Η
ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑ
Μια μάνα είχε ένα γιο όμορφο και λεβέντη
πού
'τανε πάντοτε παρών όπου γινόταν γλέντι.
Ήτανε
πρώτος χορευτής, είχε τη βόλεψή του
και
δεν εκάθιζε ποτές μύγα εις το σπαθί του...
Παρά
'τανε κι ελκυστικός και όλες οι κοπέλες
τον
'νειρευόταν για γαμπρό, για γλύκες και για τρέλες.
Μα
ήτανε ανέραστος για δεν τον είχ 'αγγίξει
με
βέλη του ο Έρωτας, να τον ταρακουνήξει,
γι'
αυτό 'λεγε: Τις κοπελιές σεΐρι δεν τις κάνει
κι
αν είναι για να παντρευτεί, καλλιά 'χει να ποθάνει.
Μα
μια βραδιά σ' ένα χορό, θωρεί δυο μπλάβα μάτια
κι
εκουλουμούντρησε η καρδιά σαν να γενεί κομμάτια.
Εγίνηκε
η μούρη του ωσάν το πιπερόνι
και
η λαλιά του χάθηκε κι ο νους του δεν μερώνει.
Νοιώθει
ένα πόνο στην καρδιά που καίει και γλυκαίνει
και
πότε νιώθει όμορφα και πότε πως πεθαίνει.
Απόφταξε
στη μάνα του και σύγχυση 'χε τόση
που
τσή 'πε οι χτύποι της καρδιάς πως είναι τετρακόσοι!
και
αν δεν πάνε ίδια εδά εις τη γαλανομάτα
"μέχρι
το βράδυ μάνα μου, θά 'χεις κακά μαντάτα..."
Κι
η μάνα του 'πε: Γιόκα μου, ότι ζητάς θα γίνει
και
θα σου σβήσει η κοπελιά το φλογερό καμίνι.
Γιατί
αυτό 'ναι έρωτας. Να σμίγουνε τα
νιάτα
με
την αγάπη και να ζουν τα χρόνια τους μελάτα.
Και
να μην νιώθεις άσχημα, πού 'κανες το λιοντάρι...
κι
ενίκησέ σε ο έρωτας, γλυκό μου παλληκάρι
γιατί
αυτός είναι Θεός κι ανίκητος στη μάχη
κι
όπου τοξεύσει, πάντοτε επιτυχία θά 'χει.
Και
σε γιατί 'σουν ζόρικος, τα βέλη του'χαν κόλλα
από δυο μάτια γαλανά! κι ήταν κεραυνοβόλα.
ΑΠΟΝΑ - ΠΟΝΟΨΥΧΑ ΠΑΙΔΙΑ....
Μια εποχή που οι
Έλληνες με δανεικά γλεντούσαν
κι όσοι δεν το
γλεντούσανε υπερκαλοπαιρνούσαν,
όλοι οι γονείς
που ήτανε στα άσχημα στερνά τους
πάρα πολύ
κουράζανε τα 'αχάριστα παιδιά τους,
γι' αυτό τους
κλείσαν άπονα μες τα Γηροκομεία,
χωρίς να νιώθουν
εντροπή ή ενοχή καμία.
Μα ο Θεός από
ψηλά είδε την αδικία
πού 'καμε στους
γεννήτορες η δεύτερη ηλικία
και άμεσα και
έμμεσα για να την τιμωρήσει
έστειλε στην
Ελλάδα μας την τρομερή την κρίση
πού 'πληξε
περισσότερο την τσέπη των παιδιών τους
κι ωφέλησε το
πλήρωμα των έγκλειστων γονιών τους.
Τώρα πονόψυχα
παιδιά με άδειο πορτοφόλι,
αφού αρπάξαν τα
λεφτά του κόσμου οι διαβόλοι,
του γέρου
λιμπιστήκανε την τσέπη τη γεμάτη
κι αμέσως
αποφάσισαν και τρέξανε φορτσάτοι,
μετανοιωμένοι
δήθεν μου στους οίκους ευγηρίας
και τους γονείς
τους έπεισαν με λόγια πανουργιάς
πως πια δεν
κάνουν δίχως τους, πως κλαιν' τα εγγονάκια
που του παππού
και της γιαγιάς χάσανε τα κανάκια...
Στο φις φυτίλι
μάζεψαν οι γέροι τα προικιά τους
κι επέστρεψαν
θριαμβευτές στα κατεχόμενά τους.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ω!
Σώτερ σώσον τον λαόν απ' τους εθνοσωτήρας,
που
αφού μαζί τα φάγαμε μα μόνος μου πεινώ
με
ασυλία νίπτουσιν τας λαδωμένας χείρας
και
δρόμον συνεχίζουσιν σεμνόν και ταπεινό.
Έρχεται
η ανάπτυξις μας διαβεβαιώνουν
και
ατενίζω χάσκοντας ανάπτυξη να δω,
μα
βλέπω μόνο ελλείμματα διαρκώς να μεγαλώνουν
και την
Ελλάδα οδεύουσα εις τον Εξαποδώ.
Χαράτσια
και λογαριασμούς που ο κόσμος δεν τους βάνει
κι
αυτοί το ίδιο το βιολί του κάλπικου παρά,
αφού
δεν έχουμε ψωμί ας φάμε παντεσπάνι
κι
αυτοί θα μα σε σώσουνε ακόμα μια φορά.
Κι εγώ
ματαίως απορώ, σαν με 'καναν λεχρίτη,
πως
τάχα θα με σώσουνε κι αλήθεια πού το παν;
που
αφού μου πήραν τον ψυχή μου παίρνουν και το σπίτι,
και
μόνο κάθε εκλογές μου λεν πως μ' αγαπάν.
Μου
κλείσαν και το μαγαζί, μου βάλαν χειροπέδες,
σαν
γόπα με πατήσανε μ' αφήσανε ταπί
και
τώρα τους ακούς να λεν Ίτε Ελλήνων παίδες,
για να
σωθεί η πατρίδα μας τραβάτε 'σεις κουπί.
Βράζει
το αίμα κι ο θυμός τρέχει απ' τα μπατζάκια
κι ο
κάθε Έλλην απειλεί εκδίκηση διαρκώς
να
παραδώσει στην πυρά τα κούτσουρα* απ' τα ''τζάκια''
και από
την καμινάδα τους να βγει καπνός λευκός.
Όμως η
επανάστασις από του καναπέως
δεν
φέρει αποτέλεσμα το επιθυμητόν
κι όσο
αργούμε, δυστυχώς μακραίνει και το χρέος
Ω!
Κύριε δώσε φώτισιν στον άμοιρον λαόν.
Να
σηκωθεί απ' τον καναπέ αναφωνών: ''αέρα''
ποτέ
του να μην ξαναπεί ως αδερφέ αμάν
και να
ματώσει σπάζοντας του Σάϋλοκ** τη μαχαίρα
κι ας
χάσει τη συνέχεια απ' τον Σουλεϊμάν***.
ΑΜΗΝ
* Τα παιδιά των πολιτικών τζακιών.
** Εβραίος τοκογλύφος ήρωας του Σαίξπηρ που έβγαζε με μαχαίρι την καρδιά
όσων αδυνατούσαν να του επιστρέψουνε τα δανεικά που τους είχε δώσει.
*** Το γνωστό σήριαλ ''Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής''.
Στον
ΓΕΩΡΓΙΟ ΡΑΛΛΗ
Ο
πιο σωστός πολιτικός που η χώρα έχει βγάλει
ήσουν
εσύ πρωθυπουργέ του ογδόντα ΓΕΩΡΓΙΕ ΡΑΛΛΗ
γιατ’
είπες το «δεν θέλω ου-ου-ού, όταν μιλώ για άλλους
και
θέλω να τους βλέπετε σαν φίλους αντιπάλους».
Το
πως δεν πρόφερες το «ρο» δεν χάλασε η πλάση
γιατί
το «ρο» το ‘κανες «γο» κι εν περιπτώση πάσι
μόνο
ο ίδιος έπαθες από το «ρο» λαχτάρα
σαν
είπες εκατό φορές τη «γαργαρογαργάρα…».
ΘΕΛΩ
Θέλω να σ’ έχω
αγαπήσει
χωρίς να σε έχω καν
γνωρίσει.
Θέλω να σ’ έχω
συναντήσει
χωρίς καθόλου να
‘χω αργήσει.
Θέλω να ζω μόνο για
σένα
και συ να ζεις μόνο
για μένα.
Θέλω να σε κοιτώ
στα μάτια
που ‘νε παλάτια και
διαμάντια.
Θέλω να λέω το όνομά
σου
και να αναπνέω το
άρωμά σου.
Θέλω να ακούω τη
γλυκιά σου
την αγγελοαηδονολαλιά
σου.
Θέλω τα καστανά
μαλλιά σου
και τη ζεστή την
αγκαλιά σου.
Θέλω το γάργαρο σου
γέλιο
και το στυλάκι σου
το τέλειο.
Θέλω το τρυφερό σου
χάδι
να με φωτίζει στο
σκοτάδι.
Και θέλω οι καρδιές
οι δύο
να γίνουν μια σ’
όλο το βίο.
Παύλος
Πολυχρονάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου