Κυρίες και κύριοι καλημέρα
σας, σήμερα βρισκόμαστε όλοι εδώ, φίλοι και ομότεχνοι του εξαίρετου ποιητή και
αξιόλογου ανθρώπου Θεόδωρου Σαντά, που μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει να
μιλήσω για το σημαντικό έργο του, στον τόπο όπου γεννήθηκε και όπως γράφει ο
ποιητής:
«Τον ταπεινό μου το
στίχο
στα πλάγια της Οίτης
μ’ αγάπη τον μπόλιασα
και στη γύμνια της
Όθρυς
σαν Δευκαλίωνας τις
πέτρες μου έριξα
ν’ αλαφρώσω την κιβωτό
της ψυχής».
Με μεγάλη χαρά δέχτηκα να παρουσιάσω την ταπεινή
μου γνώμη ζώντας, όχι όμως εκ του σύνεγγυς, έναν άνθρωπο που έκανε τη ζωή του
ποίηση και την ποίηση ζωή. Δεν ήταν η απόσταση που θα μπορούσε να αποτελέσει
εμπόδιο για τη γνωριμία μου με τον Θεόδωρο Σαντά, γιατί ακόμη και αν δεν τον
είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου, θα ήμουν πάλι σε θέση να μιλήσω για εκείνον,
αφού πίσω από τους στίχους του σκιαγραφείται με καταπληκτική ευκρίνεια η
προσωπικότητά του και το ποιητικό του έργο αποτελεί μια εξομολόγηση των μύχιων
της ψυχής του. Όταν διαβάζεις τα ποιήματά του είναι σαν να τον έχεις μπροστά
σου -υπέροχο και δημιουργικό συζητητή- που εύκολα σε κατευθύνει σε απρόβλεπτα
για τα δεδομένα σου πετάγματα του νου.
Συνειδητοποιώντας
την ευθύνη του για το μέλλον της ποίησης στη χώρα μας ο ποιητής Θεόδωρος
Σαντάς, δεν σταμάτησε να οδηγεί τους νέους ποιητές σε όσο το δυνατόν με
λιγότερα εμπόδια δρόμους, προσφέροντας με γενναιοδωρία τις συμβουλές του και το
ζωντανό του παράδειγμα. Γιατί αν δεν εφάρμοζε όσα συμβούλευε, δεν θα είχαν
ευοίωνη εξέλιξη τα πνευματικά του παιδιά. Από το έτος 2009 και μετέπειτα,
παίρνω μέρος σε πλήθος εκδηλώσεων με τον φίλο Θεόδωρο Σαντά και δεν χάνω την
ευκαιρία να συζητώ μαζί του. Ουσιαστικά η επικοινωνία με τον ποιητή ξεκίνησε το
2010, όταν του απέστειλα το ποιητικό μου βιβλίο με τίτλο: «Παράθυρο στα όνειρα»
κι από τότε ακολούθησα πιστά τις παρατηρήσεις του -καλοκάγαθες υποδείξεις- που
δεν μπορεί να παρεξηγήσει ένας νέος ποιητής, όταν προέρχονται από ένα ευαίσθητο
κι εξασκημένο μάτι στην ποιητική τέχνη. Το συνολικό του έργο αποτελεί την
καλύτερη μαρτυρία της ποιητικής φλόγας του ποιητή και του άφθονου υλικού που
ζητά την έξοδο του στο χαρτί: τέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα ογκώδη ποιητικό
βιβλίο με τα τελευταία ποιήματά του και μία ποιητική ανθολογία μαζί με άλλους
εφτά ποιητές της Θεσσαλονίκης.
Θα αναφέρω λοιπόν τις
πρώτες μου εντυπώσεις από τη γνωριμία με τον ποιητή. Ξέρετε, οι ποιητές -οι
ευαίσθητοι ταξιδιώτες του άγνωστου- ψάχνουν μια κοινή στέγη για να προφυλάξουν
τα όνειρά τους από την καθημερινή επέλαση των βιοτικών αναγκών. Στέγη όπως ήταν
κάποτε οι «Αργοναύτες» και ο Εκδοτικός Οίκος «Υδρόγειος» του Ηλία Φυτιλή στη
Θεσσαλονίκη. Και τι θα ήταν πιο κατάλληλο για να εκφραστεί το ψυχικό πλεόνασμα,
από τη συμμετοχή σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και σε ανθολογίες, όπου ο φίλος
ποιητής έδινε το βροντερό παρόν και τύχαινε συνεχώς τιμητικών διακρίσεων από
έγκυρους λογοτεχνικούς φορείς της χώρας μας. Αργότερα, όταν δοκίμασε να
επικοινωνήσει διαδικτυακώς με άλλους ποιητές, εντός και εκτός Ελλάδας, διαπίστωσε
ότι οι σχολιασμοί κάτω απ’ τα δημοσιευμένα ποιήματα στο facebook, αποτελούν έναν συνεχή διάλογο,
διεύρυνση νοημάτων και πρόκληση για έμπνευση και συγγραφή. Έτσι ο ποιητής θα
γράψει στον φίλο του και ποιητή Δούκα Αγιασσώτη από τη Λέσβο, ευχαριστώντας τον:
«Ζούμε όμως κι
υπάρχουμε, αγαπάμε, πληγωνόμαστε, πέφτουμε, και ξανά για τον πύργο των Ιπποτών,
για ένα κεράκι στην Εκατονταπυλιανή. Κάθε φορά που ο στίχος μας είναι αλήθεια
λεκιάζει απ’ τις αδυναμίες μας, αφού είμαστε όντα ατελή κι έτσι θα πορευόμαστε,
μ’ ένα αγώνα αέναο για το τέλειο που όλο το φτάνουμε και όλο εκείνο
μετατοπίζεται. Κι αυτό είναι η ομορφιά. Το τραγούδι αν δεν πονάει, δεν αγγίζει
κανέναν…».
Ο ποιητής του φωτός,
ακολουθώντας τις ευεργετικές επιρροές του μεγάλου νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη,
ταξιδεύει αδιάκοπα στα τοπία όπου κυριαρχεί ο ήλιος, η θάλασσα, η αλμύρα και τα
διάσπαρτα νησάκια του Αιγαίου, η καλλιγραφία του γεωγραφικού χάρτη της Ελλάδος,
με τις χιλιάδες ακτές και τους ειδυλλιακούς ορμίσκους.
«Πατρίδα μου, πόσους
παράδεισους κέντησες
πόσους όρμους στο
δαντελένιο σου σώμα
και πόσο διάχυτο φως
κληροδότησες ανά τους αιώνες
στο ανάρρηχο πνεύμα
της υφηλίου;».
Μα δεν μένει μονάχα
στη λάμψη, οι στίχοι του δεν είναι βεγγαλικά που σβήνουν αργότερα, αλλά
κατοχυρώνουν στη μνήμη των αναγνωστών ένα μεγάλο δικαίωμα, να αγναντέψουν έναν
άλλον κόσμο κάτω απ’ το προφανές. Η επιλογή των τόπων γίνεται σοφά από τον
ποιητή, όπως και των ονομάτων από την αρχαιότητα -ιδιαίτερα γυναικών- που
εμφανίζονται στα ποιήματά του για να συμβολοποιήσουν τον έρωτα που βιώνει για
ένα πρόσωπο στη ζωή του. Κι αυτό το πρόσωπο είναι η αιώνια, ακατάληπτη μα τόσο
γοητευτική γυναίκα, που είναι ικανή να εμπνεύσει ως μούσα.
«Περίμενε να κρατήσω
την ομορφιά σου στα
χέρια μου.
Το ξέρω αύριο οι
βάρβαροι
θα μου αδράξουν αυτό
που αγάπησα
να το κάνουν δικό τους
κι εγώ τις νύχτες
-πληγωμένο πουλί-
θ’ αφήσω στις
κλεψύδρες του χρόνου
το μόνιμο θρήνο μου
περιμένοντας μ’ αγωνία
την επιστροφή της
Νεφέλης μου».
Άλλωστε, την Ιθάκη
του την αναζητεί συνεχώς, όπως όλοι οι ποιητές που τα έχουν καλά με τον εαυτό
τους και δεν μπορούν να ζουν αποτραβηγμένοι, αλλά να είναι μπροστάρηδες στις
αλλαγές των καιρών:
«Ταξιδεύουμε σφυρηλατώντας
το άπειρο
με τη μικρή μας την Άρκτο
σφυρίζοντας και
βουλιάζοντας
ζητώντας απεγνωσμένα
το στίγμα μας
αθετώντας τον άναρθρο
λόγο μας».
Το γαλάζιο του
ουρανού είναι ανεξάντλητο και κανείς οφθαλμός δεν πρόκειται να το χορτάσει: «Μόνο το γαλάζιο δε φτιάχνει ουρανό, ποιητή»
(γράφει στη σελίδα 75 της ποιητικής συλλογής: «Ό,τι δε σβήνει η βροχή», επαναλαμβάνοντας
τα λόγια ενός φίλου του ποιητή και ζωγράφου). Γιατί όταν στέκεσαι άναυδος για να
θαυμάσεις, δεν μένεις απλώς στη θέση του παρατηρητή, αλλά πιστεύοντας ότι οι
λέξεις σου είναι ικανές να αποδειχτούν ανώτερες και να εκφράσουν απόλυτα την
ομορφιά και το νόημα με αρμονικό ρυθμό, δίνεις μια άλλη άποψη της
πραγματικότητας, εξίσου εντυπωσιακή.
Κι αν οι τεχνικές
που χρησιμοποιεί ο ποιητής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παραδοσιακές (απουσία
ομοιοκαταληξίας και στιχουργικής φόρμας), εντούτοις δεν επιδίδεται σ’ έναν
σύγχρονο, ανερμάτιστο και γριφώδη ελεύθερο στίχο, αλλά σ’ έναν ρυθμικό, διαυγή
στίχο που τον μπολιάζει με την αρχαία ελληνική μυθολογία και τη Βίβλο, αφού τα
ονόματα κι οι τόποι συμπαρασύρουν σε αμέτρητες εκδοχές και γίνονται σκηνικά
μιας παλιάς ιστορίας που εξακολουθεί να νοηματοδοτεί το παρόν.
Συχνά τους στίχους
του δροσίζουν κάθε λογής άνεμοι (μελτέμια, νοτιάδες, μαϊστράλια, ζέφυροι) και
οι ήχοι της θάλασσας σκορπούν τη μαγεία τους (φλοίσβοι, φτερουγίσματα γλάρων,
βουτήγματα ψαριών, ο ρυθμικός ήχος της μηχανής του καϊκιού). Ακόμη και η σιωπή
μιλά με το παράπονο απ’ το κύμα σαν ιερή μέθεξη ενός προσκυνητή του άπειρου,
που απλώνεται μπροστά του και μετουσιώνεται επιτυχώς σε ουσιώδη και ποιοτική
ποίηση («Για να γογγύξουν οι βράχοι»
όπως γράφει ο ποιητής»). Ο ρομαντικός κι ευαίσθητος ποιητής, λάτρης της φύσης
και των λουλουδιών, οσφραίνεται τις μυρωδιές τους, καλλιεργώντας στην ποίησή
του έναν ολάνθιστο κήπο από έρωτα και νιότη. Τα συναισθήματά του συνδυάζονται
με την επιλογή του κατάλληλου φυτού, βοτάνου ή λουλουδιού και δημιουργούν ένα
όμορφο κλίμα. Στην ποίησή του αφθονούν επίσης στοιχεία από την καθημερινή
θρησκευτική τελετουργία, αλλά και σημαντικά πρόσωπα λατρείας.
Φίλε Θεόδωρε, θα
κλείσω την ομιλία μου απευθύνοντάς σου ένα μεγάλο «ευχαριστώ» γι’ αυτά που
έδωσες σε μένα, ψυχικά περισσεύματα που με όπλισαν με υπομονή και αντοχή, για
να πολεμώ τις αδυναμίες μου, υψώνοντας μια ποιητική φωνή, μη διστάζοντας να
εκφράσω το «είναι» μου, ό,τι την ψυχή σιγοκαίει και ψάχνει να γίνει αιώνιο. Το
έργο σου -αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά- θα φωτίζει σαν δάδα ελπίδας τις κατοπινές
γενιές. Κι ας προφητεύεις στο ποίημά σου με τίτλο: «Βαδίζουμε ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα»:
«Όπου να ’ναι θα μας
αποκόψουν
τις τελευταίες μας ρίζες
και το ρήμα και η ρίμα
με μια λέξη θ’
απεικονίζονται
και οι λίγοι που θα
μιλούν ελληνικά
θα θυμούνται με
νοσταλγία
ότι κάποτε αναδύθηκε
και στην Αμφίπολη
η λάμψη των Καρυάτιδων.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου