Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Κριτική παρουσίαση του παιδικού μυθιστορήματος: «Μικροί στον αγώνα» της Ελένης Μυλωνά – Χατζημιχαήλ, Λευκωσία, 2014.






   Η Κύπρια λογοτέχνις και συνταξιούχος εκπαιδευτικός κυρία Ελένη Μυλωνά – Χατζημιχαήλ εξέδωσε το ιστορικό της μυθιστόρημα: «Μικροί στον αγώνα» σε εικονογράφηση του συζύγου της κ. Σωτήρη Χατζημιχαήλ, μετά την πρώτη έκδοση του που πραγματοποιήθηκε το έτος 1986.
   Το βιβλίο αποτελείται από δεκαέξι κεφάλαια μικρής έκτασης (τεσσάρων έως έξι σελίδων), ώστε να μην κουράζονται τα παιδιά, αν και ο λόγος της κυλάει πολύ εύκολα λόγω της απλότητας της γλώσσας, των ζωντανών χαρακτήρων και των δραματικών σκηνών στην πλοκή.
   Η ίδια, έχει κατακτήσει την ωριμότητα στη γραφή της, μετά από τη συγγραφή και έκδοση εφτά βιβλίων για παιδιά και σημαντικό σε όγκο και ποιότητα ανέκδοτο έργο, κάτι που αντανακλάται στο παρόν βιβλίο της με την ευχέρεια που την χαρακτηρίζει στην έκφραση και στη χρησιμοποίηση των κατάλληλων λέξεων για τον σχηματισμό μιας ιδιαίτερα προσεγμένης εικόνας, που τροφοδοτεί γόνιμα τη φαντασία των παιδιών.
   Γραμματολογικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το έργο της επιπροσθέτως στο είδος του χρονικού μιας πολιτείας, γιατί η προσέγγισή της γίνεται με ευαισθησία, παρουσιάζει άφθονες σκηνές από την καθημερινή ζωή που συγκινούν και κυρίως με αγάπη για το χωριό της την Ακανθού, που έπεσε κι εκείνο -όπως τα υπόλοιπα χωριά και οι υπόλοιπες πόλεις της Βόρειας Κύπρου- στα βέβηλα χέρια του Αττίλα. Αναπλάθει έναν κόσμο αγνό, ανθρώπινο κι ένα επαρχιακό περιβάλλον ασύγκριτης ομορφιάς που επηρεάζει δημιουργικά τους κατοίκους του χωριού, ωθώντας τους στην ανάδειξη των ψυχικών αρετών τους, αλλά και του ιστορικού και λαογραφικού πλούτου του χώρου όπου δραστηριοποιούνται.
   Σε μια εποχή αντιηρώων που διανύουμε, το έργο «Μικροί στον αγώνα» της Ελένης Χατζημιχαήλ προσφέρει με παιδαγωγικό τρόπο παραδείγματα μιας στάσης στα πράγματα, στη θέαση του κόσμου, μα κυρίως εμφυσά στα παιδιά πρότυπα και ιδανικά που έχει αφήσει αδικαιολόγητα στην άκρη η σύγχρονη κοινωνία μας, ως περιττά. Παράλληλα όσον αφορά το θέμα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πρόσφατη πολεμική εμπειρία της Μεγαλονήσου, τα χρόνια που οι Άγγλοι την είχαν μετατρέψει αποικία τους κι οι αληθινοί φλογεροί αγωνιστές, με την καρδιά τους και την ψυχή τους να χτυπά γαλανόλευκα, έκαναν τα αδύνατα δυνατά για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
   Το έργο βραβεύτηκε το 1985 από του Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και σύμφωνα με το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής: «Γραμμένο με απλότητα και αμεσότητα προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η υπόθεση αναφέρεται στον αγώνα του Κυπριακού λαού εναντίον της αποικιοκρατίας». Θα προσθέσω και από την πλευρά μου ένα βασικό στοιχείο που ξεχωρίζει το βιβλίο της κυρίας Ελένης Χατζημιχαήλ∙ τη χριστιανική πίστη, όχι απλώς ως τυπολατρική συνήθεια αλλά βιωματική εμπειρία, συνδεδεμένη απόλυτα με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων του χωριού.
   Στο κεφάλαιο με τίτλο: «Το κρυφό σχολειό» (σελίδα 30), μας περιγράφει με τρόπο που έχει αντίκτυπο στην ψυχή, τη πρωτοβουλία των εφήβων του χωριού να αναλάβουν τον ρόλο των εν ενεργεία δασκάλων, λίγο καιρό μετά το κλείσιμο του σχολείου από τους Άγγλους και τη φυλάκιση των δασκάλων του. Αίθουσα διδασκαλίας ορίζεται η εκκλησία:
   «Ήταν παιδιά δικά μας. Ξαδέλφια μας, αδέλφια μας, θειοί μας. Παιδιά με όρεξη και πείσμα, παιδιά που πίστευαν σε καλύτερες μέρες, οι δάσκαλοί μας. Ποιος το πίστευε πως τούτα τα νέα βλαστάρια θα μπορούσαν να στήσουν σχολείο! Σε μια και μόνη εκκλησιά έξι τάξεις, έξι δάσκαλοι και να διδάσκουν την ίδια ώρα. Το ονομάσαμε «Κρυφό σχολειό». Μόνο που δεν πηγαίναμε βράδυ με το φεγγάρι, μα πρωί πρωί με τη δροσούλα, σαν όλα τα σχολεία. Κι ήταν τόσο μα τόσο γλυκές, όμορφες, μοναδικές ώρες που οι θρύλοι ξαναγυρνούν, που τα στασίδια γίνονται θρανία, που το «τρεμάμενο φως του καντηλιού» είναι πραγματικότητα. Οι άγιοι, λες και γίνονται μια μαθητές για να πιάσουν το χέρι που δυσκολεύεται να πάει πιο κάτω και μια δάσκαλοι για να ξελύσουν, τη γλώσσα των άπειρων δασκάλων. Άλλοτε πάλι, μένουν στη θέση τους, μεσίτες μεταξύ ουρανού και γης. Και τότε δεν προλαβαίνουν να κουβαλούν της καρδιάς μας το παράπονο στο μεγάλο Σωτήρα. Ναι, είχαμε την τιμή να μας συντροφεύει, απ’ το πρωί ίσαμε τ’ απόγευμα, η γλυκειά χρυσοστόλιστη χάρη Του. Μια ματιά και μόνη από το τετράδιο στη μορφή του Χριστού ήταν αρκετή για να ειπωθεί η δυσκολία και να ’ρθει η βοήθεια.
   Και πώς σοβαρέφτηκαν με μιας οι δάσκαλοι αλήθεια! Δεν είναι λίγο πράγμα, ο μελαψός Σοφοκλής, που ’ταν χωμένος μέσ’ τα κηπευτικά του να γίνει μες το χθες και σήμερα ο «κύριος Σοφοκλής» με εικοσιπέντε πιτσιρίκια στην ευθύνη του! Από τότε που τελείωσε το γυμνάσιο, ξέχασε και το όνομά του, που λέει ο λόγος».
    Στο βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως διαβάζουμε: «Συμμετείχε σε πολλές αποστολές θρησκευτικής διαφώτισης σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με διαλέξεις σε πανεπιστήμια, ομιλίες σε ενορίες και προγράμματα σε σχολεία».            Το παρόν βιβλίο εκπέμπει διαρκώς στις σελίδες του σεβασμό στις σημαντικότερες ανθρώπινες αξίες και υπάρχουν άφθονα παραδείγματα ηθικής ανώτερης συμπεριφοράς και διαχείρισης ιδιαίτερα ασταθών καταστάσεων. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο μικρός Παντελής, προσπαθεί να υπερασπιστεί τον νεοφερμένο στην Ακανθού φίλο του Θανάση, τον οποίο πλήγωσε ψυχικά ένα παιδί της πάνω γειτονιάς λέγοντάς του, πως ο πατέρας του τον εγκατέλειψε πριν γεννηθεί γιατί δεν τον ήθελε (σελίδα 25).
   Όμως, η κυρία Ελένη Μυλωνά – Χατζημιχαήλ ξέρει να δημιουργεί μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των Άγγλων που περιβάλλει το χωριό, μία ευχάριστη ατμόσφαιρα, όταν ο ήρωας μας, κρυμμένος και παγιδευμένος κάτω από ένα ντιβάνι, παρακολουθεί με αγωνία τη συνάντηση των ντόπιων ανταρτών περιγράφοντας τα περιστατικά με χαριτωμένη αφέλεια (σελίδα 36) από το κεφάλαιο: «Η μυστική συνάντηση»:
   «Κει που σκεφτόμουν όλα τούτα κτύπησε η πόρτα τρεις φορές. «Α, έκαμα, θα ’ναι το σύνθημα».
   - Καλώς τον Κίμωνα, είπε ο πατέρας ανοίγοντας την πόρτα.        
   - Πουλάς το γουρούνι να συμφωνήσουμε; είπε ο ξένος.
   - Ναι, πέρασε, είπε ο πατέρας.
   Έμεινα σαν μάρμαρο. Το γουρούνι μας ήταν τόσο μικρό… δεν ήταν για πούλημα… και πριν προλάβω να πω «άδικα έκανα τόσο ξενύχτι», είδα από τη χαραμάδα της στρώσης του κρεβατιού τον κύριο Αγησίλαο. Πω πω μυστήρια πράγματα! Τι να το κάνει το γουρούνι ο Κυρ Αγησίλαος; Ο Κυρ Αγησίλαος το μόνο που ξέρει, είναι να φτιάχνει έπιπλα. Και γιατί να τον πει Κίμωνα; Τώρα μάλιστα, αρχίζει το μυστήριο.
   Με τον ίδιο τρόπο μπήκαν ακόμα τέσσερις. Ο ένας ήταν ο Ζήνων, δηλαδή ο Φανούρης ο μπακάλης, ο άλλος ήταν ο «Λύκος», δηλαδή ο ηλεκτρολόγος που βάζει τα σύρματα για το ρεύμα τώρα στο χωριό, ο τρίτος ήταν ο «Όμηρος»…μα όχι αυτός είναι ο νουνός μου που με πάει κάθε τόσο βόλτα στη θάλασσα μιας κι ’ναι ψαράς. Α! μανούλα μου τι πράγματα και θάματα… Κι ο τέταρτος… αλήθεια όσο κι αν σκέφτηκα, δεν τον ανακάλυψα. Ίσως να ’ταν ξένος. «Φάρο» τον είπαν μα τίποτε δε μου ’λεγε τ’ όνομα.
   Η μητέρα, με μάτια λαγωνικού, έριξε μια ματιά από την μπαλκονόπορτα στο δρόμο, αμπάρωσε τις πόρτες και κάθισε σε μια γωνιά με κάμποσα δεφτέρια στο χέρι.
   «Λοιπόν», έκανε ο ξένος, «η συνεδρία αρχίζει». Είπαν πρώτα κάτι ακαταλαβίστικες κουβέντες, διάβασαν κι ένα μήνυμα που το ’χε κρυμμένο στην κάλτσα του ο κυρ Αγησίλαος, μα πάλι δεν κατάλαβα τίποτε».
   Τα αντιπολεμικά μηνύματα του βιβλίου παρουσιάζονται με συγκινητικό τρόπο, τη στιγμή που ένας Ιρλανδός στρατιώτης ανοίγει την ψυχή του μπροστά στον μικρό μας ήρωα και τη μητέρα του, στις σελίδες 46-47 του κεφαλαίου: «Κατ’ οίκον περιορισμός».
   Το βιβλίο με τίτλο: «Μικροί στον αγώνα» χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της λοτέχνιδος Ελένης Χατζημιχαήλ να στρέψει τους νεαρούς σε ηλικία αναγνώστες στην καλοσύνη και στο να αγωνίζονται πάντα για καλούς σκοπούς. Το κείμενο αποκτά δραματικότητα στην πλοκή του, καθώς τα δύο παιδιά, ο Παντελής και ο Θανάσης, φτάνουν στο ορεινό κρησφύγετο των επικηρυγμένων από τους Άγγλους ανταρτών. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου, υπαρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α.
   Από την αρχή του έργου, οι μικροί αναγνώστες ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές και παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις του αγώνα εναντίον των Άγγλων, μέχρι να φτάσει η πολυπόθητη μέρα της απελευθέρωσης με την αποφυλάκιση των αγωνιστών. Η Ακανθού εκείνη τη μέρα μεταμορφώνεται σε ένα γιορτινό κι ευτυχισμένο χωριό (σελίδα 96):
   «Κάτω, το χωριό ήταν ανάστατο, παράξενα φωταγωγημένο και με μια αγωνία που δε λέγεται.
   Οι δρόμοι στολίστηκαν με δάφνες και μυρσίνη. Από κείνη την μυρσίνη που την πότισαν οι λεβέντες μας, νυχτοπατώντας χρόνια τώρα στα βουνά, με αίμα και δάκρυ.
   Μα κι οι Ελληνικές σημαίες σήμερα είχαν τη δική τους γιορτή. Γιόμισαν το χωριό απ’ άκρου σ’ άκρο με γαλάζιο και άσπρο. Επιτέλους για πρώτη φορά μπορούσαν να ξεδιπλωθούν περήφανα στα μπαλκόνια, χωρίς το φόβο να της ξεσκίσουν, χωρίς την έγνοια πως θα πάει στα κρατητήρια αυτός που τις είχε στο σπίτι».
   Εν κατακλείδι, το ιστορικό μυθιστόρημα: «Μικροί στον αγώνα», είναι το μοναδικό έργο της δημιουργού Έλενας Χατζημιχαήλ που διάβασα, μιας ώριμης συγγραφέως που αποτελεί μία από τις λιγοστές περιπτώσεις συγγραφέων που όσον αφορά το έργο τους, έχω να παρατηρήσω μονάχα θετικά στοιχεία. Επίσης, έχω να διατυπώσω την άποψη ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης της, με την έννοια ότι ο λόγος της δεν χαρακτηρίζεται από το μικρότερο ψεγάδι κι έχει αγγίξει υψηλά επίπεδα γραφής, με γνώμονα πάντα την αντιληπτικότητα των παιδιών της ηλικίας στην οποία απευθύνεται.

01/11/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής, συγγραφέας, βιβλιοκριτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου