Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΜΑΚΡΙΑ



Από το πρωί ήθελε να φύγει. Δεν ήξερε για ποιόν προορισμό. Ήθελε να κατευθυνθεί όσο πιο μακριά γινόταν. Εάν ήταν δυνατόν, θα άφηνε πίσω του μία στάσιμη ζωή, όπου το μόνο που νόμιζε ότι κινούνταν ήταν το πνεύμα. Φυσικά, γνώριζε ότι κάθε μέρα που περνούσε άλλαζαν πάμπολλα πράγματα: πρώτα από όλα στο σώμα του, τα μαλλιά και τα νύχια μεγάλωναν· επίσης, τα ρούχα του φθείρονταν και χρειάζονταν πλύσιμο ή ανανέωση. Όμως κατά βάθος νόμιζε ότι βρισκόταν σε μία βάρκα, που αν και ξανοιγόταν κάποτε στα ανοιχτά, έπρεπε πάντα να επιστρέφει στο ίδιο λιμάνι.
Λοιπόν, αποφασίζοντας να ξανοιχτεί αυτήν τη φορά για τα καλά, βαθιά στο πέλαγος, και ίσως στο μεγάλο, όλο προκλήσεις ωκεανό, μάζεψε μία νύχτα λίγα από τα πράγματά του και ξεκίνησε. Δεν ήθελε να ενοχλήσει κανέναν, ούτε άντεχε να δικαιολογήσει την απόφασή του ή να απολογηθεί για αυτήν στους οικείους του.
Πήρε λοιπόν το λεωφορείο στις 2.00 τα ξημερώματα της Δευτέρας μετά την Κυριακή του Πάσχα. Αφού φόρτωσε της αποσκευές, κάθισε σε μία από τις μεσαίες θέσεις χωρίς κανένας να υπάρχει δίπλα του. Αλλά ούτε και στα διπλανά καθίσματα υπήρχε κανείς· μόνο μπροστά και πίσω του, νέοι άνθρωποι, ίσως φοιτητές, αλλά και άλλοι, διαφόρων ηλικιών, κάθονταν ήρεμα και άφηναν το επιβλητικό, μελαγχολικό και ογκώδες όχημα να τους μεταφέρει, καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Σε μία στάση δύο νέες φοιτήτριες μπήκαν θορυβωδώς μέσα στο λεωφορείο. Κάθισαν δίπλα του στα απέναντι καθίσματα, και άρχισαν να μιλάνε για διάφορα θέματα, στην αρχή δυνατά, αλλά σιγά-σιγά η ένταση της φωνής τους κάμφθηκε. Σε λίγο γελούσαν λιγότερο και οι κουβέντες τους έμοιαζαν να βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα τους. Στο τέλος έπαψαν κι αυτές να συνομιλούν. Η μία κοιτούσε έξω από το παράθυρο, ενώ η άλλη φόρεσε τα ακουστικά ενός i-pod για να χαθεί στους μυστικούς ήχους μίας προσωπικής ακρόασης. Ο κ. Πάσχος, ο άνθρωπος που είχε πάρει την απόφαση να ταξιδέψει επιτέλους, διαπιστώνοντας και πάλι τη γενική βουβαμάρα και ησυχία, προσπάθησε να κοιμηθεί, ακουμπώντας στο τζάμι του παραθύρου. Όμως η κίνηση του λεωφορείου προκαλούσε κραδασμούς στα τζάμια που δυσκόλευαν την προσπάθεια.     
Κάποτε οι επιβάτες έφτασαν στον προορισμό τους. Ο κ. Πάσχος βγαίνοντας από το λεωφορείο αποφάσισε να μην πάρει ταξί ή άλλο μέσο μεταφοράς αλλά να περπατήσει δίπλα σε μία μεγάλη λεωφόρο. Περπατούσε στην αρχή κεφάτος, νοιώθοντας τους μυς του να απολαμβάνουν την κίνηση ύστερα από τόσες ώρες ακινησίας. Αφού περπάτησε έτσι για καμία ώρα, περίμενε να φτάσει κάπου. Όμως ο δρόμος συνεχιζόταν φαρδύς, κι αυτός αναγκαζόταν να πηγαίνει προσεχτικά στην άκρη. Σε μία στιγμή σκέφτηκε ότι θα ήταν προτιμότερο να ακολουθήσει κάποιον μικρότερο δρόμο, να παρεκκλίνει από τη μονότονη πορεία του. Είδε τότε έναν λίγο φωτισμένο μικρότερο δρόμο και σκέφτηκε ότι ίσως οδηγήσει σε κάτι νέο. Τον ακολούθησε χωρίς ιδιαίτερο δισταγμό και περπάτησε για λίγο, μη συναπαντώντας πολλούς πεζούς ή αυτοκίνητα.
Αφού έφτασε σε μία περιοχή όπου δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου φώτα, είδε ξαφνικά αναμμένη εμπρός του μία ταμπέλα με λαμπερά μεγάλα κόκκινα γράμματα που έγραφε: ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΜΑΚΡΙΑ! Παραξενεμένος από το περίεργο μήνυμα της φωτεινής επιγραφής, πλησίασε για να δει σε ποιο οίκημα ανήκε. Είδε τότε κάποιον άλλο να πλησιάζει μέσα από το σκοτάδι, από την αντίθετη προς αυτόν κατεύθυνση. Κρατούσε, όπως και ο ίδιος, χειραποσκευές και κοιτούσε με περιέργεια την ταμπέλα. Στάθηκαν και οι δύο μπροστά από μία μεταλλική δίφυλλη πύλη. Αφού έπαψαν να περιεργάζονται ο ένας τον άλλο, δοκίμασαν και οι δύο να μπουν στο κτίριο αυτό, για να δουν περί τίνος επρόκειτο. Όμως η πόρτα δεν άνοιγε. Επιτέλους ο κ. Πάσχος, αποφάσισε να μιλήσει: «Μάλλον είναι πολύ πρωί ακόμα για να ανοίξει». «Ναι, μάλλον», του απάντησε ο άλλος.  «Εγώ θα περιμένω», είπε ο κ. Πάσχος. «Κι εγώ», ήταν τα λόγια του δεύτερου. Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος ανέτειλε ολόλαμπρος. Έκανε λίγη ψύχρα, αλλά όχι πολύ κρύο. Κάποιοι περαστικοί διέρχονταν βιαστικά από τον δρόμο ρίχνοντας μερικές αδιάφορες ματιές στους δύο ανθρώπους που περίμεναν. Αφού πήγε 8.30, ένας μελαψός κύριος, απροσδιόριστης ηλικίας, με μούσι και μαύρα γυαλιά ηλίου, ήρθε προς το μέρος τους, και αφού τους χαιρέτησε έβγαλε τα κλειδιά του για να ανοίξει τη μεταλλική πόρτα.
«Συγνώμη», ρώτησε, ο κ. Πάσχος· «Τι είναι εδώ;» «Εσύ, τι περίμενες να βρεις;», τον ρώτησε ο μουσάτος. «Εεε, αυτό που γράφει», και έδειξε την ταμπέλα. «Καλά λοιπόν», περάστε του είπε. Εισήλθαν σε ένα τουριστικό γραφείο, όπου ήταν αναρτημένα διάφορα πόστερ με φωτογραφίες από αξιοθέατα, διαφόρων χωρών. Κάθισαν και οι δύο στο μικρό γραφείο του πρακτορείου ταξιδίων, ο μουσάτος έβγαλε τα γυαλιά του, για να τους προτείνει διάφορα τουριστικά πακέτα. Ο άλλος ενδιαφερόμενος που είχε μπει στο γραφείο μαζί με τον κ. Πάσχο δεν άργησε να βαρεθεί, και ζητώντας συγγνώμη, σηκώθηκε, χαιρέτησε και έφυγε. Έμειναν λοιπόν ο ταξιδιωτικός πράκτορας και ο κ. Πάσχος.
«Λοιπόν, κ. Πάσχο, νομίζω ότι έχω το κατάλληλο πρόγραμμα για εσάς. Πρόκειται για ένα ταξίδι στην πόλη Αΐσα Ντάφ, που φημίζεται ως πατρίδα του ένδοξου ήρωα Ουίλη Ουραΰμ. Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες εκτός βέβαια εάν επιθυμείτε να ακούσετε». Ο κ. Πάσχος ένευσε καταφατικά. Αν και ο άνθρωπος πίσω από το γραφείο δεν κατάλαβε αν ο συνομιλητής του κατέφασκε στο να ακούσει τις λεπτομέρειες ή στο να μην τις ακούσει, είχε ως πάγια τακτική να βομβαρδίζει τον πελάτη του με αρκετές πληροφορίες σχετικά με ελκυστικούς κατά τη γνώμη του προορισμούς.
«Στην πόλη αυτή, αγαπητέ μου, τίποτε δεν έρχεται στο φως, εάν πρώτα δεν περάσει από το σκοτάδι. Η φωτεινότητα του όμως είναι απαρομοίαστη. Δεν μοιάζει με το γνωστό φως που έχουμε εδώ. Δεν θα έλεγα πάλι ότι είναι πιο διαυγές ή πιο έντονο, ή ότι διαχέεται με άλλο τρόπο· μάλλον πρόκειται για έναν ήπιο φωτισμό. Ωστόσο, η θερμότητά του τείνει να υπερβεί τον μέσο όρο. Είναι σαν να αποκτάς αιφνίδια μίας καινούργια γνωριμία, και έχοντας βάλει κατά μέρος τις επιφυλάξεις, αρχίζει και λιώνει ο πάγος. Μία παρόμοια θέρμη μοιάζει να απλώνεται παντού στην Αΐσα Ντάφ».
Ο κ. Πάσχος, αισθάνθηκε παράξενα. Δεν του φάνηκαν συνηθισμένα αυτά τα λόγια. «Αγαπητέ κύριε, εεε… το όνομά σας παρακαλώ;» «Λάκκος, Δημήτρης Λάκκος». «Λοιπόν, κ. Λάκκε, θα έλεγα ότι είναι ενδιαφέροντα αυτά που μου λέτε. Όμως μήπως είναι πολύ μακριά αυτή η πόλη; Σε ποια χώρα και σε ποια ήπειρο είπατε ότι βρίσκεται;»
Ο κ. Λάκκος, μη γνωρίζοντας τις προθέσεις του κ. Πάσχου, αποφάσισε να πάρει μόνο εν μέρει τοις μετρητοίς τα λόγια του, και μάλλον κατάλαβε ότι δεν έπρεπε ίσως να φανερώσει στον κ. Πάσχο πόσο μακριά βρισκόταν αυτή η πόλη. Έτσι παραβλέποντας τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες του είπε: «Αγαπητέ μου κύριε, ναι πράγματι αυτή η πόλη πέφτει πολύ μακριά. Άλλωστε η ταμπέλα στο κατάστημά μου, που υπόσχεται ένα πολύ μακρινό ταξίδι, δεν ήταν που σας παρακίνησε να με επισκεφτείτε; Για να φτάσετε στην πόλη αυτήν θα χρειαστείτε να αλλάξετε μερικές φορές αεροπλάνο, να μεταφερθείτε με ταξί, λεωφορείο, τρένο και πλοίο, πριν να περάσετε σε έναν μάλλον δυσπρόσιτο χώρο, τον οποίο οι άνθρωποι διασχίζουν αρχικά με τζιπ και έπειτα με γαϊδουράκια, ενώ στο τέλος ανέρχονται με τη βοήθεια σκοινιού και τροχαλίας στο υπέροχο οροπέδιο της Αΐσα Ντάφ. «Και», συνέχισε, κοιτώντας όλο νόημα τον συνομιλητή του, το τι θα δείτε όταν φτάσετε δεν περιγράφεται». «Δηλαδή, τι ακριβώς εννοείτε», ρώτησε έκπληκτος ο κ. Πάσχος. «Οι άνθρωποι εκεί είναι μοναδικοί», συνέχισε ο συνομιλητής του, προσπαθώντας να βρει τρόπο για να τον πείσει. «Τα κτίρια και τα μνημεία χαρακτηρίζονται από τη μεγαλειώδη αρχιτεκτονική τους. Η βλάστηση είναι εξαιρετικά πλούσια, όπως και η πανίδα επίσης είναι γεμάτη από κάθε είδους ζώου μπορείτε να φανταστείτε. Η γλώσσα που μιλιέται εκεί διακρίνεται για την προσωδία της, που ευχαριστεί τα ώτα Η κουλτούρα και ο πολιτισμός της έχουν φτάσει σε τεράστια πρόοδο, τόσο στον τεχνικό όσο και στον πνευματικό τομέα». Ο κ. Λάκκος, θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι για πολύ ώρα, από ό,τι φαίνεται, αν ο κ. Πάσχος δεν τον διέκοπτε. «Αλλά μου φαίνεται ότι είναι πράγματι πάρα πολύ μακριά, από ότι κατάλαβα, τόσο δυσπρόσιτη». Ο κ. Λάκκος με ένα ύποπτο μειδίαμα του είπε: «Μα κύριε Πάσχο, αυτό δεν είναι που σας ενδιαφέρει, να πάτε στα αλήθεια πολύ μακριά;»
Ο κ. Πάσχος σκέφτηκε τι να απαντήσει. Έπειτα θυμήθηκε ποιος ήταν ο λόγος που βρισκόταν εκεί. Απλούστατα γιατί έτσι του κάπνισε μία μέρα. Είχε βαρεθεί τη μονότονη καθημερινότητά του. Διατηρούσε έτσι την ασίγαστη επιθυμία να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. «Κύριέ μου», του είπε με τόνο ανήσυχο, «ξέρετε βλέποντας την επιγραφή που έχετε αναρτήσει έξω από το κατάστημά σας, σκέφτηκα ότι αυτό ακριβώς ήθελα, να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι ίσως να μην είναι τόσο καλή ιδέα». Ο κ. Λάκκος βλέποντας ότι ίσως χάσει τον υποψήφιο πελάτη του, πάσχιζε να βρει έναν πιο πειστικό τρόπο για να τον κερδίσει. Αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ένας νέος υποψήφιος πελάτης μπήκε μέσα στο κατάστημα. Επρόκειτο για μία μικροκαμωμένη κυρία με τις αποσκευές της. Δεν μίλησε αμέσως, αλλά χάζευε τα πόστερ και τα διαφημιστικά φυλλάδια. Οι δύο άνδρες την παρατήρησαν για ένα διάστημα. Νευρικά ο κ. Λάκκος, και με το ένα μάτι του να κρυφοκοιτάζει τη νέα υποψήφια πελάτισσά του, και λίγο αμήχανα, άρχισε να εξηγεί τους λόγους που είχε αυτήν την επιγραφή έξω από το κατάστημά του. Εκείνη τη στιγμή η κυρία που είχε εισέλθει μέσα πριν από λίγο έστησε ολοφάνερα ευήκοον ους, χωρίς να νοιάζεται αν την προσέχουν, διότι μάλλον, την ενδιέφερε το θέμα. «Λοιπόν, κυριέ μου», άρχισε πάλι ο κ. Λάκκος, κοιτώντας μία τον κ. Πάσχο και μία την κυρία που στο μεταξύ είχε πλησιάσει κοντύτερα στους δύο καθισμένους άντρες, «θα αναρωτιέστε και εσείς και ίσως η κυρία, γιατί έχω αυτήν την ασυνήθιστη επιγραφή έξω από το κατάστημά μου. Λοιπόν ιδού οι λόγοι. Δεν είναι απλοί και αφορούν καθαρά το μάρκετινγκ. Η επιγραφή αυτή αποτελεί έναν εξαιρετικό κράχτη. Σχεδόν όλοι όσοι μπαίνουν εδώ μέσα είναι άνθρωποι σαν και εσάς, που απλώς αποφάσισαν κάποτε ότι δεν πάει άλλο και θέλουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα να φύγουν για όσο πιο μακριά γίνεται. Λες και η χωρική απόσταση θα έδινε μία λύση στα προβλήματά τους». Ο κ. Πάσχος δεν μίλησε. Κοίταξε την κυρία κι αυτή τον κ. Πάσχο. Την περίεργη σιωπή που ακολούθησε η αποκάλυψη ότι η επιγραφή είχε τοποθετηθεί για λόγους προώθησης απλών τουριστικών πακέτων, έσπασε η κυρία που είπε: «Τι μας λέτε. Λες και δεν το καταλάβαμε. Φυσικά και θέλετε να προσελκύσετε πελάτες. Κανένα πρόβλημα. Και εμείς αυτό ακριβώς επιδιώκουμε, να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο μακριά». «Ναι, αγαπητή μου», είπε ο κ. Λάκκος, «δεν μου είπατε το όνομα σας;», «Αεί Θάπα». «Τι όνομα είναι το Αεί;», ρώτησε με περιέργεια ο κ. Πάσχος; «Το «αεί», ξέρετε, «αρχαιοελληνική λέξη, όπως λέμε «νυν και αεί». «Λοιπόν ακούστε», είπε ο κ. Λάκκος, αφού έγιναν οι συστάσεις και με την κυρία Αεί Θάπα, «εάν και οι δύο θέλετε να πάτε πραγματικά μακριά έχω τότε το κατάλληλο ταξιδιωτικό πακέτο για εσάς: «Καταδύσεις σε θαλάσσια περιοχή με κατεύθυνση προς Ίσαλο Κ’». Πρόκειται για μία εμπειρία που θα σας μείνει αξέχαστη».
«Καλά είναι εύκολες αυτές οι καταδύσεις, δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις και εκπαίδευση;» ρώτησε ο κ. Πάσχος. «Μην ανησυχείτε», απάντησε ο κ. Λάκκος. «Το πακέτο αυτό περιλαμβάνει ενός μηνός εκπαίδευση από έμπειρους δύτες». «Είναι πράγματι τόσο μακριά αυτός ο Ίσαλος Κ’;», ρώτησε η κ. Θάπα. «Μα και βέβαια», της απάντησε ο ταξιδιωτικός πράκτορας. «Δεν φαντάζεσθε πόσο μακριά είναι. Λοιπόν για να καλύψω το ερώτημά σας, σας λέω ότι οι καταδύσεις αυτές δεν γίνονται μόνο κάτω από τη θάλασσα, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτω από τη γη. Πρόκειται για μία κάθοδο σε απίστευτα βάθη, διαπερνώντας τον φλοιό της γης, και αφού κανείς φτάσει εκεί, συναντά ένα μοναδικό ζεστό κλίμα. Λοιπόν τι λέτε θα το πάρετε;» ρώτησε ο κ. Λάκκος, προσπαθώντας να κρύψει την ανυπομονησία του.
«Εγώ όχι», απάντησε ο κ. Πάσχος. «Αρκετά έπαθα μέχρι τώρα. Πασχίζω για το καλύτερο αλλά έως εδώ. Δεν θέλω να πάθω των παθών μου τον τάραχο».
Η κυρία Αεί Θάπα είπε και αυτή μάλλον με απαθές ύφος: «Εγώ θα πήγαινα αλλά μάλλον φαίνεται να είναι πολύ μακριά και βαριέμαι. Όπως είπε και ο κύριος, ποιος ξέρει τι μπορεί να πάθουμε σε ένα τόσο μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι».
Τελικά ο κ. Λάκκος φάνηκε να δυσανασχετεί. Νευρίασε και διαολόστειλε τους δύο πελάτες. Αυτοί βιάστηκαν να βγουν έξω από το κατάστημα. Όταν βγήκαν έξω στο δρόμο, είπε ο ένας στον άλλο σχεδόν ταυτόχρονα: «Το ήξερα ότι κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Γέλασαν ευχάριστα και οι δύο και απομακρύνθηκαν μαζί, αρχίζοντας μία γνωριμία με άγνωστη συνέχεια. 

                                                                                    Συγγραφέας Ανώνυμος 

                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου