Αφού καταρχήν ευχαριστήσω την Ελληνοεκδοτική
που εκπροσωπείται από τον εκδότη Διονύση Βαλεριάνο και τον φίλο συγγραφέα
Βασίλη Κουτσιαρή για την αποστολή του βιβλίου, θα σταθώ στη γενικά περιποιημένη
αισθητικώς έκδοση που προδιαθέτει ευνοϊκά τον μικρό αναγνώστη να ξεφυλλίσει το
βιβλίο και να ξεκινήσει το διάβασμα.
Οι εικόνες της Θέντας Μιμηλάκη έχουν την
παιδική αθωότητα, καθώς αναπαριστούν αντικείμενα, εργαλεία, σπίτια, δέντρα,
κτήρια, ένα τοπίο σίγουρα φυσικό και φιλικό προς το παιδί, όχι το αστικό και
αποξενωμένο μιας πόλης, αλλά ενός χωριού, όπου σε μια αποθήκη έχουν φτιάξει τις
φωλιές τους περιστέρια διαφόρων χρωματισμών.
Ποιους άλλους πρωταγωνιστές -εκτός από τα
περιστέρια- θα μπορούσε να επιλέξει ο συγγραφέας για να δώσει έμφαση στο μήνυμα
του βιβλίου; Ως γνωστόν, τα περιστέρια συμβολίζουν την αγάπη και την ειρήνη,
αλλά και την ελευθερία, αφού είναι προικισμένα από τη φύση τους με το πλεονέκτημα
να πετούν, πράγμα που σημαίνει πως δύσκολα φυλακίζονται, μα και ταξιδεύουν στα
μέρη που θέλουν πάντα διασχίζοντας έναν φωτεινό ουρανό, όπως φωτεινές είναι και
οι ψυχές των παιδιών. Όμως εδώ, ο συγγραφέας εμφανίζει τα περιστέρια να έχουν
την εξής ιδιαιτερότητα: να αποφεύγουν το φως και να μαθαίνουν να ζουν στο
σκοτάδι, υπακούοντας στις εντολές και τις συμβουλές τής αρχηγού τους.
«Νικάμε τους φόβους, διεκδικούμε την
ελευθερία» είναι το θέμα που διαπραγματεύεται ο Βασίλης Κουτσιαρής κι από
παιδαγωγικής απόψεως έχει τις δυσκολίες του, αλλά -απ’ ό,τι αποδεικνύεται- ο
συγγραφέας ξέρει να τις προσπερνά, λόγω της εξοικείωσης του με τις ανάγκες, τις
επιθυμίες και τα προβλήματα των παιδιών της πρώτης σχολικής ηλικίας. Η
διδασκαλική του εμπειρία βέβαια δεν θα αρκούσε, αν ο συγγραφέας δεν έδινε στην
μυθοπλασία ένα ευχάριστο αεράκι και μια εντύπωση διασκεδαστικής και ταυτόχρονα
ωφέλιμης ιστορίας. Μερικά από τα χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα του δημιουργού
είναι: η μεγάλη ευαισθησία, η ηρεμία και η αγάπη που τον διακρίνει στην
προσφορά του στο παιδί, που το αντιμετωπίζει ως ξεχωριστή ανθρώπινη μονάδα, με
τα δικά της οράματα αλλά και με την ανάγκη να βρει τον κατάλληλο καθοδηγητή που
θα το βοηθήσει να πατήσει γερά στο μέλλον.
Η ζωντανή αφήγηση οφείλεται στον κοφτό,
μικροπερίοδο λόγο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, αλλά κυρίως στην επιλογή ενός
λευκού περιστεριού που αφηγείται την ιστορία σε πρώτο ενικό πρόσωπο κι αυτός ο τρόπος
βοηθά ουσιαστικά το παιδί να αυτοσυγκεντρωθεί και να παρακολουθήσει με τεταμένο
ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτή η τεχνική εφαρμόζεται συχνά από
συγγραφείς όχι μόνο παραμυθιών, αλλά και άλλων ειδών του λόγου γιατί
απομακρύνει τον συγγραφέα από το ρόλο του παντογνώστη, ενώ αφήνει στον αφηγητή
να παρουσιάζει τα γεγονότα, ό,τι είναι σε θέση να γνωρίζει και να
αντιλαμβάνεται, έστω και αν ερμηνεύει την πραγματικότητα με το δικό του τρόπο,
που πιθανώς να απέχει πολύ από την αντικειμενική αλήθεια.
Συμπερασματικά, το βιβλίο κλέβει από την
αρχή τις εντυπώσεις ή πιο σωστά, τις κερδίζει γιατί απλά και φυσικά οι
χαριτωμένες χρωματικές πινελιές της Θέντας Μιμηλάκη συνδυάζονται με την
αφαιρετική γραφή του Βασίλη Κουτσιαρή, που είναι αφομοιώσιμη στα παιδιά της
ηλικίας στα οποία απευθύνεται το βιβλίο του. Με αυτό που τόνισα πριν, δεν εννοώ
πως δεν υπάρχουν όμορφες περιγραφές, απλά η γραφή υποτάσσεται στο μορφωτικό
επίπεδο των παιδιών και στη σωστή -κατά τη γνώμη μου- νοοτροπία συγγραφέων
παιδικών βιβλίων: οι λέξεις προσπαθώντας να αποδώσουν το νόημα, δεν πρέπει να
ξεπεράσουν την αποστολή τους, σκορπώντας σύγχυση με υπέρ του δέοντος χρήση
επιθέτων και φραστικές υπερβολές.
Κλείνω αυτή τη σύντομη παρουσίαση για το
βιβλίο: «Η αποθήκη» του Βασίλη Κουτσιαρή, με τη σελίδα 26 όπου η αγωνία για την
αποκάλυψη δημιουργεί τον θαυμασμό και καταγράφεται στο μυαλό των μικρών
αναγνωστών:
«Το βράδυ δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Πρέπει να ξύπνησα πάνω από δέκα
φορές. Ήθελα να πάω χαράματα στη νέα κρυψώνα, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι. Μόλις
κατάλαβα πως ξημέρωνε, πέρασα προσεχτικά από το μυστικό πέρασμα και βγήκα στη
νέα φωλιά. Κάθισα μέσα και κοίταζα έξω από τη μικρή τρύπα. Το απέραντο γαλάζιο
μού τράβηξε την προσοχή. Ήταν τόσο όμορφα, που χάζευα για ώρα, ώσπου ένα δυνατό
φως με έκανε να κάνω λίγο πίσω. Ο ήλιος ήταν! Η φωλιά λούστηκε από φως. Δεν
τρόμαξα. Άρχισα να ανοιγοκλείνω τα φτερά μου και να γυρίζω γύρω γύρω. Ήταν τόσο
ωραία, που πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβω».
03/06/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου