Κριτική παρουσίαση από τον συγγραφέα Λάσκαρη Π. Ζαράρη, για την Ποιητική Συλλογή με τίτλο: «Δυο συρτάρια» του Θάνου Κ. Αθανασόπουλου, Πολιτικού Επιστήμονα, Εκδότη, Δημοσιογράφου.
Με μεγάλη χαρά έλαβα την ποιητική συλλογή «Δυο συρτάρια» του εκλεκτού φίλου Θάνου Αθανασόπουλου που με τιμά συνεχώς παρουσιάζοντας κείμενά μου στο περιοδικό «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ο Θεσσαλός».
Όπως αναφέρει στον πρόλογο της ποιητικής συλλογής, ο ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Γκέκας: «Η οδύνη του ξεριζωμού από τον ένα τόπο στον άλλον παρέμεινε και από βιωματικό τραύμα μετεξελίχθηκε σιγά-σιγά σε αποσπασματικές φωτογραφικές μνήμες. Οι μνήμες εκφράστηκαν με σκόρπιους στίχους μπλεγμένους στη βιοπάλη με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής. Η σκληρή πραγματικότητα σε κάνει μαχητή και σε τέτοιον εξελίχτηκε ο ποιητής… Έχουμε μπροστά μας άξια ένα ναίφ ποιητή, που οι στίχοι του είναι εικόνες ολογράμματα μιας ολόκληρης εποχής».
Ο κ. Γκέκας, γνωρίζοντας πολύ καλά τον χαρακτήρα του κ. Αθανασόπουλου λόγω της συνεργασίας τους στο περιοδικό, θεωρώ πως απέδωσε εύστοχα και πετυχημένα το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Θάνου Αθανασόπουλου, δηλαδή του μαχητή πνευματικού ανθρώπου που παρασύρει κοντά του –με τη θετική πάντα έννοια- μια πλειάδα ανθρώπων που προσπαθούν να προσφέρουν στα Γράμματα.
Τα πενήντα δύο ποιήματα της συλλογής, διατρέχει η πρόθεση του ποιητή να οριοθετήσει ολόκληρη τη ζωή του και τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο ανάμεσα στα δύο συρτάρια, σύμβολα συγγραφικού μόχθου που άργησε να βγει έξω στο φως. Αυτά τα συρτάρια βαρύνουν ιδιαίτερα και στην επιλογή των εικόνων, ενώ η γνησιότητα της έμπνευσης ξεκινά από ένα ολόλαμπρο, ανοιχτό και εξωστρεφή γενέθλιο τόπο· τις Σοφάδες και αργότερα περνάει στον σκοτεινό, μελαγχολικό και εσωστρεφή χώρο της μεγαλούπολης· την Αθήνα.
Ο λυρισμός του εκδηλώνεται από το πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής με τίτλο: «Γαλήνη», όπου εξωτερικεύεται μια ισχυρή προσωπική εμπειρία, διανοητική και ψυχική, που συμβαδίζει με τη γιορτή της φύσης τριγύρω, αλλά ακόμη με την παιδική αθωότητα, την νεανική ορμητικότητα και τη στωικότητα της ωριμότητας. Ο αναγνώστης ακούει συνεχώς τον ήχο μιας νεροσυρμής και γίνεται μέτοχος μιας γαλήνης που κινητοποιεί ανεξέλεγκτα τον μηχανισμό της μνήμης και την επιθυμία για βίωση ξανά του παρελθόντος:
Γαλήνη
Στου δειλινού τον ήρεμον αγέρα
τα πάντα γαληνεύουνε. Σιμώνει
λήθη στον πόνο η νύχτα και μητέρα.
Νεροσυρμής αχός όπου δεν σώνει
το κλάμα της, ξεπροβοδάει τη μέρα…
Φύλλου θροή τη ζήση δεν προδίδει·
φυσάει μα λες πως ανασαίνουν πέρα,
στήθια που δεν βαραίνουν γήινοι πόνοι.
Και ως πεις κάθε καημός, πως έχει σβήσει,
θολή η ματιά μας ξάφνου συντυχαίνει
ασάλευτο ένα μαύρο κυπαρίσσι,
που μοιάζει σαν θαμπόφωτο στα βάθη,
κραυγή στην ανεπνιά μαρμαρωμένη,
που κλαίει βουβά τ’ ανθρώπινα τα πάθη!
Είναι από τα λίγα ποιήματα της ποιητικής συλλογής, που ο ποιητής εφαρμόζει μια πιο χαλαρή ομοιοκαταληξία σε σχέση με τα υπόλοιπα ποιήματα και πλησιάζει τον ελεύθερο στίχο.
Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής με τίτλο: «Εκεί όπου γεννήθηκα», δίνεται παραστατικά ο κόσμος της επαρχίας και αναβιώνουν καθημερινές σκηνές των ανθρώπων του χωριού και αυτό αποτελεί παράλληλα συμβολή στη λαογραφία:
«Το δάκρυ μου ως σε λήκυθον κυλά
σ’ ένα καρότσι, σ’ ένα σκαλιστήρι,
ποθώντας να χαρώ μια λειτουργιά
στης θύμησης το ρόδινο αργαστήρι».
Εδώ είναι εμφανής η τεχνική που ακολουθεί στα περισσότερα ποιήματά του, δηλαδή η πλεχτή ομοιοκαταληξία συνήθως στα τετράστιχα, αλλά και σε στροφές που αποτελούνται από πέντε, οχτώ ή και περισσότερους στίχους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιεί τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Και συνεχίζει στο ίδιο ποίημα γράφοντας ο Θάνος Αθανασόπουλος:
«Μεγάλωσα στο γόνα του παππού
και στης γιαγιάς τη στοργική αγκάλη,
κι αγροίκησα τ’ αχό του σκορδαλιού
βυζαίνοντας της μάνας τ’ ανθογυάλι,
σαν όπως το νερόκρινο ρουφά
του ποταμιού τα ροδισμένα φύτρα
και πάλι όπως βυζαίνεται η χαρά,
σαν γίνεται του πόνου καταλύτρα».
Στα «Δυο συρτάρια» υπάρχουν αρκετά ποιήματα που έχουν ως τίτλους επαγγέλματα της αγροτικής ζωής –όπως ο θεριστής και ο ζευγάς- τα οποία εξαφανίστηκαν, για να μείνει μόνο η θύμηση μιας απλής στη σύνθεση κοινωνίας αλλά και η θύμηση ανθρώπων, ασπούδαστων μεν, με μεγάλη όμως καρδιά και ψυχή. Επίσης, αποτυπώνονται τρόποι εκμετάλλευσης των αγροτικών προϊόντων μη προηγμένων τεχνολογικά –όπως στο ποίημα «Ο αλωνισμός»-, που εγκαταλείφθηκαν με το πέρασμα του χρόνου.
Με την πατρώα γη του ποιητή, δεν θα ήταν δυνατόν να μην είναι συνδεδεμένοι νεανικοί έρωτες και φανερώματα της καρδιάς, όπως γλαφυρά περιγράφονται στο ποίημα: « Η Καραγκούνα», το οποίο εκτός από το λαογραφικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει σχετικά με την τοπική ενδυμασία των γυναικών, μαντεύουμε πως αποτελεί και ένα καλά ριζωμένο πρότυπο στη συνείδηση του ποιητή:
«Θάμπωνε κι άστραφτε στο φως σαν λύγα το κορμί της,
καμαρωτή, ψηλόλιγνη, ροδόχρωμη, αιθέρια,
το σάλεμά της, ο ρυθμός, η άκρατη ορμή της
σειούσαν τη γη στη στράτα της και σβυούσανε τ’ αστέρια».
Έρωτας που τυραννά πολλές φορές με τα καμώματά του στο ποίημα με τίτλο: «Πόνος κρυφός»:
«Και θα ξυπνάς τη ροδαυγή κι ίσως τη νύχτα θα ζητάς
δυο χείλια ερωτευμένα,
και σ’ ό,τι ζήσαμε μαζί, πεταλουδίτσα θα πετάς,
σε κρίνα ηλιοπερίχυτα, σε ρόδα μαραμένα».
Κάποια στιγμή φτάνουμε στο ποίημα: «Προδομένα Όνειρα», όπου σέρνεται βαρύ και αποκαρδιωμένο το βήμα του ποιητή, που καταλήγει στην άσχημη σκέψη και με την επιστράτευση προσώπων από την αρχαία ελληνική μυθολογία, μα και από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, όπως η Λάμια και ο Κωνσταντής:
«Η Λάμια όμως η ζωή, άσχημο του ‘παιξε παιχνίδι
κι ο ονειροπόλος Κωνσταντής, δεν πήγε στο μακρύ ταξίδι,
τα γαλανά του τα ‘σκισε τ’ άγριο της ζωής το κύμα
και η γοργόνα η πλωριά δεν πήγε ούτε ένα βήμα».
Στο ποίημα: «Κάπως έτσι» φιλοσοφεί παίζοντας μεταξύ των αντιθέτων: χαράς και λύπης, αφήνοντας όμως μια μικρή χαραμάδα για την μελλοντική ελπίδα:
Κάπως έτσι
Χαρά η χαρά περίγυρα. Πώς τάχα να πονώ;
στον ήλιο θα μπορούσα;
Στον ήλιο σβήνονται οι πόνοι μου, στον ήλιο κρίνο ανθώ,
στον ήλιο ανοίγω τ’ άρμενα και πνίγω την αγκούσα.
Πολλοί τη νύχτα χαίρονται και κλαίνε τη ζωή
σκλάβοι σε κάποια μοίρα
κι άλλοι τον πόνο κλείνουνε συντρίμμια στην ψυχή
κι αφήνουνε το δάκρυ τους ν’ αδροσταλάει πλημμύρα.
Μα εγώ κι ακόμα όταν πονώ, δεν κλαίω. Χαρά κι ο πόνος,
χαρά μου κι ο δαρμός,
άσπρο το κλάμμα, η λύπη μου σα μυγδαλίσιος κλώνος,
που γέρνει στον περίχαρα των λουλουδιών ο αφρός.
Και τελικά έρχεται λύτρωση, μαζί με το δίδαγμα και την παρότρυνση που περιέχεται στο ποίημα με τίτλο: «Ξέχασε και ζήσε»:
«Της λησμονιάς το βότανο πάρε για να ξεχάσεις
τις λύπες που εγνώρισες και τους πικρούς καημούς.
Σελίδες πιο χαρούμενες προσπάθησε να γράψεις
και δίχως φόβο διάβαινε στους σκοτεινούς δρυμούς».
Οι προηγούμενοι στίχοι του φίλου Θάνου Κ. Αθανασόπουλου, συνιστούν το ουσιαστικότερο νόημα και τον βασικότερο σκοπό της ποίησης, που ως παυσίλυπο βότανο, εξωθεί τους δημιουργούς σε φανταστικά και ποιοτικά άλματα. Ίσως επιπροσθέτως αποτελούν και έναν ορισμό της ποίησης εξηγώντας την ανάγκη των ποιητών που επιδίδονται μ’ αυτό το απαιτητικό είδος του λόγου.
Ο Θάνος Κ. Αθανασόπουλος κρίνω πως πέτυχε κατά πολύ στον σκοπό του, γιατί μέσα σε λίγους στίχους είναι ικανός να περιγράφει έναν ολόκληρο εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο και μάλιστα με τεχνική αρτιότητα, ενώ η προηγούμενη συγγραφική του εμπειρία -σε τομείς εκτός της ποίησης- αποτέλεσε ένα μεγάλο σκαλί, ώστε να περάσει με αξιώσεις και ωριμότητα σε μια ανώτερη βαθμίδα της ποίησης.
13-05-2014
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος Βόλου