Αγαπητοί κύριοι, αγαπητές κυρίες, καλησπέρα σας.
Αγαπητοί συμπατριώτες και συμπολίτες, όλοι μας γνωρίζουμε πως ο τόπος μας· η Νέα Αγχίαλος, δε θα είχε την άνθηση που έχει σήμερα εάν δεν κατοικούνταν από ανθρώπους με πολύπλευρη δραστηριότητα, εργατικότητα και μεγάλη ευαισθησία στον πολιτισμό και τις τέχνες.
Θα μνημονεύσω έναν σημαντικό Ανατολικορωμυλιώτη, Αγχιαλίτη από την πλευρά της μητέρας του, τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, γιατί νιώθω πως έχω υποχρέωση να αναφέρω το όνομά του, που αποτελεί ζωντανή κληρονομιά για εμάς και μεθυστικό ποτό του παρελθόντος. Εκείνος λοιπόν, έγραψε στο πασίγνωστο ποίημά του με τίτλο «Πρόλογος»:
«Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά».
Πράγματι, η θάλασσα που αντίκριζε και θαύμαζε ο ποιητής των «Μοιραίων» ήταν η αθώα, φιλική και στοργική σαν την αγκαλιά της μάνας, αλλά και η οργισμένη, η άγνωστη, εκείνη που εγκυμονεί κινδύνους από τους δυσδιάκριτους υφάλους και σκοπέλους της ζωής. Ήταν ο Εύξεινος Πόντος που ένωσε σε μια ατυχή συγκυρία για τη μοίρα του Ελληνισμού, την αλμύρα, τους κυματισμούς με τον πόνο και των καημό τον «ξεριζωμένων» προσφύγων, που εγκατέλειπαν την αγαπημένη τους Ανατολική Ρωμυλία. Το καράβι που ταξίδευε τους βασανισμένους προγόνους μας στις καινούργιες πατρίδες τους, σκορπούσε τριγύρω μια θλιμμένη μουσική, στα πανιά του όμως αργοφυσούσε κάποιες στιγμές η ελπίδα.
Το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, μ’ έκανε να θυμηθώ ένα δικό μου ποίημα, όπου γίνεται ένας διάλογος μεταξύ μιας γερόντισσας, σκυφτής και λεπτοκαμωμένης και του παιδιού της που δεν ήθελε να δακρύσει ποτέ και την ρωτούσε με αγωνία:
«Πού θα ριζώσουμε αγνή και σοφή γιαγιά,
σε ποια χώρα θα θεριέψει η γενιά μας;».
«Εκεί που σύννεφο δε θα σκεπάζει τα όνειρά μας,
όπου το αίμα μας θα έχει γίνει ένα βιβλίο ιστορίας
κι οι επόμενες γενιές θα μαθαίνουν με περηφάνια
τι ομορφιά είχαν οι τόποι που αφήσαμε».
Με αυτό τον τρόπο προόδεψε ο πρόσφυγας! Γιατί δε δείλιασε να χτίσει ένα καινούργιο σπίτι, να ξεκινήσει τη ζωή του από το μηδέν, ενώ στην πορεία για την πραγματοποίηση των ονείρων του, σφυρηλάτησε την ψυχή του. Και σίγουρα ενίσχυε τις δυνάμεις του, όταν τις ώρες της ξεκούρασης τον κύκλωναν οι αναμνήσεις μιας ποιοτικής ζωής: τα τραγούδια, οι μουσικές, η ευωδιά του μούστου, η ηλιοκαμένη όψη των ανθρώπων που δούλευαν στ’ αμπέλια και στις αλυκές, οι χαρές και οι λύπες τους.
Βέβαια, πέρα από τον τόπο που προέρχεται ο κάθε «ξεριζωμένος», ήταν αναγκαίο να αποκτηθεί μία κοινή συνείδηση μεταξύ των προσφύγων και προς αυτή την κατεύθυνση, προσπάθησα να καταγράψω στο βιβλίο μου με τον συμβολικό τίτλο: «Η θάλασσα που μας ενώνει», φανταστικές αλλά και πραγματικές ιστορίες (από την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας, τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, το Μεσολόγγι), δείχνοντας σεβασμό πάντοτε στις ιστορικές πηγές.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη ομιλία, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές: τον Φιλοπρόοδο Σύλλογο Νέας Αγχιάλου, τον Σύλλογο Προβολής και Διατήρησης της Παράδοσης της Ανατολικής Ρωμυλίας Βόλου, αλλά και τον φιλόλογο και συγγραφέα κύριο Διονύση Λεϊμονή που ήρθε να μιλήσει για το βιβλίο.
Συγχαρητήρια Λάσκαρη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Εύη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή