Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Ένα συνηθισμένο παραμύθι που αντιγράφει την πραγματικότητα.




   Κάποτε σε μια μακρινή πολιτεία όλοι οι άνθρωποι είχαν παγωμένες τις καρδιές τους. Ακόμη και ο ποιητής του βασιλιά είχε σταματήσει να τραγουδά. Και ξέρετε γιατί αγαπητοί μου φίλοι; Γιατί στα όνειρά του έβλεπε τρομαχτικούς εφιάλτες και πύρινες φλόγες να ζώνουν την παγωμένη πολιτεία και να την καταστρέφουν.
   Ένας άγνωστος ποιητής που περνούσε από το παράξενο βασίλειο, είδε δυστυχισμένα πρόσωπα και παραπονεμένα μάτια να τον κοιτούν. Πήγαινε πολύ μακριά… για να απαγγείλει ένα ποίημα, καλεσμένος σε μια βασιλική γιορτή, σ’ ένα βασίλειο που οι καρδιές ακόμη δεν είχαν παγώσει.
   Ο βασιλιάς που νοιαζόταν τον λαό του και βρισκόταν μες την απελπισία, κάλεσε τον άγνωστο περαστικό στο παλάτι του, του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση και παρακάλεσε τον ποιητή να κάνει κάτι αν μπορούσε για να αλλάξει η δραματική κατάσταση.
   Τότε ο ποιητής χαμογέλασε πονηρά και είπε στον βασιλιά:
   «Φέρτε μου όλο το χρυσάφι της πολιτείας σας και ρίξτε το στα νερά του ποταμού και αμέσως θα απελευθερωθείτε όλοι σας από την κατάρα που έπεσε στην πόλη σας!»
   Ο βασιλιάς σκέφτηκε πως ο ποιητής ήταν σίγουρα τρελός αλλά δεν είχε και άλλη λύση στα χέρια του κι έλπιζε κιόλας να γίνει το θαύμα! Έτσι διέταξε όλους τους κατοίκους να αδειάζουν τα σπίτια τους από χρυσάφι και να συγκεντρώσουν όλα τα πλούτη τους στις όχθες του ποταμού Έρωτα. Φλουριά, πολύτιμοι λίθοι και κοσμήματα γυναικών… Οι υπηρέτες του βασιλιά τα έριξαν όλα στα νερά του ποταμού και τότε… πράγματι έγινε το θαύμα! Γιατί μέσα από τους τόσους θησαυρούς βρέθηκε ένας πολύτιμος θησαυρός της καρδιάς. Μέσα από το ποτάμι εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα, μια ονειρική μορφή που ήταν πιο εντυπωσιακή κι από νεράιδα. Bγήκε στην όχθη του ποταμού με το αραχνοΰφαντο φόρεμά της και τα ξανθά μαλλιά της έσταζαν τις δροσιές του ποταμού.
   Άρχισε σιγά-σιγά να συνέρχεται και να εξηγεί τον μύθο της στους έκπληκτους πολίτες που είχαν καθηλώσει τα μάτια τους στο αγαλματένιο κορμί της. Το πρόσωπό της έλαμπε.
   «Με λένε Αδαμαντία, είπε, ήμουν φυλακισμένη σ’ ένα σεντούκι κι έπρεπε να περιμένω δέκα χρόνια για να περάσει ένας άγνωστος ποιητής και να με λυτρώσει από τον πόνο των ανθρώπων που με πλήγωσαν. Επιτέλους να γίνω κι εγώ μια ελεύθερη ψυχή, μια ελεύθερη ψυχή την ώρα που εκείνος θα μου έδινε το πρώτο του φιλί».
   Έτσι λοιπόν σώθηκαν οι κάτοικοι αυτής της δυστυχισμένης πόλης από την κατάρα της «παγωμένης καρδιάς». Έμαθαν για τους άλλους, τους αληθινούς και αιώνιους θησαυρούς της καρδιάς από μια πανέμορφη κοπέλα την Αδαμαντία, που τους έκανε να σκέφτονται και να ενεργούν διαφορετικά. Όσοι είχανε μαλώσει ζητήσανε συγγνώμη ο ένας από τον άλλον και δώσανε τα χέρια μονιασμένοι. Όλοι οι ερωτευμένοι πήρανε το θάρρος να εξομολογηθούν τον κρυφό έρωτα τους.
   Τι έμενε λοιπόν να γίνει για να έχει ευτυχή κατάληξη το παραμύθι;
   Ο άγνωστος ποιητής πήρε μαζί του στα ταξίδια την κοπέλα για να σώσουν όλους τους ευαίσθητους ανθρώπους του κόσμου και τις ψυχές που υποφέρουν από πόνο φανερό ή κρυφό…
   Τέλος παραμυθιού.

10/01/2015

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου