Καθόμουν και σκεφτόμουν με ποιον τρόπο μπορεί κάποιος να φανεί ήρωας. Πώς γίνεται ν’ αποδείξει στην αγαπημένη του ότι αξίζει να τον αποκαλούν ήρωα. Ονειρευόμουν πως η Μυρτώ κινδύνευε. Την έβλεπα σαν πριγκίπισσα κλεισμένη στο κάστρο της, την ώρα που οι βάρβαροι ορμούσαν στα τείχη της πόλης για να την κατακτήσουν.
«Τι κάθεσαι άπραγος Ιβανόη, έλεγα στον εαυτό μου. Όρμισε με θάρρος στη μάχη να σκορπίσεις τους εχθρούς!».
Σε άλλο επεισόδιο, που είχε πλάσει η φαντασία μου, η Μυρτώ κατέβαινε στους αγρούς την άνοιξη να κόψει μαργαρίτες. Εκεί που χαιρόταν τη φύση αμέριμνη, ένα φαρμακερό φίδι την τσίμπησε και ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Τότε, έτρεξα να τις δώσω τις πρώτες βοήθειες. Έκοψα ένα κομμάτι από τη μπλούζα μου και έδεσα σφιχτά το πόδι της πάνω απ’ την πληγή για να μην προχωρήσει το δηλητήριο προς την καρδιά. Ύστερα την ανέβασα στους ώμους μου και τη μετέφερα μέχρι το παλάτι-σπίτι της, όπου οι υπηρέτριες τής πρόσφεραν τις φροντίδες τους.
Ήρθε αμέσως ο γιατρός και αφού έβηξε, ανακοίνωσε τη διάγνωση με σοβαρό ύφος: «Δηλητηρίαση από τσίμπημα οχιάς».
Της έκανε μία ένεση και μετά μας είπε να την αφήσουμε μόνη να συνέλθει.
Ο πατέρας και η μητέρας της με ευχαρίστησαν και με προσκάλεσαν στο τραπέζι για φαγητό. Θεώρησαν πως, με τη γενναιότητα που έδειξα, είχα γίνει πια άντρας. Η μητέρα της μου έφερε μια πορτοκαλάδα για να δροσιστώ.
Ο κύριος Ιωακειμίδης είπε να την πάρει από δω και να φέρει ένα ποτηράκι κρασί, «να πιούμε μαζί σαν άντρες». Μετά κοίταξε τη Μυρτώ, που στο μεταξύ είχε συνέλθει, και της πρότεινε: «Να, ένα άξιο παλικάρι να παντρευτείς. Δεν μοιάζει καθόλου τα μαμμόθρεφτα της πόλης».
Εγώ καμάρωνα. Μέχρι πότε θα περίμενα για να έρθει αυτή η ευτυχισμένη ώρα; Πότε θα μεγάλωνε επιτέλους και θα άφηνε στην άκρη τις κούκλες της; Πότε θα έβλεπε με σοβαρότητα το μέλλον της χωρίς την παιδική αθωότητα και αφέλεια;
Σε άλλη σκηνή μες στη μοναξιά μου εκείνη κολυμπάει στο ποτάμι και το ρεύμα την παρασέρνει με ορμή. Πριν τη χτυπήσει με βία πάνω στους κορμούς των δέντρων και τις πέτρες, βουτάω χωρίς να σκεφτώ τίποτα και τη συγκρατώ δυνατά με το ένα μου χέρι, ενώ με το άλλο χέρι πιάνομαι από ένα γερό κλαδί. Σώθηκε η όμορφη Μυρτώ και πέφτει πάνω μου να μ’ ευχαριστήσει. Από μια μικρή γρατσουνιά κυλάει στο πρόσωπο της λίγο αίμα. Τη σκουπίζω και αναστενάζω.
«Ήταν καθαρή επιπολαιότητα, της λέω, να πέσεις στο ποτάμι χωρίς να βρίσκεται κάποιος μεγάλος δίπλα σου. Το ποτάμι είναι απρόβλεπτο και άγνωστο».
Συμφώνησε. Τα μάτια της έλαμψαν πάλι, αφού πέρασε η σκοτεινή περιπέτεια. Ο έρωτας γίνεται ζωγράφος μες στα μάτια της, πλάθει τα χρώματα με μια γλυκύτητα και χαίρεσαι ν’ αγναντεύεις σ’ αυτό το τοπίο. Ατάραχος. Σίγουρος πως η ομορφιά θα είναι δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή, σύντροφος και βοηθός σου.
Πολύ όμορφο Λάσκαρη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Εύη!!!
Διαγραφή