Την Μαρία Σκουρολιάκου είχα την ευκαιρία να
την γνωρίσω στην παρουσίαση τού ποιητικού έργου του φίλου Θεόδωρου Σαντά στη
Λαμία. Και οι δύο είχαμε οριστεί από τον ποιητή του έρωτα και της νιότης Σαντά,
να μιλήσουμε για το αξιόλογο έργο του. Παρακολουθώντας την ομιλία τής
Μαρίας Σκουρολιάκου, διαπίστωσα πως οι
σκέψεις και οι ιδέες της ήταν αρκετά διεισδυτικές και ανέλυαν σε βάθος την
προσωπικότητα αλλά και τους στίχους του φίλου ποιητή, ενώ σε πολλά σημεία
συνέπιπταν οι απόψεις μας. Ακόμη και αν δεν γνώριζα πως η ποιήτρια διατελεί
μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας, θα συμπέρανα με ευκολία πως τα
λόγια της συνιστούν δυναμική διατύπωση συνειδητοποιημένου κριτικού που
εκμαιεύει αλήθειες, έχοντας ως οδηγό στη γραφή, την ευαισθησία και τη γνώση
κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας και συγκεκριμένα της ποίησης, στην οποία
εξασκείται μεθοδικά εδώ και πολλά χρόνια, και το 1999 εξέδωσε το πρώτο ποιητικό
της βιβλίο.
Σε κερδίζει αμέσως ως προσωπικότητα, με την
απλότητα και την ταπεινότητά της, χαρακτηριστικό της στοιχείο να μην επαίρεται
για τις ποιητικές της δημιουργίες, παρόλο που αγγίζουν σημαντικά τον αναγνώστη
με τη λυρικότητα, την αρμονία και την αποκρυσταλλωμένη άποψη για τη ζωή. Και
όπως γράφει στις «Ψηφίδες», στο τέλος του βιβλίου, δίνοντας τις συμβουλές της: «Να γράφεις / σβήνοντας λίγο λίγο / τον
εγωισμό σου». Η διαχείριση του ποιητικού υλικού από την ποιήτρια μεγεθύνει
κάθε κίνηση του περιβάλλοντος χώρου και τόπου, αναγάγοντάς την σε ανώτερη ψυχική
εμπειρία μα και αγωνιώδη τού νου γέννα, αφού ο λαμπερός στίχος βρίσκει
αντιστοιχίες στην ώριμη σκέψη που φωτίζει κρυφές όψεις της συνείδησης.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Μαρία Σκουρολιάκου για την αποστολή της παρούσας
συλλογής και για τη συλλογή με τίτλο: «Ακάθιστος λόγος», ένας λόγος
πράγματι ανήσυχος, προβληματισμένος, που αναζητεί σημάδια ελπίδας σε μια
βουλιαγμένη και χαώδη πραγματικότητα, πνευματώδης λόγος που ανασταίνει το
χαμένο, φθαρμένο, αλλοιωμένο, με εργαλείο όχι τόσο την πένα του δημιουργού,
αλλά την αγάπη και την πίστη γέννησης κάτι ενθαρρυντικού και μεγαλειώδους μέσα
από τα ερείπια.
Στην ποιητική συλλογή με τίτλο: «Χρώμα
Αύριο» -όπου το εξώφυλλο διακοσμεί έργο της Παναγιώτας Βαγενά- η
ποιήτρια συνεχίζει τούς προβληματισμούς του «Ακάθιστου λόγου», στρέφει όμως το
βλέμμα της σ’ έναν ορίζοντα, όπου η φύση και η λατρεία της στιγμής, του
γενόμενου δηλαδή θαύματος, αν και παροδικού, αφήνει έντονα τις απαραίτητες
χρωματικές πινελιές, ώστε ν’ ανθίσει ο κήπος της ποιητικής ψυχής και να
μοσχοβολήσουν τα 46 ποιήματα της συλλογής, απαυγάσματα δημιουργικής σύνθεσης
στοχαστικού νου, μουσικού αυτιού και βαθιάς ριζωμένης αίσθησης της μουσικότητας
που έχει η Ελληνική γλώσσα. Αφιερώνει το ποίημα: «Αναστάσης» στον εγγονό
της:
«Ένας κήπος απέριττος είσαι
με κρουστά τριαντάφυλλα
και τετράφυλλη χλόη
που ταΐζεις τα χρώματα της αυγής
με τα μάτια σου,
που φωτίζεις τις ώρες με ποιήματα άπιαστα».
Στο ποίημα με τίτλο: «Ο Μάης» γράφει:
«Κοίτα!
Ο Μάης κεντά τις παπαρούνες
κι ανθίζει φλέβα ανοιχτή.
Άνεμος κρημνοβάτης φυσά τη λέξη «θαύμα»
στο θράσος του καιρού αντίπαλη κραυγή».
Στο πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής με
τίτλο: «Αγρύπνα ποιητή», προτρέπει:
«Μίλησε ποιητή.
Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής
μήτε το κρώξιμο της νύχτας
και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ’
αυγό του.
Αγάπα ποιητή.
Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της
πληγής.
Το βογγητό του άλλου σώσε.
Σώμα
στην ερημιά και στον καημό
διαμελισμένο».
Αποτυπώνεται
με γλαφυρό τρόπο η σημαντικότερη αποστολή της ποίησης που είναι, να βρίσκεται
κοντά στον άνθρωπο, στους πόθους του, στις ανησυχίες του και να εκφράζει τη
χαρά, τη λύπη του και τον καημό του, ποίηση-γιατρειά για κάθε ταλαιπωρημένη
ψυχή και πληγωμένο σώμα. Αλλά και στο ποίημα: «Οι λέξεις» δίνει το ίδιο
περιεχόμενο σ’ αυτή την αποστολή, εξηγώντας πως, τις λέξεις:
«Οι ποιητές τις άγιες νύχτες
τις φωλιάζουν στοργικά
στα καταφύγια
σκουπίζοντας το αίμα των πληγών».
Στο ποίημα που δανείζει τον τίτλο του σε
ολόκληρη τη συλλογή γράφει:
«Ακράτητος ο ήλιος
στα πληγωμένα χέρια θα χορέψει
καίγοντας τα λευκά μαντήλια στον αέρα.
Θ’ ανθίσουνε των κοριτσιών τα ματωμένα
χείλη
εφτάχρωμα φιλιά και φίλντισι».
Η Μαρία Σκουρολιάκου επιζητεί συνεχώς τον
ρυθμό και την αρμονία ή μάλλον -για να γίνω πιο σαφής- υπάρχει στον εσωτερικό
της κόσμο απλόχερα η αίσθηση της αρμονίας, ώστε να καταθέτονται στο χαρτί με
κάθε ευκαιρία γνήσιες ψυχικές δονήσεις, που δεν αποτελούν μικρά κύματα που
υψώνονται και χάνονται με μιας. Δεν είναι η γόμα που ακολουθεί τα ποιητικά της
βήματα, είναι το ανεξίτηλο μολύβι, αυτός άλλωστε είναι και ο προφανής της
στόχος από την αρχή, με το να «βάφει» κόκκινα τα γράμματα των τίτλων των
ποιημάτων της:
«Ένα κόκκινο «θέλω» χτυπάει τους
τοίχους.
Ένα γκρίζο «πρέπει» φρουρεί.
Εμπιστεύομαι τη δύναμη του χρώματος».
(Από
τις «Ψηφίδες»).
Κόκκινο
βέβαια είναι και το αίμα που όταν χύνεται σκορπάει πόνο και δυστυχία σε
αγαπημένα πρόσωπα και στους οικείους τους (ποίημα με τίτλο: «Σώμα
και αίμα»):
«Εδώ τα πρόσωπα της απουσίας
που ξεκόλλησε ο καιρός απ’ το σπίτι της
ύπαρξης
και στης μνήμης τον χορό επιστρέφουν,
για το χάδι που δεν προφτάσαμε,
τις συγγνώμες που κλείδωσαν οι τάφοι,
το ζεστό φιλί στο ηλιοκαμένο μάγουλο,
το κεφαλοδέσι της καρδιάς,
τις μέρες που ζύμωναν το ψωμί γλυκό
και της χιλιοδώρητης αγκαλιάς
άναβαν το καντήλι».
Η ποίηση της Μαρίας
Σκουρολιάκου δεν ονειροβατεί σε υπερκόσμιους παραδείσους, μα αδράχνοντας τις
αποδείξεις μιας σκληρής πραγματικότητας, συρρικνωμένης από την οικονομική
κρίση, αντιμάχεται στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις, το πρότυπο ενός
ανθρώπου άνευρου και ανούσιου ομοιώματος μιας ευτυχισμένης άλλοτε εποχής, όπως
αποτυπώνει στο ποίημα: «Λέξεις στο νερό»:
«Τόλμησε, να στοχαστείς με την καρδιά.
Περπάτησε στις φτωχογειτονιές που έχουνε φώτα μάτια παιδικά κι οι δρόμοι
ανηφορίζουνε τη στέρηση».
Και πιο πριν στο ποίημα: «Βίαιος
άνεμος»:
«Βίαιος άνεμος τα όνειρα γκρεμίζει.
Τους μαγεμένους στήμονες εκτρέπει της
ζωής.
Στης γης το προαιώνιο θέατρο
την κάθαρση ευλογούσαν οι αθώοι
καθώς η οδύνη στο θυσιαστήριο σπάραζε.
Σωπαίνουνε στην άκρη του καιρού οι
ώρες,
Συλλέγοντας ενστάσεις που μειοψήφησαν
και πάλι,
για τις σφαγές αγέννητων ψυχών».
Και πιο κάτω στο ποίημα: «Φωτιά
και στάχτη»:
«Για τις άσπλαχνες στατιστικές που
κατασπαράσσουν το όνειρο, κωφεύοντας στην αδιέξοδη θλίψη των ναυαγισμένων».
Η ποιήτρια όμως τελικά καταφέρνει να
κεντρίσει σαν τη μέλισσα ξεχασμένα συναισθήματα και απλώνει παντού τις όμορφες
στιγμές, με στίχους που δροσίζουν την τραγική ερημιά που επικρατεί τριγύρω
(ποίημα: «Το τραγούδι»):
«Μήπως είδες το τραγούδι που άνοιγε τον
ασκό του γέλιου
στο καράβι των μικρών σειρήνων
και ξεχύνονταν όλες οι φυλές του αγέρα
στροβιλίζοντας ελιές και νεράντζια
αγκαλιές και λασπωμένα πόδια κι άμμο
χρυσή
που κλεψύδρα στην αγάπη μονάχα
καθώς ο ιδρώτας έχτιζε παράθυρα στον
ουρανό;».
Μια ερημιά τηλεοπτική που περιγράφεται με
ακρίβεια στο ποίημα: «Δούρειος δρόμος»:
«Γυάλινη έρημος γεμάτη λόγια ανάδρομα,
λευκαντικά χαμόγελα, γεύματα που μοιράζονται στα μάτια και συντροφιές χορευτικές.
Βγαίνουνε μαριονέτες στα παράθυρα και είδωλα με πλαστικούς μαστούς ταΐζουν τις
οθόνες».
Παρουσιάζονται
λοιπόν αναλυτικά οι στρατηγικές που εφαρμόζει η εξουσία για να κρατά
αποκοιμισμένο τον κόσμο που δυστυχεί από τις απανωτές αλλαγές που γίνονται στη
ζωή του, με τη χειροτέρευση των όρων διαβίωσης του.
Η ποιήτρια, ανασύροντας την «Πρώτη
ύλη» από το παρελθόν, στο σπίτι με τα πέτρινα σκαλιά, με τις μικρές
κάμαρες και την ξύλινη εξώπορτα, «ανακαλεί
μαλάματα και φυλαχτά κι αγάπη που δεν ξέρει θάνατο».
Θα κλείσω την παρουσίαση της
ποιητικής συλλογής: «Χρώμα Αύριο», με το εξής μήνυμα ελπίδας που δίνει η Μαρία
Σκουρολιάκου στο ποίημα: «Θ’ αντέξει» (το οποίο αφιερώνει στο Φίλιππο Γράψα):
«Θ’ αντέξει.
Θ’ αντέξει αυτός που αγάπησε
του κόσμου τα σκοτάδια
για να τα κάμει φως».
Αλλά και με την εξής φιλοσοφημένη ρήση από
τις «Ψηφίδες»:
«Να ξοδεύεσαι ζώντας.
Να μην ζεις πεθαίνοντας.».
30/05/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης