Τυφλός, μονάχος, προδομένος
να ζητιανεύει λίγη αγάπη, λίγη στοργή
με το παράπονο στους δρόμους,
μες των αποσιωπητικών τη θηριωδία.
Φέγγει μες τα υπόγεια και τους υπονόμους
αυτή η άφτερη σιωπή
στους μουδιασμένους ανθρώπους,
σμίγει ο φόβος της ψυχής...
με το άοσμο χάος
το σούρουπο δεν αφήνεται ολόκληρο στην τύψη.
Τ’ όνειρο πάντα όνειρο θα μείνει
γιατί κι η πιο απλή, υποφερτή ζωή
όνειρο είναι για σας τους λαξευμένους βράχους!
Κοιμισμένους σάς οδήγησαν στο δάσος
οι τυχοδιώκτριες μοίρες, κι ούτε μια συνάντηση
με την ευτυχία, ούτε ένα φευγαλέο αντίκρισμα.
Τόση όμορφη εμπειρία θα ήταν να μοιραστείς
ζωή με τους σβησμένους
και ανοχύρωτους ανθρώπους!
Οι άνθρωποι αυτοί με τον βυθό τους να τους πνίγει
και πίσω από τον ήλιο το πουκάμισο ματώνει,
μόνο ένα πικρό, χλομό σύννεφο τούς σκεπάζει
ένα λουλούδι που θα’ θελε να γίνει και κορίτσι
να αισθάνεται, να γδύνεται τη λύπη τους
απ’ την αγνότερη ομορφιά του.
Υπόσταση που δεν περίμενες ν’ ανοιχτεί
σε μυστικούς ανέμους,
ποτέ η ψυχή της δεν προδόθηκε,
ούτε μες τις απάτες αλλοιώθηκε
γιατί πάντοτε διψούσε και θαύμαζε
τον πόνο και την εγκατάλειψη
για τις σκληρές επιφάνειες που δίνει.
Έρχεται η μυρωδιά των φθαρμένων ρούχων
του χτυπημένου σπουργιτιού η ζεστή ανάσα
φθάνουν οι άνθρωποι με τα θολά τα μάτια
άνθρωποι που γυρίζουν σαν τις λέξεις
και πού να ξεθυμάνουν την οργή τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου