Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

«Ο τόπος πρόδωσε τον ένοχο» (10+1 αστυνομικές ιστορίες), Εκδόσεις Τόπος, με τη συμμετοχή της Αθηνάς Μουντάνου-Μπασιούκα.





   Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτή τη συλλογή αστυνομικών ιστοριών που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Τόπος σε συνεργασία με την Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας! Αν και είμαι ο λιγότερο κατάλληλος για να γράψω σχετικά, αφού η δραστηριότητά μου, όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος, περιορίζεται σε μερικές ανολοκλήρωτες προσπάθειές μου και σ’ ένα διήγημα με το οποίο συμμετείχα σε κάποιον διαγωνισμό αστυνομικής ιστορίας, όπου οι διαγωνιζόμενοι είχαν την τύχη -σύμφωνα με την πρωτότυπη ιδέα των οργανωτών- να είναι παράλληλα και κριτές. Η μόνη εξοικείωση που έχω με τις αστυνομικές ιστορίες είναι ορισμένα στοιχεία που συνήθως χαρακτηρίζουν το αμιγές αστυνομικό διήγημα (σφιχτοδεμένη πλοκή, δραματικός λόγος, ανατροπές, περιπέτεια), τα οποία χρησιμοποιώ συχνά στα παιδικά μου βιβλία και στα διηγήματα για ενήλικες. Κατά συνέπεια η παρούσα κριτική -αν μπορεί να πει κανείς ότι για τέτοια πρόκειται- παίρνει τη θέση μιας κατάθεσης ποικίλων συναισθημάτων, τα οποία προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου ως ωφέλιμη εμπειρία. Πολυσύνθετη εμπειρία που φέρνει στον νου τις διαφορετικές εκδηλώσεις του εγκλήματος, αλλά και αποτελεί μια ταξιδιωτική περιπλάνηση σε τόπους, οι οποίοι δίνουν μια ιδιαίτερη μορφή στην επιτέλεσή αυτών των ακραίων εκφάνσεων του ανθρώπινου σκοτεινού μυαλού.
   Κατέληξα στη θετική σκέψη ότι η αστυνομική λογοτεχνία έχει μέλλον στη χώρα μας ή για να είμαι πιο ακριβής, σαν το μωρό στα σπάργανα ακόμη - αφού ήταν παραμελημένη για πολλά χρόνια- η ενηλικίωσή της δεν θα αργήσει, εξαιτίας του ότι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της-συγγραφείς δεν δίνουν μονάχα υποσχέσεις μα και σημάδια αξιόλογου, ώριμου και ολοκληρωμένου έργου.
   Όλα τα διηγήματα -εκτός από τον τόπο που λειτουργεί ως σκηνικό- διακρίνονται για το γεγονός, ότι οι «νόμοι» του κάθε δημιουργού είναι διαφορετικοί κι ας συμπίπτουν σε κάποια τυχαία σημεία. Οι καταστάσεις που εκείνοι επιλέγουν να περιγράψουν και οι ήρωες που πρωταγωνιστούν αναδεικνύουν ορισμένες πλευρές, που όλες μαζί ολοκληρώνουν το παζλ του σύγχρονου εγκλήματος. Δεν τίθεται θέμα κατά πόσο οι ιστορίες αποτελούν καθαρά αστυνομικές ιστορίες, γιατί είτε είναι γραμμένες με τον κλασικό τρόπο είτε με πιο νεωτεριστικό τρόπο, το συμπέρασμα είναι ότι δίνουν στον αναγνώστη την αίσθηση του πρόσκαιρου, της βαριάς ατμόσφαιρας και του ακροβατισμού σε τεντωμένο σχοινί. Η λογοτεχνική διαχείριση είναι επιτυχής, τα εκφραστικά μέσα παραστατικά και αξιοζήλευτα, η γλώσσα πλούσια και οικείο κτήμα του κάθε συγγραφέα. Δεν χωρά αμφιβολία για την επιδεξιότητα των συγγραφέων αυτού του βιβλίου στον χειρισμό του λόγου. Οι ιστορίες προσελκύουν το αμείωτο ενδιαφέρον του αναγνώστη με την κατάλληλη αφηγηματική ατμόσφαιρα, όπου δεν λείπει το χιούμορ, η μαγεία και η κορύφωση στο τέλος με την αποκάλυψη του δολοφόνου ή των δολοφόνων
   Τα πλεονεκτήματα που διαθέτει κάθε συγγραφέας, βγαίνουν κρυφά σαν «άσοι από το μανίκι» του, για να δοθεί η εντύπωση ότι όλα είναι προγραμματισμένα να γίνουν με τον τρόπο που γίνονται και μάλιστα χωρίς υπερβολές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αστυνομικό είναι ένα είδος ρεαλιστικού διηγήματος. Συγκεκριμένα, η Μιμή Φιλιππίδη-Θεοχάρη μάς παρουσιάζει μια ιστορία με κινηματογραφική πλοκή, ο Γιάννης Πανούσης μια πρωτότυπη αλλά αρκετά περίπλοκη ιστορία, ο Δημήτρης Κεραμεύς μάς κερδίζει με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ο Αργύρης Παυλιώτης μάς ταξιδεύει στο Γενί Χαμάμ στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας μια πολύ ώριμη γραφή, που είναι αδύνατον να βρει κανείς το παραμικρό ψεγάδι. Η Κυριακή Γεροζήση φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά το επαρχιακό κλίμα της Λάρισας και την ενοχοποιημένη εποχή της χούντας των συνταγματαρχών, όπου άτομα που κατέχουν τα κλειδιά της εξουσίας συμπεριφέρονται χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και με περίσσια ασυδοσία. Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με ψυχολογική διεισδυτικότητα. Η Κωνσταντίνα Μόσχου σ’ ένα καλογραμμένο διήγημα σκορπά γύρω της την ανατριχίλα, λόγω του μακάβριου συμβολισμού που περιέχουν ο ποταμός Αχέροντας και το Νεκρομαντείο της Εφύρας. Ο Γιάννης Ράγκος αφού χειρίστηκε κατάλληλα το ιστορικό υλικό που συγκέντρωσε, μάς κάνει να γοητευθούμε από την παλιά εποχή που περιγράφει τόσο ζωντανά (1831). Η Γεωργία Παπαλυμπέρη επικεντρώνεται σ’ ένα ζευγάρι κλεφτών εικόνων, οι οποίοι βάζουν στόχο ένα μοναστήρι του Ταΰγετου. Ο Παναγιώτης Γιαννουλέας βάζει τον ήρωά του στα δύσκολα, γιατί πρέπει να εξηγήσει μια σειρά δολοφονιών, που βάσει ενός προειδοποιητικού γράμματος υποκινούνται από μια μυστηριώδη δύναμη. Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος με το «κρυπτόλεξό» του  απαιτεί δυνατούς λύτες.
   Τελευταία άφησα να αναφέρω τη συμπατριώτισσα και φίλη, κυρία Αθηνά Μουντάνου-Μπασιούκα, που συμμετέχει σ’ αυτό το βιβλίο με το διήγημά της «Χολυγουντιανά Εγκλήματα». (Το μοναδικό διήγημα τής συλλογής που η δράση του εκτυλίσσεται σε τόπο εκτός Ελλάδας). Αποτελεί μία ιστορία που ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία, τη φαντασία, ενώ η συγγραφέας υφαίνει ένα όμορφο κι επώδυνο ταυτόχρονα παιχνίδι με το παρελθόν και το μέλλον, όπου κυριαρχεί ένα έγκλημα που θυμίζει την ταινία «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Με καλό χειρισμό της γλώσσας και αίσθηση της δραματικότητας του κειμένου εκπέμπει το συνηθισμένο ρίγος που προκαλούν τα θρίλερ, όμως στη δική της περίπτωση το ελάχιστο προάγεται σε μέγιστο, το αναγκαίο συντελεί ώστε ο αναγνώστης να ξαφνιάζεται με την εξέλιξη και τη λύση του μυστηρίου και να ανταμείβεται σίγουρα από την ανάγνωση.

09/09/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου