Τη νύχτα εκείνη κουρασμένος
έκανε ν’ ακουμπήσει την πλάτη του
στον κορμό του δέντρου π’ αγαπούσε
και πάνω του ζωγράφιζε καρδιές.
Μα τότε θυμήθηκε πως στ’ αλήθεια τώρα δεν υπήρχε
των παιδικών του χρόνων η συντροφιά η σκιερή.
Η ψυχή του ράγισε και έκλαψε με πόνο:
«Να δώσω την καρδιά μου στην άνοιξη
ν’ ανθίσει μια ζωή με την αγάπη του ανθρώπου
που στερήθηκες εσύ σαν το μικρό παιδί!».
Το φρόντιζες και γίνονταν αστέρια τα κλαδιά του,
τα φύλλα του στο άγγιγμα του ανέμου έψελναν προσευχές
και τ’ άφθονο νερό δρόσιζε τις ρίζες του
με της νεράιδας και του έρωτα τη χαρά.
Κι αν έρθει πάλι η φωτιά που άπλωσε η ένοχη σιωπή του ανθρώπου
κι αν φτάσει πάλι η πράσινη αθώα ψυχή να ποτιστεί με δάκρυ,
κάνε, Θεέ μου, κλαδί την πληγή του μαραμένου δέντρου,
κάνε τον ήλιο προστάτη της πράσινης αγκαλιάς
και των πουλιών τα κλάματα για τα τραυματισμένα ζώα
ας γίνουν γλυκές φωνές που σκορπίζουν ηρεμία.
Ξύπνα για πάντα φύση χαμογελαστή
και δώσε στους ανθρώπους των δέντρων τη φωνή.
Έλα με των ανθών σου το απαλό χάδι
και μύρο άφησε στο λαβωμένο χώμα
να γεννηθεί η ευτυχία στις ευαίσθητες ψυχές. Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου