Γκρίζος χειμώνας και λευκή επιδερμίδα,
ματιές που φέρνουν νύχτες μακρινές
που τα άστρα χλόμιαζαν στο κοίταγμα του νότου.
Ένα σημάδι κόκκινο απ’ τ’ αντάμωμα των χεριών
και μια λέξη που στέκονταν για ώρα στα χείλη.
Ήταν τόσο παράξενη η ώρα εκείνη
που σαν θνητός,
της μοίρας τα βλέφαρα σφάλιζα
και τη μεθούσα με αλμυρό ποτό
από τον ιδρώτα του κορμιού της.
Κι είχα μια αστραπή στο νου
να πω πολλά, μα έμενα μόνο στις αισθήσεις.
Χαμόγελο που με όνειρα μοσχομύριζε
και διψούσε για ταξίδι,
λάμψη προσώπου λυτρωτική,
πάνω σε κύματα ελπίδας να παλεύει η μέρα
κι ο μόνος παράδεισος ήτανε ν’ αγγίζω τις καμπύλες
που οδηγούν με στεναγμούς σε άνοιξης τοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου