Η θάλασσά μου είχε γέλιο μοχθηρό
γυρνούσε τα βλέφαρα της στον σκοτεινό βυθό
άγγιζε τις νύχτες για να ζεστάνει τα παγωμένα χέρια της
εκεί που τ’ αστέρια συνάζονταν
για να τραυλίσουν κάποιες ελπίδες.
Ο τόπος μου, άνυδρη γη στη μοναξιά χωμένη
κτίρια σκυθρωπά, παρηκμασμένα
με τα μικροσωματίδια απλωμένα
στον πίνακα, στον πίνακα της απανθρωπιάς.
Στα δωμάτια δεν ακούγεται καμιά ενθαρρυντική κουβέντα
μονάχα σιωπή, μη μιλάτε μη μας καταλάβουν
μη δουν πως είμαστε άνθρωποι μέσα στα βάθη του μυαλού μας.
Μην υποψιαστούν πως έχουμε ψυχή που ματώνει
για τους τραυματισμένους και τους σκοτωμένους.
Αύριο, αν θα υπάρχει ακόμη αύριο…
αν δεν το ρουφήξει κι αυτό η αχόρταγη μηχανή του πολέμου
αν δεν εξαργυρωθεί με πλατίνες και πετρέλαιο
αν δεν παραβιάσουν την πόρτα του σπιτιού μου
για να με συλλάβουν, επειδή δήθεν δεν είμαι «δικός τους»
αλλά ένας από τους «επικίνδυνους άλλους».
Θα φύγω και θα φτύνω τον αέρα που μόλυνε το στήθος μου
θα πάρω ένα παράπονο πλατύ κι ένα κλάμα βουβό
να το φυτέψω σ’ άλλη πατρίδα, να το ποτίσω με όνειρα
τόσο πολύ μού λείψανε τα όνειρα!
Θλιμμένη μου χώρα, δεν θα σε ξεχάσω
μονάχα θέλω να υπάρξω αληθινά
χωρίς την κουκούλα και το ύπουλο βλέμμα
χωρίς το όπλο που ενεδρεύει στη γωνία του δρόμου
χωρίς να πεθαίνω κι ας είμαι ζωντανός.
30/10/2013
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου