ΟΙ
ΓΛΑΡΟΙ
Σκοτείνιασε
ο ουρανός
καταμεσής
της μέρας
η
θάλασσα αγριεύει,
πέταξαν
οι γλάροι μακριά
-προς
της στεριάς τα μέρη-
Το
ξέρουνε οι ναυτικοί
κι
οι στεριανοί το λένε
Σαν
φτάσουν γλάροι τα βουνά
κακοκαιριά
θα έρθει
Και
συ, ψυχή, φουρτουνιασμένη
σε
ποια κορφή θ' ανέβεις;
Σε
ποια θα γαληνέψεις;
Το
πέταγμα των γλάρων
θαρρώ
πως το ζηλεύεις
ΗΛΙΟΣ-(ΤΑΞΙΔΙ)
Πού
ταξιδεύει ο λογισμός
και
την ψυχή μου σέρνει
σε
ποιές στεριές,
ποιές
θάλασσες;
ποιον
άραγε προσμένει
Το
νεκρωμένο σώμα μου
η
γη το περιμένει;
Φεύγα
ψυχή,
φεύγα
και ταξίδεψε
αυτό
μόνο σου μένει.
Ψάξε
τον ήλιο σου να βρεις
μ'
αν δεν τον βρεις
μη
φοβηθείς
Γύρνα
το σώμα σου
να
δεις
νεκρό
στη γη να μένει.
ΛΑΤΡΕΙΑ
Ναούς
χτίζω,
μύστης
θείας
λατρείας
ακόλουθος
μια αιώνιας
λιτανείας
Μα,
και αποστάτης.
Τα
λάβαρα μου
καίω,
αρνητής
και λάτρης
γίνομαι.
ΟΝΕΙΡΟ Ι
Σε
γύρεψα στις νύχτες
στο
λυκαυγές
στη
θάλασσα που μας ενώνει
σ'
αυτήν που πάντα μας χωρίζει
Μικρό
νησί -εσύ ζωή μου-
μικρό
νησί -εσύ φυλακή μου-
Από
τον χρόνο και στον χρόνο ξεχασμένη
καταδικασμένη
σε κάθειρξη ισόβια
κυκλωμένη
από άυπνες νύχτες
και
μέρες βουρκωμένες
Κι
εσύ,
καράβι
πρωτοτάξιδο
στον
άνεμο τον Λιβυκό-κόντρα-
νύχτα
με αστροφεγγιά
Να
ψάξεις -ακούς;
Να
με βρεις
Να
με πάρεις
Να
με ταξιδέψεις
Να
με ξεμυαλίσεις
Εσύ,
Θάλασσα
μου, στεριά
κι
αγέρι
ΟΝΕΙΡΟ
ΙΙ
Σε
ψάχνω εκεί
που
ο ήλιος δύει
σ'
αναζητώ
στου
ονείρου μου την άκρη
Τις
νύχτες μόνο έρχεσαι
και
πριν χαράξει, φεύγεις
Δυο
πέλαγα μάς χωρίζουνε
μια
θάλασσα μάς ενώνει
και
γω μικρό νησί,
μικρό
νησί,
σαν
φυλακή που δεν θα βρεις
σε
χάρτη
Μα
συ, γίνε καράβι,
καράβι
πρωτοτάξιδο,
νύχτα
μ' αστροφεγγιά,
να
με βρεις,
να
με πάρεις,
πρώτο
ταξίδι μου,
εσύ,
στου
ονείρου μου
την
άκρη.
Άνεμος
Άνεμος
φύλλα -φιλιά-
σκορπά
κόκκινα
ροδοπέταλα
στα
πόδια σου τ' αφήνει
-Κόκκινα
όπως οι νύχτες
και
οι μέρες σου
Αίμα
στου
χρόνου
τις
φλέβες
Αιγαιοπελαγίτικη
λιαχτίδα
πόσες
φορές
στις
θάλασσες των ματιών σου
βασίλεψα;
~Τις
Νύχτες ~
Άπλωνα
τις ξάστερες νυχτιές
στης
μάνας γης την αγκαλιά
μονάχο
το κορμί μου
Και
κάθε αυγή
στο
φως του ήλιου το ξεδίπλωνα,
τα
δάκρυα της νυχτιάς
για
να στεγνώσουν
Γαλάζια
όνειρα
Ήρθες
όπως τ' αγέρι, η αύρα η θαλασσινή, σε τούτο
το
λιμάνι που δεν περνούν καράβια. Ήρθες φεγγάρι του
Αυγούστου
ολόγιομο κι έφερες στα χέρια την αγάπη. Πόσο
σ'
αγάπησα στις ώρες τις κρυφές, στους ήχους των
καθάριων
νερών, στο πέλαγος αγνάντι. Ένα απομεσήμερο,
μικρό
θαλασσινό δεντράκι πλήγωσε την αγάπη, δυο
χαρακιές
στο μπράτσο, σημάδια να θυμίζουν τον έρωτα που
πέταξε
με τα λευκά φτερά των γλάρων.
-Θ'
απλώσω γαλάζιες κορδέλες, στο φως, στο άσπρο, στα
κύματα
π' αφήσαμε το πρώτο ... το στερνό φιλί. Τη γεύση
που
καίει τα χείλη... της θάλασσας αλμύρα. Βότσαλα,
κοχύλια
απ’ τα ταξίδια μας κρατώ,
τα
βρέχω με δάκρυα, ριγούν λες... ζωντανεύουν και μου
μιλούν
σένα.
Ρούλα
Τριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου