ΓΙΑΤΙ
ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
«Πάνω
του, κάθε άνθρωπος έκαστος, δύο σακούλια φέρει,
ένα στην πλάτη, κι ένα εμπρός, χειμώνα - καλοκαίρι
...»
Κι είν’ το σακούλι αόρατο, αυτό καθεαυτό του,
μα είναι σ’ όλους ορατό, το περιεχόμενό του ...
Κουσούρια κι ελαττώματα πάντα είναι γεμάτα
τα μπροστινά και πισινά σακούλια - ανάθεμά τα.
Των άλλων τ’ ελαττώματα έχει το μπροστινό μας
και τα δικά μας τα κακά, έχει το πισινό μας.
Κι αφού κανείς δεν βρέθηκε, νά ’χει στο σβέρκο μάτια
μόνο των άλλων τα στραβά θωρούν τα δυο μας μάτια ...
Και τα δικά μας τα στραβά, τα πίσω απ’ το κεφάλι,
μπορούνε και τα βλέπουνε και μας γελούν οι άλλοι ...
Η
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ
Πέθανε ένας πρόεδρος και η θέση του χηρεύει ...
Κι η θέση ήταν κομματική και πάει και τη γυρεύει,
ένας πού ’ταν «ακάλυπτος» κομματικών προσόντων,
μα και φαφούτης εντελώς ... κομματικών οδόντων ...
Ο έχων την προκήρυξη, τον βλέπει και γελάει
και σκέπτεται..., ο δυστυχής, ξυπόλυτος πού πάει
στ’ αγκάθια της πολιτικής ..., στα κοφτερά γρανάζια
...
που θα τόνε συνθλίψουνε σαν νταμαριών τα μπάζια ;...
-
Είσαι τρελός; τον ερωτά με κάποια απορία ...
-
Γιατί; είναι προϋπόθεση της θέσης η μωρία ; ...
αντερωτά ο ... «ακάλυπτος» και φεύγει, γιατί
μπήκε...
αμέσως εις το νόημα ... και
ειρωνικά τους βγήκε ...
ΕΣΥ
Καλή μου, Εσύ
που μου ‘δωσες ανείπωτη χαρά
και μου
‘κανες τα χέρια μου του αετού φτερά.
Που
πεθαμένος ήμουνα και μ’ έχεις αναστήσει
με την
γλυκιά αγάπη σου, την πιο όμορφη στην κτίση.
Που στη
ζωή μου, φάνηκες, Γενάρη πρωινό
με γέλιο
και με ανέβασες στον έβδομο ουρανό.
Που τις
πληγές μου γιάτρεψες με τα γλυκά σου λόγια
κι από το
κρύο, με έβαλες μες τα ζεστά σου ανώγεια.
Που όνειρα
δεν έβλεπα μα εφιάλτες μόνο
και τώρα
ένα όνειρο γλυκό με σε βιώνω.
Που έγινες
αυτόκλητα, φύλακας άγγελός μου,
μάνα,
πατέρας κι αδελφή κι ο φίλος ο καλός μου.
Που, «Η
αγάπη, ευτυχώς», μου ‘πες, πως «δεν εχάθη»,
γιατί την
ανακάλυψες στης λεμονιάς τα άνθη.
Που μου
‘δωσες απλόχερα αυτό που μου ‘χε λείψει
και
ευτυχία έκανες την μόνιμη μου θλίψη.
Που στην
καρδιά μου σ’ έβαλα μ’ ένα μικρό τραγούδι
και της
ζωής μου γίνηκες το πιο όμορφο λουλούδι.
Που σε
ονόμασα «Ζωή!» γιατί ζωή μου δίνεις
και κάθε
πόνο και καημό μ’ ένα σου χάδι σβήνεις.
ΕΙΣΑΙ
το «Δώρο του Θεού!», γλυκιά, χαριτωμένη,
η ευτυχία
ζωντανή! και τρισευλογημένη!
Παύλος
Πολυχρονάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου