Λάσκαρη Ζαράρη
«Η θάλασσα που μας ενώνει»
Ήρα Εκδοτική
Συλλογή διηγημάτων
Αγχίαλος, Ιούνης του 2013
«Η θάλασσα που μας ενώνει» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του πολυγραφότατου συντοπίτη συγγραφέα, κυρίου Λάσκαρη Ζαράρη που κυκλοφορεί από την Ήρα Εκδοτική, έναν εκδοτικό οίκο της περιοχής μας, με πολλά όνειρα και φιλοδοξίες, έναν εκδοτικό οίκο που αγκαλιάζει τους δημιουργούς και σέβεται τον πνευματικό τους μόχθο. Θέλω λοιπόν πρώτα -πρώτα να ευχαριστήσω και τον αγαπητό Λάσκαρη για την τιμή να με επιλέξει να μιλήσω σήμερα γι’ αυτό, αλλά και την Ήρα Εκδοτική, τον Ηρακλή Καρινάκη και την Μαρία Αρφέ, γιατί πίστεψαν κι εξέδωσαν ένα βιβλίο σαν αυτό ικανοποιώντας τις αισθητικές απαιτήσεις μας ως αναγνώστες.
«Η θάλασσα που μας ενώνει», λοιπόν, μια συλλογή διηγημάτων που διαπραγματεύονται εν γένει την πάλη του ήρωα, μια πάλη ενάντια στη φθορά και τη σήψη, μια πάλη απέναντι σε ένα αβέβαιο μέλλον, μια πάλη που όμως τελικά παρωθεί σε αγώνα, στην επιβίωση, σε μια νίκη, σε αγώνες, σε θυσίες με κύριο ζητούμενο την εθνεγερσία, την ανακατάληψη των χαμένων, αλύτρωτων πατρίδων του ελληνισμού. Μια έκκληση αποτελεί τούτο το σπονδυλωτό βιβλίο να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι κι ο αγαπητός Λάσκαρης το κάνει χωρίς να παρεκτρέπεται σε άκρατο εθνικισμό, εδράζοντας στις απαιτήσεις του λαού του, του λαού μας, στην ακατάλυτη ιδέα του δικαίου, του πρέποντος, του αρμόζοντος και του ηθικού.
Διηγήματα αμιγώς ελληνικά γύρω από μια θάλασσα άλλοτε μητέρα κι άλλοτε μητριά που συχνά πυκνά μέσα στη μακραίωνη ελληνική ιστορία μας αναγκαστήκαμε να πλεύσουμε διωγμένοι, κυνηγημένοι, πρόσφυγες, άντρες και γυναίκες κι άλλες τόσες φορές μας έσωσε μεταφέροντας μας σε πρωτοϊδωμένα λιμάνια, την απαρχή νέων αγώνων. Μια θάλασσα στην οποία κατά έναν παράξενο τρόπο στο ομότιτλο διήγημα αυτού του βιβλίου κάθε πιτσιρικάς που ρίχνει ένα βότσαλο, αντηχεί πυροβολισμούς και φωνές χτυπημένων ανθρώπων… μια θάλασσα που βρέχει αέναα τον επιβλητικό όγκο θλιμμένων βράχων, εκεί όπου πολλοί θυσίασαν τη ζωή τους για χάρη ενός έρωτα που δεν έβρισκε ανταπόκριση ή μιας ζωής αφόρητης χωρίς τον λαμπερό ήλιο της ελπίδας.
Ορυμαγδός, φωτιά κι αντάρα, στάχτη και μπούλμπερη ξεριζωμός, κι ένα ταξίδι προς αναζήτηση της σωτηρίας . Μετά από πολλούς αιώνες ακμής, η παρακμή, ο διωγμός, η φυγή. Μια φυγή που πληγώνει αφού, όπως γράφει ο συγγραφέας, «η πίκρα των ανθρώπων που άφησαν τα σπίτια τους κι έχασαν τους δικούς τους, τους πνίγει, όπως τα αγριόχορτα. Δεν μπορεί να ευδοκιμήσει μέσα σ’ ένα ποτάμι από δάκρυα»!!!
Ανατολική Ρωμυλία, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη… αλύτρωτοι Έλληνες, Έλληνες που αναπολούν περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα κλαίνε, με τη λαχτάρα πάντα άσβεστη να τα ξαναδούν, να τα ξαναχαρούν, να ξαναπατήσουν το πόδι τους στα αγιασμένα χώματά τους, τις χαμένες εστίες, πρόσφυγες παραριγμένοι στις εσχατιές του κόσμου μας.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια πόλη ξακουστή μέσα στην αγκαλιά του Εύξεινου Πόντου κι εκεί όλοι ζούσανε ευτυχισμένοι, φτωχοί και πλούσιοι, αγρότες και τεχνίτες, έμποροι και γιατροί, ψαράδες και ναυτικοί. Μα φύγανε τόσο βιαστικά που δεν μπορέσανε να πάρουν μαζί τους όσα δημιουργήσανε. Κι αυτό το παραμύθι γράφτηκε με αίμα και πόνο, που έτσι και το ανοίξεις ολόκληρο, οι σελίδες του σκεπάζουν σαν τεράστιες φτερούγες όλον τον Ελληνισμό, μα και τον κόσμο ολόκληρο και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να μείνει ασυγκίνητος με το δράμα εκείνου του ξεριζωμού».
Κι όταν έφταναν σε μια ξέρα άρχιζε ο αγώνας της επιβίωσης, η προσπάθεια να δαμάσουν θεριά ανήμερα, άψυχα κι έμψυχα, να τιθασεύσουν τη γη και τους ανθρώπους, να συνεχίσουν να ζουν παρά τις αντίξοες συνθήκες κι ένα σωρό τέρατα… Ακόμα και μέσα στη σκλαβιά, τον πόνο, την ανελευθερία, όμως, τα αισθήματα διατηρούνται σθεναρά, οι ψυχές ακμαίες, τα πνεύματα ισχυρά. Φιλίες, έρωτες, ελπίδες, πόθοι, φόβοι, ονειροπολήσεις, αγάπη κι έρωτας, όρκοι και θυσίες υφαίνουν το μαγνάδι της ζωής αριστοτεχνικά ακολουθώντας τα χνάρια της γραφής που η πένα του καλού λογοτέχνη Λάσκαρη Ζαράρη αφήνει νοσταλγικά στο διάβα της πάνω στο λευκό χαρτί
Ιστορίες επαναλαμβανόμενες απλών ανθρώπων, μαχητών της ζωής, ηρώων… Ανθρώπων που δεν έσκυψαν το κεφάλι στη γη που όργωναν και πότιζαν με τον ιδρώτα τους, τη γη που τους έδινε τους καρπούς της ως ανταμοιβή των κόπων του κι έτσι έσκαγε το χείλι τους κι αρχίνιζε το γλέντι… ανθρώπινος μόχθος με παλικαρίσια υπομονή, ζωή και τραγούδι μέχρι την έλευση του θανάτου… Μα πριν κλείσουν τα μάτια τους οι γενιές των ανθρώπων είναι προορισμένοι να αγαπήσουν, να βιώσουν τον έρωτα, μια καθαρτήρια δύναμη, λυτρωτική, που σώζει, αναζωογονεί τους ταλαιπωρημένους, παρηγορεί και γλυκαίνει χωρίς να διαγράφει απ’ την ψυχή τους τον πόνο της προσφυγιάς ή τον πόθο της επιστροφής στα πάτρια, σε μια πρότερη ευτυχία…
Μέσα από τα ανθολογούμενα διηγήματα του Λάσκαρη Ζαράρη ζωντανεύει στο νου μας όλη η ελληνική ιστορία που ’χει τόσες φορές ποτιστεί με δάκρυα κι αίμα κι έχει αφήσει ανοιχτές ανεπούλωτες πληγές μεταβιβάζοντας από γενιά σε γενιά ένα αναπάντητο «γιατί».
Ο αγώνας του 1821, η εκδίωξη των ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, η μικρασιατική καταστροφή, ο διωγμός των Ποντίων, δεν αποτελούν παρά επαναλαμβανόμενα ιστορικά στιγμιότυπα, ελαφρώς παραλλαγμένα στο χρόνο, γεμάτα από αγώνες ενάντια σε αιμοβόρους κατακτητές αλλά και σε ένα μελανό πλέγμα που ορίζει η προδοσία, η αμφισβήτηση και το μίσος ανάμεσα σε ισχυρές φατρίες με πυρακτωμένα πάθη. Κι εδώ παρεμβαίνει κατά τον Λάσκαρη Ζαράρη ο ποιητής που ποιεί ειρήνη με τους στίχους του κι επιχειρεί να επιφέρει την αγάπη, την ομόνοια σε ένα λαό που τα πάθια του τα διογκώνει με το πάθος του να κυνηγάει τον αδερφό του, τον ομοεθνή, τον ομόθρησκο κι αντί για αδερφό του να τον κάνει εχθρό του κι ορκισμένο αντίπαλο.
Σε τούτο το απαξιωτικό για τους Έλληνες σκηνικό του τρόμου, ο πολεμιστής Έλληνας είναι ο ήρωας που ανθίσταται, ο ήρωας που ενώ βάλλεται από ομοεθνείς κι αλλοεθνείς ισχυρούς προχωράει με λιγοστές δυνάμεις κινώντας τα μέλη του με το πάθος για μια νέα νίκη, ικανή να προσδώσει κύρος σε ένα ταπεινωμένο έθνος. Το μόνο που δεν ταιριάζει σε αυτούς τους αγωνιστές είναι ο εξευτελισμός της ταπείνωσης, η ραγιαδοποίηση του, η πρόσδεσή του στο άρμα του δυνάστη. ΄Έτσι η ζωή των Ελλήνων προσφύγων, φερ’ ειπείν στην Σμύρνη είχε καταντήσει ανυπόφορος τραγέλαφος:
«Ήταν κάποιες αστείες σκηνές που σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, θα έκαναν όλους να γελάσουν. Μα φαίνεται ότι το γέλιο το απόδιωχνε η ψυχή σαν κατάρα, τα μάτια το απέφευγαν σαν απειλή και τα χέρια το μαδούσαν σαν μαργαρίτα. Μόλις πήγαινε να εμφανιστεί στα χείλη, τα δόντια το δάγκωναν, τα χείλη μάτωναν κι η γλώσσα αλμύριζε κι έφτυνε το άχρηστο χαμόγελο. Η λύπη γέμιζε το βλέμμα και το πρόσωπο, μούτρωνε τα μάγουλα, τα βαθούλωνε, τα ρυτίδωνε, τα χαράκωνε με τη λεπίδα μιας βαριάς μοίρας», αφηγείται ο Λάσκαρης Ζαράρης σε ένα από τα ανθολογούμενα διηγήματά του.
Μια ηρωίδα ελκυστική και ζηλευτή είναι η Χαρίκλεια η Σμυρνιοπούλα, με τη δυνατή ψυχή που ανατροφοδοτείται απ’ την αγάπη για την πατρίδα και τους δικούς της κι αποφεύγει την ατίμωση της φεύγοντας μακριά απ’ την πατρίδα με ένα κλωνάρι βασιλικό πάνω της για να οσφραίνεται τη λατρευτή Σώκια που άφησε απρόσμενα χωρίς να το θέλει. Κι όσο η τύχη παίζει με τους ανθρώπους τα παιχνίδια της εκείνη αντέχει μονολογώντας με καημό τον καημό της με μια μόνο ελπίδα -παρηγοριά:
«Όνειρα κι ελπίδες, έρωτες ανεκπλήρωτοι, λύπη κι οργή, πίκρα και πόνος, όλα ας ριζώσουνε εδώ, στην καινούργια πατρίδα!».
Αλλά ο Λάσκαρης Ζαράρης κατορθώνει να αφουγκραστεί και μας μεταφέρει με την πένα του τα τεκταινόμενα στην αντίπερα όχθη των ανθρώπων, αφού όπως λέει χαρακτηριστικά ο πόνος της καταστροφής είναι κοινός κι ενώνει τους ανθρώπους. Όπως έχασε το ταίρι της, τον Αντώνη η Χαρίκλεια, έτσι έχασε τον αρραβωνιαστικό της μια μικρή χανούμισσα, η Σενιχά. Τον κοινό πόνο της απώλειας μόνο η αγάπη, η συντροφικότητα, ένας λόγος κι ένα χάδι μπορεί όμως να κατευνάσει.
Μέσα από τα ανθολογούμενα διηγήματα, το παρελθόν με το παρόν διαπλέκονται αρμονικά, νομοτελειακά και το τώρα ως φυσική συνέχεια του χθες προβάλλει με σθένος μέσα από την πένα του συγγραφέα, την ανάγκη επιβολής της ειρήνης, καταδικάζοντας λογοτεχνικά τη φρίκη του πολέμου, την τρέλα του εθνικισμού:
«Η μοναδική ελπίδα που με θέρμαινε ήταν να τελειώσει σύντομα αυτή η καταστροφική διαδικασία: άνθρωποι να σκοτώνονται -κανείς δεν ξέρει από ποια ακριβώς αιτία-, τα τηλεβόα μουγκρίζουν νυχθημερόν, σπέρνουν παντού τις πύρινες μπάλες τους. Ο ουρανός σκοτεινιάζει απ’ τα κτίσματα που γκρεμίζονται, ενώ οι καπνοί της φωτιάς, που εξαπλώνεται αχαλίνωτα, σου πνίγουν την ανάσα. Κυρίως, εννοώ την άλλη, μεγαλύτερη, πιο επικίνδυνη φωτιά, που ανέρχεται απ’ την ψυχή του ανθρώπου και φουντώνει με τη σκληρότητα, την αδιαφορία, την ωμότητα, την εγκατάλειψη κάποιες φορές του αντίπαλου τραυματία. Δεν είναι αυτός ο νόμος του ευαίσθητου ανθρώπου, αλλά του άγριου πολέμου. Ο άνθρωπος δηλητηριάζεται απ’ τα ανεξέλεγκτα πάθη κι ας διψάει να νιώσει ελεύθερος στη γη του, ας ποθεί να ζει σ’ ένα περιβάλλον φιλικό χωρίς καταπίεση, για να γίνουν τα όνειρά του πραγματικότητα.
Μόνο ένα σπίτι υπάρχει για τον καθένα μας, ένα σπίτι με μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά που θα τρέξεις σαν μικρό παιδί να προστατευτείς και θα ξεχαστεί αμέσως το πρόσκαιρο, σκληρό παιχνίδι της μοίρας, που σ’ έριξε στη μάχη».
Στον αντίποδα του πολέμου ο Λάσκαρης Ζαράρης αντιπαραθέτει τον Έρωτα, την ποίηση, τη Λογοτεχνία γράφοντας χαρακτηριστικά:
«…στη ζωή, μας γεμίζουν άλλα πράγματα που ανυψώνουν τον άνθρωπο στη σφαίρα του νοητού, όπως η ποίηση, ο έρωτας. Τι άλλο πιο σημαντικό υπάρχει απ’ το να ανοίγεις στον ορίζοντα έναν λαμπερό ήλιο, έστω κι αν εκεί που στέκεσαι τώρα δεν τον βλέπεις ή είναι τόσο σκοτεινός για να σε πλησιάσει; Γιατί ν’ ανοίγεις χαρακώματα και να υιοθετείς τις τακτικές του πολέμου, αντί να σπέρνεις στους δυστυχείς, στους κακοπαθούντες την ελπίδα με τους στίχους σου και να φυτρώνει στην πέτρα το δέντρο της ευτυχίας; Στον πυκνό ίσκιο του θα ονειρεύεσαι την αξέχαστη ομορφιά των ερωτικών στιγμών κάτω από ένα θαυμάσιο, ασημένιο φεγγάρι».
Η θάλασσα που μας ενώνει είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο και στοιχειό που προσδιορίζει την ελληνική φύτρα. Μέσα στην πορεία του χρόνου συνέβησαν πολλά, λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, αδικίες, εγκλήματα. Ο Λάσκαρης Ζαράρης, όμως δε στέκεται σε όσα έγιναν, μα και σε όσα πρέπει να γίνουν. Γι’ αυτό με δεξιοτεχνία καυτηριάζει την προσπάθεια εξαπάτησης του χειμαζόμενου ελληνικού λαού από τους πολιτικάντηδες, που με παχιά λόγια και με βαρύγδουπες λέξεις επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη εδραιώνοντας τα στενά κομματικά τους συμφέροντα. Οι απόγονοι τόσων άξιων προγόνων, οι συνεχιστές μια παράδοσης κι ενός πολιτισμού τόσων αιώνων και μια δυναμικής που δεν επιβλήθηκε βίαια στους άλλους, αλλά διαπότισε πνευματικά και διαμόρφωσε ήθη, ιδέες κι αξίες, αξίζει μια καλύτερη τύχη. Μόνο έτσι οι ήρωες θα αποδειχθούν νικητές, δε θα ακυρωθούν οι πρότεροι αγώνες τους, δε θα αμαυρωθεί η θυσία τους εξασφαλίζοντας μια ισάξια συνέχεια από δω και πέρα, μια καλύτερη ζωή για τους επιγόνους.
Αγαπητέ φίλε πια και ομότεχνε Λάσκαρη σ’ ευχαριστώ γιατί μέσα και από αυτό το βιβλίο σου μου χάρισες μια όμορφη αναγνωστική εμπειρία, γι’ αυτό και είμαι απόψε εδώ να μεταφέρω τη γνώμη μου στους μελλοντικούς αναγνώστες σου, πιστεύοντας ακράδαντα πως συγγραφέας δεν είναι αυτός που εκδίδει βιβλία, αλλά εκείνος που διαβάζεται από αναγνώστες, που αντέχει στον χρόνο, που δεν επαναλαμβάνεται σε κάθε επόμενο βιβλίο του, αλλά κάθε φορά δίνει κάτι καινούριο, κάτι που τον καταξιώνει και τον βοηθά να ανέλθει την υψηλά κλίμακα της λογοτεχνίας…
Καλή συνέχεια στη γοητευτική αλλά ομολογουμένως δύσκολη διαδρομή σου…
Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ
Βιογραφικό Σημείωμα του Διονύση Λεϊμονή
Ο Διονύσης Λεϊμονής γεννήθηκε σε μια κωμόπολη τη Αιτωλοακαρνανίας, το Αιτωλικό. Από πολύ νωρίς στράφηκε στη συγγραφή παιδικών και νεανικών ιστοριών. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων. Σήμερα ζει στη Νέα Ιωνία Βόλου και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ παράλληλα ασχολείται με την αρθρογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, ενώ έχει λάβει διακρίσεις για διηγήματα αλλά και ποιήματά του.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στον αγώνα ζωής ενός παραπληγικού νεαρού σε μια «ανάπηρη κοινωνία», εκδόθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Συνεργασίας Νέων Λογοτεχνών την Άνοιξη του 2006 και σήμερα επανεκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο «Παππάς». Τoν Απρίλη του 2009 κυκλοφόρησε το νεανικό του μυθιστόρημα (κατόπιν βράβευσής του από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού βιβλίου) με τίτλο «Το μυστικό της Δαγκάνας» από το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τραπέζης Κύπρου. Το καλοκαίρι του 2009 εξέδωσε στον εκδοτικό οίκο «Ακρίτας» το μυθιστόρημα του «Χαμένο ταίρι» που αναφέρεται στη Μικρασία.
Τον Οκτώβρη του 2013 θα κυκλοφορήσει από την Ήρα Εκδοτική που εδρεύει στην πόλη του Βόλου, το πρωτοχρονιάτικο παραμύθι του «Τα τίμια δώρα», ενώ τον Μάρτη του 2014 θα κυκλοφορήσει από τη σειρά «Περιστέρια» (για παιδιά από 9-15 ετών) του εκδοτικού οίκου Πατάκη το παιδικό του μυθιστόρημα «Το δέκατο έβδομο κιβώτιο», που αναφέρεται στα Παρθενώνεια Μάρμαρα που καταχρηστικά αφαίρεσε από τη χώρα μας ο ΄Ελγιν.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την επιμέλεια και κριτική έργων, την παρουσίαση βιβλίων στην πόλη του Βόλου, τη διοργάνωση φιλολογικών-λογοτεχνικών εκδηλώσεων, αλλά και με τη διοργάνωση σεμιναρίων δημιουργικής γραφής για παιδιά και ενήλικες στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο και σε άλλες πόλεις.
Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο, ενώ πολλά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε δικτυακά περιοδικά. Μεγάλη του αγάπη το ραδιόφωνο, στο οποίο παρουσιάζει σε τοπικό σταθμό του Βόλου (Ράδιο Ένα) την εκπομπή «Μιλάμε για το βιβλίο» στην οποία δίνεται βήμα στους δημιουργούς, προωθώντας το καλό βιβλίο για ενήλικες αλλά και παιδιά, εκπληρώνοντας ένα όνειρο χρόνων. Είναι επίσης υπεύθυνος της σχολικής βιβλιοθήκης του 3ου Γυμνασίου Νέας Ιωνίας Βόλου, εκπρόσωπος στην περιοχή της Μαγνησίας της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, μέλος της εξελεγκτικής επιτροπής του Σωματείου Συγγραφέων της Μαγνησίας και μέλος λογοτεχνικών σωματείων και ενώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου