Αχθοφόρε της νιότης,
πώς αισθάνεσαι που η ζωή σού αναγνωρίζει μονάχα μια σπίθα,
ένα μέτωπο ιδρωμένο κι έναν κρυφό στεναγμό;
Τα χρόνια περάσανε,
με μια πολύφερτη ελπίδα σκονισμένη στους δρόμους
το δάκρυ ατέλειωτο,
πάνω που έσφιγγες δυνατά το μέλλον σου
και μύριζες γιασεμί και νυχτολούλουδο.
Γι’ αυτό κομπιάζει η φωνή σου όταν πας να προφέρεις
έναν ήλιο και μια θάλασσα
τα φωνήεντα δεν επαρκούν,
τα σύμφωνα σβήνουν με το κυμάτισμα της μοίρας
με το σφυροκόπημα της καρδιάς πάνω στο σίδερο των λόγων σου.
Τo ρήμα «αγαπώ» φλέγεται∙
αγαπώ εσένα, αγαπώ τον διπλανό μου, αγαπώ τον κόσμο όλον
αγαπώ εσένα που πονάς.
Αλήθεια, οι πόρτες κλειστές σε κάθε απόφασή σου να
αγωνιστείς
οι άγγελοι που περίμενες σκιάζουν το ανηφόρι σου
κι ακόμη διαγράφουν απ’ τους χάρτες του ουρανού
τούς μύχιους πόθους σου.
Κάποτε όμως ήσουν αστραφτερή μέρα
και άγγιζες με το μαγνάδι σου πρόσωπα απελπισμένα,
αγάλματα που ριγούσαν στο ατόφιο βλέμμα σου
ενώ οι μορφές τής ιστορίας σε αγκάλιαζαν
και οι ήρωες σε μάγευαν…
Δεν σου ταιριάζει το σώμα που διαπερνά η πίκρα
δεν ελκύουν τα χείλη που σαν ξεκούρδιστες χορδές
δεν τραγουδούν μα θορυβούν ασυγχρόνιστα.
Ούτε πρέπει να νιώθεις συντροφιά σου μια μαργαρίτα
που μαδά η ξεθυμασμένη ψυχή μαζί με το παράπονο του φεγγίτη
στέλνοντας ένα αποφλοιωμένο φως,
λάμψη άρνησης, ηδονική παραίτηση
και άκομψη ευχή…
Μένει λοιπόν να οπλιστείς με την ανάσα σου
που γράφει στους τοίχους τοπία ζωηρά
και μια λαχτάρα
σαν σημαία ενός περιπλανώμενου αύριο ανεμίζει
φυγαδεύοντας όνειρα θαμπά
μες της καρδιάς το ώριμο μεθύσι.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
** Έπαινος στους Λ΄ Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου