της: «Το ότι είσαι η καλύτερη ηθοποιός και γελάς συνεχώς, δε σημαίνει ότι είσαι ταυτόχρονα αγαπητή σε όλους. Ποτέ δε θα εμπιστευόμουν στην αγάπη έναν επιπόλαιο χαρακτήρα».
   Η Μυρτώ έγειρε στους ώμους του Αλέξη, λέγοντας του: «Θέλω ν’ ακούσω μια διαβεβαίωση πίστης από τα χείλια σου».
   «Θα σ’ αγαπώ αιώνια, καλή μου. Ποτέ δε θα προδώσω τα αγνά αισθήματά σου», της απάντησε εκείνος. Τα δυο παιδιά παντρεύτηκαν, έφτιαξαν ένα ωραίο σπίτι κοντά στην εξοχή και αντί για έπιπλα το γέμισαν με ελπίδες και όνειρα.
   Το Λιοντάρι τούς συνάντησε αγριεμένο. Ήθελε εγωιστικά να επιβληθεί με κούφια λόγια: «Μπορώ να σε κάνω να τρέξεις από φόβο χιλιόμετρα μακριά και να σε πιάσω πριν προλάβεις να κρυφτείς κάπου. Ποιος υπερέχει περισσότερο σε ικανότητες,  η γυναίκα ή ο άντρας; Κανείς δε συγκρίνεται μαζί μου στη δύναμη».
   «Βασιλιά των ζώων, απ’ τον άνθρωπο δανείζεσαι την δύναμή σου. Μπορώ να σε ξεπεράσω στο τρέξιμο, αν το θέλω. Μην καυχιέσαι άλλο. Δεν είναι ζήτημα εξουσίας οι σχέσεις των ανθρώπων», τον έβαλε στη θέση του η Μυρτώ.
   Το Λιοντάρι, πικραμένο και νικημένο από τη δεξιοτεχνία της γυναίκας, κρέμασε κάτω την ουρά του και έφυγε.
   Ο Αλέξης της είπε με σιγουριά: «Γυναίκα, πρέπει να κάνουμε παιδιά, πολλά παιδιά για να χαρούν κι εκείνα το θαύμα της ζωής, όπως εμείς».
   Το σπίτι στην εξοχή γέμισε με τις χαρούμενες φωνές και τα ευτυχισμένα κυνηγητά άτακτων μικρών. Οι πρώτες άσπρες τρίχες άρχισαν να φαίνονται στα μαλλιά των αγαπημένων γονιών τους.
   Η Κουκουβάγια, με το μεγάλο κεφάλι, τους έβαλε το ερώτημα: «Τα παιδιά μπορούν να αποχτήσουν τη σοφία των γονιών και με ποιον τρόπο;».
   Ο Αλέξης τη συμβούλεψε: «Η σοφία αποκτιέται μέσα από αγώνες. Μα η αγάπη είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος για να μεταδώσεις τη σοφία. Το παιδί ξέρει να διαλέγει απ’ τον γονιό τα σωστότερα και να προοδεύει».
   Η Κουκουβάγια έχασε για λίγο τη μιλιά της. Λες και ήταν μεθυσμένη, έβλεπε πάνω στα δυο παιδιά που είχαν ήδη γίνει μεγάλοι, να περνούν τα χρόνια γρήγορα. Οι αλλαγές ήταν απίθανες: τα γένια του Αλέξη κάτασπρα, τα δόντια κιτρινισμένα, εκείνο το σφριγηλό σώμα της Μυρτώς σε παρακμή, τα πρόσωπα ζαρωμένα, τα βλέμματα είχαν χάσει τη σπίθα της δημιουργικής ηλικίας. Και των δυο τα  πόδια βαριά, σηκώνονταν με δυσκολία. Τι δύσκολος χειμώνας προμηνύονταν γι’ αυτούς;
   Η ψυχή τους όμως ζούσε και βασίλευε, ό,τι τους τριγύριζε είχε βαφτεί στο χρώμα της  αγάπης και της υπομονής και στο τέλος ήθελε να τους αποζημιώσει ο Θεός μ’ ένα τραγούδι.
   Τότε, φτερουγίζοντας χαρμόσυνα, φάνηκε το Αηδόνι. Εξήγησε την απορία τους:
   «Δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι, μέσα από ένα τόσο ταπεινό πλάσμα, βγαίνει μια θεσπέσια φωνή; Κοιτάξτε τον εαυτό σας και θα καταλάβετε πως, αν και φαίνεσθε αδύναμοι, οι χάρες που κερδίσατε από αυτό το ταξίδι, εξαφανίζουν την αδυναμία σας».
   Η Μυρτώ επανέλαβε  για ακόμη μια φορά το πιο σημαντικό δίδαγμα της ζωής της: «Όλα τα ωραία πράγματα έρχονται με τα γηρατειά, όταν είσαι έτοιμος από καιρό  να αγκαλιάσεις τον δημιουργό των πάντων. Η μουσική αρμονία είναι το χάρισμα των ψυχών που πάλεψαν και κατάφεραν να τους μνημονεύουν άπειρες γενιές για την καλοσύνη και τα κατορθώματά τους».
   Ο Αλέξης συμφωνούσε πάντοτε με τη Μυρτώ. Εκείνη τον έπιανε απ’ το τρεμάμενο χέρι της, μα τον συγκρατούσε με γιγάντια δύναμη. Τον προστάτευε από τα εμπόδια, για να μη χάσουν την τελική πορεία.
   Ο Λύκος έδειξε τα κοφτερά δόντια του. Αμφέβαλλε: «Ήσασταν άραγε το τρανό παράδειγμα αφοσίωσης και πίστης;».
   Ο Αλέξης το πίστευε ακλόνητα, γι αυτό συμπέρανε: «Ήμασταν το μοναδικό ζευγάρι που δεθήκαμε με τα αιώνια δεσμά της πίστης».
   Επιτέλους άρχισε να εισχωρεί το φως των αστεριών και να αισθάνονται πως έφτασαν στο τέρμα του περάσματος. Τα δέντρα τώρα δεν έπλεκαν τα φύλλα μεταξύ τους, καμάρωναν την κορμοστασιά τους προς τον ουρανό. Μήπως είχανε κοιμηθεί και έπρεπε να ξυπνήσουνε; Αν η ζωή τους ήταν σκέτο παραμύθι, γιατί έπρεπε να το απαρνηθούν;
   Στην έξοδο, λοιπόν τους περίμενε το ξωτικό και παραδίπλα ένας χαμογελαστός κύριος που τους ρωτούσε, αν έπλασε με επιτυχία το παραμύθι. Αν αποτύχαινε στο σκοπό του, θα έκλαιγε σαν μικρό παιδί ο συγγραφέας. Ίσως όμως, δεν ανταποκρίθηκε όσο έπρεπε στις επιθυμίες των παιδιών. Αλλά εκείνα δεν τον άκουγαν, γιατί η ακοή τους, λόγω γηρατειών είχε μειωθεί σημαντικά.
   Ο παμπόνηρος Σοφούλης έδινε συγχαρητήρια: «Μπράβο σας, θνητοί με σθένος άφταστο!».
   Το ζευγάρι σαν να φαινόταν δυστυχισμένο, πρότεινε στο ξωτικό: «Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, τότε που ήμασταν τρυφερά βλαστάρια».
   «Θα σεβαστώ την επιθυμία σας, διότι είσαστε νικητές! Περάστε πάλι μέσα από το μονοπάτι και σε λίγα λεπτά το μέλλον όλο θα έχει γίνει σκόνη. Όσα ζήσατε θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ».
   Τα παιδιά βγήκαν ξανά στο δάσος και ανάσαναν βαθιά στον καθαρό αέρα. Οι αναμνήσεις τούς βάραιναν ακόμη. Άκουσαν τις φωνές των γονιών τους, που τους αναζητούσαν από το πρωί, τρομαγμένοι με τη σκέψη ό,τι βρίσκονταν σε κίνδυνο.
   «Να! Εκεί πέρα! Βρέθηκε το παράνομο ζευγαράκι!».
   «Μαμά, ο Αλέξης μου τραβούσε τα μαλλιά. Χάλασαν τα ωραία κοτσιδάκια μου!».
   «Αλέξη, πειραχτήρι δεν είπαμε να προσέχεις τα κορίτσια; Με το μαλακό…».
   Τα παιδιά κοιτούσαν τους γονείς τους παράξενα. Κατά βάθος, κανένα δεν ήθελε να είναι στη δεινή θέση τους, όσες εμπειρίες κι αν μάζευαν στο σακούλι του χρόνου. Πιο δελεαστικό το προνόμιο των μικρών, η ξεγνοιασιά, από το προνόμιο των μεγάλων, τη σοφία. Τους άρεσε να κολυμπάνε ανυποψίαστοι στην θάλασσα της αθωότητας και ν’ απολαμβάνουν το εφήμερο.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

2 σχόλια: