Μέσα στη βαρυχειμωνιά,
ένα τραγούδι,
πώς έφερνε τόση λάμψη
και αρμύρα απ' το χτες.
Έτσι όπως χρύσιζε η
νιότη μας
σ' εκείνη την παραθαλάσσια
καλοκαιριάτικη εκδρομή
μέσα στης μουσικής
τη ζάλη.
Κι ο χρόνος ήταν φίλος
μας, στο άσπρο μεσημέρι, το ζεστό.
Σαν η Μαρία μεθυσμένη
έσπαζε στο τρελό χορό της το ποτήρι,
δεν ήξερε, πως έτσι,
θα έσπαζαν και οι ζωές μας.
Θρύψαλα από κρύσταλλο
τα χρόνια, αιχμαλώτιζαν λάμες φωτός,
που μάτωναν τις σάρκες
και τα σούρουπα,
τις πεθαμένες αυταπάτες
και τα έκρυθμα σμιξίματα,
σε μίας τελικής
γλυκόπικρης επίγνωσης
τις ανθισμένες
διαθλάσεις,
τις τρυφερές μαρμαρυγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου