Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΛΑΣΚΑΡΗΣ Π. ΖΑΡΑΡΗΣ ΣΤΗ ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
1) Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την παιδική λογοτεχνία;
Μια όψιμη ευαισθησία που μέχρι πρότινος με οδηγούσε στη συγγραφή βιβλίων για ενήλικες. Μια έντονη διάθεση για γόνιμη φαντασία με ταυτόχρονη ανάληψη της ευθύνης που συνεπάγεται η ενασχόληση με το παιδί ως ξεχωριστής, ιδιαίτερης, με διαφορετικές επιθυμίες και απαιτήσεις ανθρώπινης μονάδας. Μακριά από τις συμβάσεις που βασανίζουν τους ενήλικες, θέλησα να γίνω σαν έναν μικρό εξερευνητή που συνεχώς προσπαθεί να λύσει τις απορίες του σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία των ζωντανών οργανισμών και των αντικειμένων.
2) Πόσο δύσκολο είναι για τον λογοτέχνη ν’ αγγίξει με την πένα του τις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών;
Μπορεί να επιτύχει ν’ αγγίξει σε μεγάλο βαθμό τους μικρούς αναγνώστες, αρκεί να αξιοποιήσει αρκετά στοιχεία από το είδος του παραμυθιού, μιλώντας έμμεσα, έχοντας πάντα κατά νου πως το παιδί ξεχωρίζει εύκολα το καλό από το κακό και βιώνει μεγάλες αλήθειες λόγω της διαίσθησής του. Θα έχετε παρατηρήσει βέβαια πως με αυτό το είδος τολμούν να ασχοληθούν κυρίως οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι λόγω της φύσης τής δουλειάς τους, διαθέτουν κάποιες γνωστικές βάσεις -ψυχολογίας και παιδαγωγικής- για να προσεγγίσουν με τους κατάλληλους τρόπους τα άδυτα της παιδικής ψυχής. Από την άλλη όμως, δεν αρκεί αυτή η γνώση, αν δεν συνδυάζεται από μία παιγνιώδη γραφή, που κάτω από τη διασκεδαστική ροή της πλοκής και των περιπετειών να κάνει κατανοητά άφθονα μηνύματα τα οποία και θα αποτελέσουν τους αληθινούς «θησαυρούς» του, για να ωφεληθεί το παιδί στη μετέπειτα πορεία του και να προετοιμαστεί για τη δύσκολη ενηλικίωση του. Ο σπόρος που θα ρίξει ο λογοτέχνης με τη γραφή του, με τις λέξεις του, τα συναισθήματά του, θα πρέπει να είναι αγνός, αληθινός, απροσποίητος.
3) Ως πατέρας ανήλικων παιδιών, γνωρίζετε ότι τα παιδιά έχουν ευαίσθητα αισθητήρια όργανα κι αντιλαμβάνονται το κάθε τι γύρω τους. Πώς μπορεί ο λογοτέχνης μέσα απ’ τα βιβλία του, εκτός από το να δώσει κάποια ηθικά διδάγματα, να προβληματίσει τα παιδιά που χωρίς αμφιβολία ζουν σήμερα σ’ έναν κόσμο που αλλιώς τον ονειρεύτηκαν. Με ποιον τρόπο μπορεί να τους αναθερμάνει την ελπίδα και την αισιοδοξία για μια δημιουργική συνέχεια της ζωής τους;
Ο προβληματισμός, στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί ένδειξη ωρίμανσης του ατόμου, ωστόσο στις μέρες μας λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών και επιστημονικών εξελίξεων, τα παιδιά βιώνουν -πιστεύω- ένα πρώιμο στάδιο ενηλικίωσης και είναι δεκτικά σε ανάλογες ανησυχίες που διατυπώνονται, έστω και αν αυτό που γίνεται δεν συμβαδίζει απόλυτα με την ηλικία τους. Το παιδί πρέπει να αισθανθεί ασφάλεια, να νιώθει παντοδύναμο, να κοιτάζει με αισιοδοξία μπροστά του, να του δίνουμε αγάπη αδιάκοπα αλλά και τη βεβαιότητα ότι διαθέτει τις δυνάμεις που ίσως εμείς σαν παιδιά δεν είχαμε κάποτε. Είναι απαραίτητο και πολύ ωφέλιμο για εκείνο να ελπίζει ότι θα καταφέρει να χτίσει έναν κόσμο από την αρχή.
Και άραγε, τι του προσφέρουμε εμείς με τον δικό μας τρόπο και από τον τομέα που υπηρετούμε; Το κατευθύνουμε σωστά στα πρώτα σημαντικά βήματα της ζωής του ή του δημιουργούμε ανησυχία, θολές καταστάσεις και το τοποθετούμε συνεχώς σ’ έναν επικίνδυνο λαβύρινθο; Εδώ ακριβώς έγκειται και το μεγαλύτερο πρόβλημα και πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτοί που προσφέρουν τόσο χαμηλής ποιότητας υλικό προς κατανάλωση των παιδιών, έχουν αντιληφτεί την αρνητική κι εγκληματική επιρροή τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των μικρών μας φίλων. Τα αποκρουστικά και δύσμορφα τέρατα με τις απαίσιες κραυγές που πρωταγωνιστούν στις παιδικές σειρές στην τηλεόραση, λες και βγαίνουν από τους χειρότερους εφιάλτες των παιδιών, ρουφούν την ενεργητικότητά τους και τις υγιείς δυνάμεις τους, προσθέτοντάς τα μόνο φόβο και ζημιογόνα αισθήματα. Αυτό δεν αποτελεί ηθικολογία αλλά μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, γιατί απέχουν πολύ οι παιδικές σειρές που βλέπαμε τότε εμείς από τις σειρές που παρακολουθούν τα σημερινά παιδιά.
4) Η κρίση που περνάμε στις μέρες μας, είναι βέβαια οικονομική αλλά στο βάθος της είναι κρίση πνευματική και ηθική, κυρίως κρίση αξιών. Μπορεί ο λογοτέχνης μέσα από το έργο του να οπλίσει τα παιδιά με θάρρος για ν’ αντιμετωπίσουν τις δύσκολες καταστάσεις που βιώνουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, στο σχολείο, αλλά και μέσα απ’ τις συντροφιές τους, μιας κι εκείνα αποτελούν τους άμεσους αποδέκτες των ασταθών πια κοινωνικών σχέσεων των γονιών τους και γενικά των μεγάλων σε ηλικία ανθρώπων, εξαιτίας της γενικότερης ανασφάλειας που επικρατεί στην καθημερινή ζωή όλων των Ελλήνων;
Μια καλή αρχή γίνεται όταν τα παιδιά ανακαλύψουν τη χαρά της ανάγνωσης και κατά συνέπεια μπορέσουν να ξεφύγουν εύκολα από το κακόγουστο των εικόνων που δίνονται καταιγιστικά στην τηλεόραση αλλά και στην πραγματική ζωή. Μπορούν ακόμη να ταυτιστούν με τους ήρωες ενός όμορφου βιβλίου, να μιμηθούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές τους. Απομένει λοιπόν, οι γονείς τους να τους στρέψουν την προσοχή και το ενδιαφέρον στο ωφέλιμο ανάγνωσμα. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν παραβατικές συμπεριφορές, όπως η βία και η επιθετικότητα, ενώ αντίθετα θα αναδεικνύονται τα ξεχωριστά ψυχικά χαρίσματα κάθε παιδιού.
Πρέπει να ωθήσουμε τα παιδιά να ονειρεύονται συνεχώς, πρώτα απ’ όλα έναν κόσμο καλύτερο, γιατί στο παιδικό μυαλό γεννιούνται αμέτρητες απορίες που δεν βρίσκουν συχνά απάντηση. Δεν πείθουν οι απαντήσεις των μεγάλων. Το παιδί ίσως σκεφτεί: «Κι αν δεν μπορέσω να αλλάξω τον κόσμο, τι θα γίνει τελικά; Θα νιώσω απογοήτευση και λύπη;». Πρέπει να του εξηγήσουμε ότι μόνος του κανείς δεν μπορεί να καταφέρει πολλά απ’ όσα ονειρεύεται, αφού πρέπει να τον βοηθήσουν κι άλλοι άνθρωποι για να πετύχει σε αυτό. Πρέπει εκείνο να δημιουργήσει πολλούς και καλούς φίλους ώστε να γίνει δυνατό και να κάνει τη ζωή του πιο όμορφη. Υπάρχουν παιδιά που πεινάνε σε κάποιες άλλες χώρες και κανείς δεν έχει τη διάθεση να τα προσφέρει κάτι από το δικό του περίσσευμα. Κι εμείς γιατί να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα βοηθήσουμε; Για να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, πρέπει να βλέπουμε εκεί που υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν· εκείνοι περιμένουν από εμάς κάποια φροντίδα για ν’ ανασάνουν και να χαμογελάσουν.
Όλα τα όσα ανέφερα προηγουμένως είναι σημαντικές ανθρώπινες αξίες, όπως η αγάπη, η συναδέλφωση, η αλληλεγγύη, η φιλία, η επιδίωξη πάντα του καλού, η αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών και πολλά άλλα. Αν τις δώσουμε την ανάλογη προσοχή, τότε θα ωφεληθούμε και θα εξισορροπήσουμε κάπως τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Κύριο μέλημα των λογοτεχνών όσον αφορά το παιδικό βιβλίο, θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός μεταφορικού και συμβολικού λόγου, ούτως ώστε μία απλή πράξη να αναγάγεται σε δίδαγμα, με πολύ εύληπτο τρόπο, προσφέροντας ταυτόχρονα πνευματικά και ψυχικά οφέλη στους μικρούς μας φίλους.
ΔΥΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ Π. ΖΑΡΑΡΗ.
1) «Πετρελαιοκηλίδα! φώναξε έκπληκτος ο γέρο Τομ. Εντάξει, έχω ακούσει για την ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικάνοι στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, αλλά πετρελαιοκηλίδα δεν ξέρω τι ακριβώς είναι…».
Ο γλάρος χασκογέλασε τεντώνοντας στον αέρα τα βαμβακένια φτερά του: «Αγαπητέ μου, δεν ξέρεις τι σου γίνεται σήμερα! Φέρνεις μαζί σου τη μυρωδιά της ναφθαλίνης. Πού ήσουν κλεισμένος, δύστυχε, τόσα χρόνια; Απ’ τη Χιροσίμα κι ύστερα έγιναν πολλά κι έχασες μπόλικα επεισόδια, όπως το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ».
Το αεροπλάνο αδιαφόρησε: «Στο κάτω-κάτω γιατί έπρεπε να ξέρω πράγματα που δεν με ωφελούν παρά μόνο με κάνουν να σαπίζω απ’ τη στενοχώρια;».
«Η άγνοια μπορεί να σε καταστρέψει, φιλαράκο», απάντησε το πτηνό της θάλασσας. Όσο καιρό έλειπες από την ενεργό δράση ο κόσμος όλος αναστατώθηκε. Στη Ρωσία έγινε μια μεγάλη πυρηνική καταστροφή που γέμισε τους ανθρώπους με αρρώστιες. Το μικρό μου αδελφάκι γεννήθηκε ανάπηρο γι’ αυτό το λόγο».
«Έφτασε μέχρι εδώ αυτή η καταστροφή;».
«Ναι, πολλές πηγές νερού μολύνθηκαν, σου λέω, κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η τροφή που καταναλώνει ο άνθρωπος σήμερα είναι ασφαλής».
Ο «γέρο Τομ» άρχισε να φυσά και να ξεφυσά. Ουφφφφ έκανε κι άφησε μια μακριά μολυβιά στον ουρανό. Ύστερα ευχήθηκε να καταλάβουν οι άνθρωποι τα λάθη τους και να μετανοήσουν. Αυτός ο προβληματισμός για τα κακά του κόσμου, του χάλασε τη διάθεση, δεν κρατούσε τώρα σταθερή πορεία, πήρε να κάνει οχταράκια στον ουρανό σαν μεθυσμένο. Ο αέρας χαστούκιζε το ανυποψίαστο πρόσωπό του. Τα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας σκέπαζαν μ’ έναν λερωμένο μανδύα τη λαμαρίνα του.
Ο Πέτρος κατάλαβε πως από τη στενοχώρια του ο «γέρο Τομ» αύξησε την κατανάλωση.
«Το καύσιμό σου τελειώνει, φίλε. Πρέπει να προσγειωθούμε αναγκαστικά πολύ γρήγορα», τον προειδοποίησε.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
(Απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο: «Το νησί και το αθάνατο νερό», Ήρα Εκδοτική, 2012)
2) Πέρασαν τρεις εβδομάδες από το δυσάρεστο γεγονός κι ο γάτος Αριστείδης πηγαινοερχόταν λυπημένος στη γειτονιά, με το χοντρό κεφάλι του σκυμμένο και τα μεγάλα μακριά μουστάκια κρεμασμένα προς τα κάτω. Είδε και απόειδε, σχεδόν είχε φτάσει στα πρόθυρα της μελαγχολίας ο παχουλός κοκκινοτρίχης και για ακόμη μία φορά αναρριχήθηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο της τουαλέτας και ύστερα πέρασε στον κυρίως χώρο του σπιτιού.
Στο σαλόνι η τηλεόραση τρεμόπαιζε μ’ έναν ενοχλητικό ψίθυρο, λες και θρηνούσε για την απουσία των ιδιοκτητών. Στο μικρό τραπεζάκι, στη βάση του φωτιστικού στεκόταν μία μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία. Τα πρόσωπα χαρούμενα σε μια φευγαλέα στιγμή. Ο Αριστείδης κουλουριασμένος στα πόδια του μικρότερου της οικογένειας. Τότε ακριβώς ακούστηκε ένα μεγάλο, μακρόσυρτο και παραπονιάρικο «νιάου…ου!», που δόνησε την ατμόσφαιρα διαπερνώντας τους τοίχους του σπιτιού και πέρα απ’ τα στενά όρια της γειτονιάς αντηχώντας πάνω στις κορυφογραμμές των βουνών.
Η ξαφνική εξαφάνιση του κυρίου Μιχάλη, της κυρίας Κατερίνας, του μικρού Νίκου, της μικρής Χριστίνας γέμισε την ασφάλεια του γάτου μ’ ένα τεράστιο γιατί…; ΓΙΑΤΙ! Ο γάτος Αριστείδης είχε μείνει μονάχος και ελεύθερος να κάνει οποιαδήποτε αταξία στο σπίτι χωρίς να τον μαλώσει κανείς! Μα ό,τι είχε ονειρευτεί έγινε ένας εφιάλτης. Σαν να του έδιναν ζωή εκείνα τα αδιάκοπα κυνηγητά και η άγρια και μανιασμένη φωνή του κυρίου Μιχάλη να κατευθύνεται παντού:
«Αριστείδη, παλιόγατε, πάλι άφησες τις τρίχες σου πάνω στον καναπέ. Απείθαρχε, ζημιάρη, ακατάστατε».
«Όταν ανακάλυπτε ότι οι τρίχες δεν ήταν δικές μου, αλλά της γλυκομίλητης γυναίκας του, η οποία είχε τη συνήθεια να λαγοκοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, έπαιρνε τα λόγια του πίσω και χάιδευε με αργές κινήσεις το παχύ τρίχωμά μου. Για να τον ευχαριστήσω τού έφερνα τις παντόφλες. Σ’ αυτό το σπίτι όλοι με αγαπούσαν, παρόλο που αρκετές φορές τους εκνεύριζα με τα καμώματά μου. Ακόμη και όταν έσχιζα με τα άγρια νύχια μου τα τετράδια των παιδιών και πάλευα με την καλαμένια σκούπα στην αυλή της κυρίας Κατερίνας, δυσκολεύοντας την καθαριότητα του σπιτιού! Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς, αλήθεια, δε σταματούν τα δάκρυά μου και δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ την απουσία τους. Να φύγουν όλοι και να μην επιστρέψουν μετά από τόσο καιρό, χωρίς να με πάρουν μαζί τους!!! Πώς βάσταξε η καρδιά τους να μ’ αφήσουν πίσω; Εκτός… αν έφυγαν από μία τόσο επείγουσα ανάγκη ή κάποια απειλή που δεν μπορώ να φανταστώ κι έτσι δε γινόταν να καθυστερήσουν άλλο.
Αλλά το δικό μου μερίδιο ευθύνης δεν είναι καθόλου μικρό, γιατί δύο μέρες είχα να φανώ, πριν βρω το σπίτι άδειο από ανθρώπους. Μπορεί και να με αναζήτησαν με αγωνία, αλλά εμένα μου αρέσει να τριγυρνώ άσκοπα στους δρόμους της γειτονιάς και να κάνω παρέα μόνο με τις παχιές και χνουδωτές γατούλες, κατά προτίμηση Περσικές. Κάποτε συμπάθησα μια ναζιάρα μα κομψή γατούλα που φρόντιζε τη δίαιτά της, ενώ τον χειμώνα φορούσε γύρω στον λαιμό της ένα κόκκινο φουλάρι με χαρακτηριστικό κουδουνάκι.
Ύστερα σκέφτηκα τον Λυκούργο, τον αξεπέραστο ρήτορα της γειτονιάς. Είχε τη συνήθεια να λέει πάντοτε τη γνώμη του ανοιχτά, χωρίς να φοβάται αν θα δυσαρεστήσει το κοινό που τον παρακολουθούσε συνήθως με προσοχή. Ανακατευόταν σε κάθε πρόβλημα μικρό ή μεγάλο των ζώων. Πονόψυχος, σωστός όμως στις παρατηρήσεις του και σοφός στη σκέψη, ήταν σεβαστός σ’ όλο το Ζωοβασίλειο γι’ αυτόν το λόγο. Είχε εκλεγεί πρόσφατα Πρόεδρος του τοπικού συλλόγου αποκατάστασης ορφανών και λοιπών κατατρεγμένων (αδέσποτων κλπ.). Σταχτής και μικρόσωμος, μ’ ένα βλέμμα που μόνο γάτου δεν έμοιαζε, γιατί το μυαλό του τον έκανε να γίνεται λιγότερο αυθόρμητος και πότε-πότε να συμπεριφέρεται σαν κάποιον αυστηρό δάσκαλο του σχολείου.
Έτσι θέλησα να του εκφράσω τον πόνο μου, ελπίζοντας σε μια έξυπνη ιδέα του, μήπως και βρω κάποια άκρη στο ανεξήγητο μυστήριο! Εκείνος είχε τη συνήθεια να μιμείται τις εκφράσεις και τις χειρονομίες των ανθρώπων με τη βαριά και αργή του ομιλία, πιστεύοντας ότι έτσι θα γινόταν πιο κατανοητός. Όσοι τον γνώριζαν για πρώτη φορά, έλεγαν ότι τους θύμιζε μια κωμική φιγούρα από παιδικές σειρές ή ένα τροχονόμο σε δρόμο χωρίς μποτιλιάρισμα».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
(Απόσπασμα από το εικονογραφημένο παραμύθι: «Μία σημαντική αποστολή», Ήρα Εκδοτική, 2013).