Το πρώτο σου ποδήλατο θυμάσαι;
Καλά-καλά δεν έφτανες τα πηδάλια μα βιαζόσουν να φτάσεις
στην αμμουδιά, εκεί που η θάλασσα πάντα σε περίμενε, για να νιώσει τα αμέριμνα βήματα
σου και τις πετρούλες που τις έριχνες να αισθανθεί πάνω της.
Δεν ήθελες να πιστέψεις πως ο χρόνος του ανθρώπου είναι
σαν τη ρόδα του ποδηλάτου.
Ρωτούσες: «Πόσες αχτίνες έχει η ρόδα Μάνα; Και μήπως
ο βυθός της γαλανής αγαπημένης κρύβει τα μυστήρια του ανθρώπου; Μήπως εκεί πάνω καθρεφτίζονται τα χρόνια σου; Και ο κάλος
ψαράς ο Θεούλης, ήρθε να σε πάρει για καλό σου;».
Να
σε βλέπω ψηλά στον ουρανό, να πλένω τα χέρια μου με γαλανό νερό κι ίσαμε να γυρίσω
σπίτι με ματωμένο γόνατο από το ποδήλατο, να περιμένω την αγωνία σου στο πρόσωπο
ζωγραφισμένη:
«Πού
χτύπησες κορίτσι μου;».
Και
να μου βάζεις μάνα ιώδιο στο γόνατο και να με κρύβεις στην αγκαλιά σου.
Σπουργίτι
εγώ μικρό που μ’ ένα βλέμμα σου, δάκρυ και πίκρα φεύγαμε, κι έπλεκα όνειρα στη κεντητή
ποδιά σου, νοικοκυρά του κόσμου μου και της αγάπης αυλή μου.
Αυτό
ένιωσα πως ήθελες να πεις στη μάνα σου όταν είδα το δάκρυ σου στο πρόσωπο και
της ψυχής το ξέσπασμα για την προσωρινότητα της ζωής. Τότε ήταν που ταξίδεψα
στα χρόνια σου τα ανέμελα, ξανθό κορίτσι…
17/02/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Όμορφο μικρούλι διήγημα,παιδικής αθωότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο!!!
Διαγραφή