Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Κριτικό Σημείωμα για το βιβλίο ποίησης της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη: «Τα Ρόδα του Χρόνου», Εκδόσεις Ωρίωνας, 2013.



Το βιβλίο ποίησης της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη περιλαμβάνει 31 εκτενή ποιήματα τα οποία ως σύλληψη και αποτύπωση, προϋποθέτουν μια ενιαία αντίληψη και φιλοσοφική κοσμοθεωρία που στο επίκεντρό της βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος, ως νοήμων οντότητα η οποία εξαντλεί τα όριά της -πνευματικά και σωματικά- ώστε ν’ αγγίξει κάποιες ποθητές δυνατότητες, συχνά διαφεύγουσες, δηλαδή να γνωρίσει σε βάθος τον εαυτό του και ταυτόχρονα ν’ αντικρίσει κατάματα το πρόσωπο του Θεού θεωρώντας τον ελπίδα του παρόντος και μέλλοντος κόσμου.

Συνήθως, αυτό που αποκομίζει ο ενεργητικός αναγνώστης απ’ τα ποιήματα της, είναι ένα ισχυρό συνειδησιακό ταρακούνημα από τον ισχύοντα ωχαδελφισμό και την επίπλαστη αίσθηση ότι «όλα βαίνουν καλώς» σε μια κοινωνία που διστάζει και φοβάται πολύ ν’ ανακαλύψει τις κρυφές αρρώστιες της και την επικίνδυνη παθολογία της. Γι’ αυτό και ο ποιητικός της λόγος, αν και ευγενής στη χρήση καλολογικών στοιχείων και φροντισμένων εκφράσεων, είναι εξίσου αιχμηρός και αποτελεσματικός γιατί η ποιήτρια ξέρει να χρησιμοποιεί ως μοναδικό της όπλο την αλήθεια. Οι στίχοι της λάμπουν στα βράχια που δρόσισαν τα κύματα της θάλασσας για να θυμίσουν στον αναγνώστη την ουσία και την επώδυνη διαδικασία των ταξιδιών, ενώ ο ήλιος, τρανός στεφανηφόρος νικητής, περιμένει στο τέρμα του δρόμου με τις ανοιχτές ζεστές του παλάμες να νιώσει μια ξεχωριστή και ποιοτική ποιητική ταυτότητα.

Είναι εμφανής η ανάγκη της κυρίας Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη να μετουσιώσει τον καθημερινό κόσμο που την περιτριγυρίζει σε γνήσια, δυναμική και συγκινησιακή ποίηση, όχι όμως με τρόπο που να παρασύρεται σ’ ένα άγονο παιχνίδι παρουσίας λέξεων και εντυπωσιασμού, αλλά ως κυνηγός θαυμάτων αγωνιά και επαγρυπνά με την απόχη του ονείρου, ν’ αφουγκραστεί λεπτές αποχρώσεις και να χτίσει έρημα κάστρα από μνήμες με τις εμπειρίες μιας γερόντισσας που ο χρόνος αναμφίβολα τη στόλισε με χαρές και λύπες. Η γριά Περσεφόνη ως alter ego της ποιήτριας ή ως πρότυπο κληρονομημένο από τη δική της γιαγιά, μας μιλά εκ μέρους της, μας μιλά στην ψυχή και στην καρδιά για ν’ απαλύνει τις μικρές και μεγάλες πληγές.

Κάθε άνθρωπος μέσα του μπορεί ν’ αναγνωρίσει κάποιες σκέψεις που έκανε σε παρελθόντα χρόνο, μα η μοίρα της ματαίωσης δεν του επέτρεψε να προχωρήσει παραπέρα, πίσω από το σκοτεινό παραβάν, όπου μονάχα άνθρωποι με μεγάλη ακτινοβολία ψυχής είναι δυνατόν να επιβιώσουν. Τέτοιο ακριβώς μυθιστορηματικό χαρακτήρα μάς θυμίζει η συγκεκριμένη γιαγιά, με αρετές και προτερήματα που σπανίζουν στη σημερινή εποχή της ευκολίας.

Είναι γεγονός λοιπόν πως η υπαρξιακή κατεύθυνση όλων των ποιημάτων της, αν και η ποιήτρια δανείζεται στοιχεία του εξωτερικού κόσμου που γενικά γοητεύουν και εξωθούν την ποιητική έκφραση σε αρκετά μεγάλες στιγμές, ωστόσο τα μεταχειρίζεται ως ευκαιρίες και σύμβολα με σκοπό να πραγματοποιήσει μία εσωτερική καταβύθιση, αποδεικνύοντας ότι στηρίζεται σε μια σύγχρονη οπτική, πως όλα τα προβλήματα του ανθρώπου μπορούν να βρουν τη λύση τους ακριβώς εκεί, στο βάθος του μυαλού όπου υπερισχύει η λογική και η άμβλυνση του πάθους.

Συμπερασματικά, η κυρία Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη επαληθεύει τον κανόνα στις περιπτώσεις που οι ποιητές ανέμειξαν την ποίηση με τη φιλοσοφία, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους στην έκφραση, ενώ πρόσφεραν απλόχερα την ελπίδα στους συνανθρώπους τους, με τη στοχαστικότητα που τους διέκρινε, ενισχύοντας παράλληλα με μεστούς και σταθερούς στίχους, την πίστη για ένα καλύτερο αύριο. 

Επέλεξα μετά από κοπιαστική εργασία μερικά αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από την ποίησή της, που εκπέμπουν την ποιητική της φυσιογνωμία και εισάγουν τον αναγνώστη στην αποκρυπτογράφηση της ποιητικής γραφής της. Αποσπάσματα που άλλοτε κεντρίζουν το νου με βαθιά νοήματα, άλλοτε γίνονται πιο ανάλαφρα όταν η ποιήτρια ανιχνεύει τον έρωτα και εκμεταλλεύεται τα φυσικά στοιχεία και τις υπερβολές που χρησιμοποιούνται στο δημοτικό τραγούδι και κάποιες φορές τον δεκαπεντασύλλαβο.

09/01/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης



Η αγωνία της ύπαρξης…


Μια πνοή στο άπειρο είμαι,
μια στιγμή δευτερολέπτου στο όνειρο,
που σβήνω πριν προλάβω ν’ ανάψω
το φαναράκι που φωτίζει το δρόμο της ύπαρξής  μου.

Βιάζομαι να φωνάξω πως: υπάρχω!
Πως είμαι ένας κόκκος άμμου που χτίστηκε
στην απεραντοσύνη της ολότητας του σύμπαντος
και της ερήμου της ζωής,
καθώς, αγωνιώ να προλάβω
να ρουφήξω δροσιά απ’ τους κάκτους της…

Βιάζομαι να ακούσεις:
Πως γεννήθηκα για να με κοιτάξεις
σε ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων σου˙
πριν προλάβω κι επιστρέψω:
«Στην πριν της γέννησης μου ανυπαρξία».

Όσο για το μετέπειτα,
δεν βιάζομαι καθόλου
γιατί γνωρίζω πως: είναι αιώνιο…



Στο φως των αστεριών

Δεν έμαθα ποτέ να υποκρίνομαι
μιλούσα πάντοτε τη γλώσσα της αλήθειας.
Μα όσο κι αν πόναγαν τα λόγια μου,
όσο και αν νανούριζαν αθώους,
εγώ σταυρό κουβάλαγα στους ώμους μου
ως σύγχρονος Ιησούς,
που τη φωνή του ολίγοι αναγνώρισαν.



Ψεύτικη αλήθεια

Ζωή μου, θάλασσά μου!
Βγήκες κουρσάρος σε στεριά να πολεμήσεις
με κοφτερό σπαθί, αγάπη να κερδίσεις.
Μα εκείνο που καρπώθηκες στα δυο σου χέρια,
ήταν χρυσάφια αστραφτερά μες της καρδιάς τα αδειανά πανέρια
που ψεύτικα σού φάνηκαν σαν ήρθε η νύχτα,
σαν όνειρα απατηλά, σαν παραμύθια.
Που τα ακούει ένα παιδί στην κούνια,
τα κελαηδεί ένα πουλί στην κούρνια
και τ’ άστρα τη νυχτιά ταξιδεύουν
σε κύματα ουράνια τα πεζεύουν,
μα σε στεριές και θάλασσες, τα μάτια τα γυρεύουν.

Κι αν με ρωτήσεις να σου πω
τι είναι αυτό
που μέσα στη βιασύνη μου αντίκρισα, Ζωή μου,
είναι: τα περιβόλια σου τα ολάνθιστα
με αγριολούλουδα κι αγκάθια, που κρύβουν τα γιατρικά σου.
Κι ανθρώπους, με βαθιές χαρακιές στο πρόσωπό τους
-ρυτίδες λύπης και χαράς-
που σαν αντίκρισαν τις ευωδιές σου γέλασαν,
που σαν αντίκρισαν την πληγή στα χέρια τους, δάκρυσαν και πόνεσαν
με έγραψαν με το αίμα της πληγής τους:
ΖΩΗ ΘΑ ΣΕ ΝΙΚΗΣΩ!!!



Σεμνή υποδοχή


Η ομορφιά του σώματος
πανούργα δίχτυα πλέκει,
μα της ψυχής η ομορφιά
όμορφα τα ξεμπλέκει.



Από τον τρίτο κύκλο ζωής


Γυναίκες πάνε κι έρχονται φορώντας τα στολίδια τους.
Μανάδες νανουρίζουν τα παιδιά τους
στης μητρικής αγάπης το βυζί.
Άντρες ζωσμένοι με τα λάφυρα της νιότης προχωρούν…
Κι ένα μικρό αγόρι
την πίπα του παππού του περιεργάζεται.
Γρήγορα άντρας θέλει να γενεί.
Δαγκώνει το μήλο απ’ τη μηλιά και χάνει τον παράδεισο!
Πολλές προσμένει ομορφιές, όμως δεν ξέρει ακόμα
το αγκάθι που κρύβεται στα ρόδα.



Οι αναδρομές της Περσεφόνης

 

Σκορπάω ροδόσπορους στο μνήμα

να φυτρώσει της μνημοσύνης το δεντρί
αλλά, ξανά θυμάμαι:
«Οι νεκροί δεν ανασταίνονται…».
Κι αυτό είναι ψέμα.
Ψέμα ολάκερο, ακομμάτιαστο!
Και το ’χω μεταλλάξει σε αλήθεια
που θέλω να πιστεύω.
Την αλήθεια την ολάκερη, την ακομμάτιαστη.



Ασύλητος Ιδεολόγος


Ανακουφισμένος,
πως είχες κάνει αυτό που η συνείδηση σε πρόσταζε.
Ήσυχος, με μια απέραντη σιωπή, κουραστική.
Δεν ζήτησες ποτέ σου προβολείς και φώτα.
Το τραγούδι σου ακουγόταν μοναχικό στο σκοτάδι
σε έρημη πολιτεία.
Υποκλίθηκες στους Θεούς
και σου αποκάλυψαν τη θεότητά τους.
Έπειτα,
Ανακάλυψες τη μικρότητά σου
και τη θνητή σου εικόνα.



Ψάχνω


Ψάχνω να βρω
της ανθρωπιάς το αλώνι
που χορταριασμένο προσμένει
της Παναγιάς Μαντόνας το φιλί.

Να δω πώς υφαίνονται
τα παιδικά όνειρα στης εγκαρτέρησης το στέκι
με έναν ήλιο φορεμένο στα μαλλιά.

Να ακούσω τη φωνή της ψυχής
-αρμονικό τραγούδι,
δίχως νότες παραφωνίας.



Αναζήτηση


Τους ερωτεύτηκα τους δρόμους σου εαυτέ μου!
Χρόνοι ισχνοί,
που κουρασμένοι κύλησαν
ψιθυρίζοντας το τραγούδι της ανάπαυσης.
Κλίνη δεν έχει το κορμί για να ξαπλώσει.
Ο φανοστάτης της αγρύπνιας αναμμένος
- λευκή γριά -
σαν τον αχνό του φεγγαριού
πίσω απ’ το νέφος,
φωτίζει τους αχανείς δρόμους της ζωής σου
να εξερευνήσει τα μονοπάτια εκείνα
που δεν αντάμωσες ως τώρα.
Η γλώσσα γαργαλάει τον ουρανίσκο,
σαν κάτι να την ενοχλεί.
Κι εκείνο που την ενοχλεί,
είναι πως:
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΣΕ ΤΗ  ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου