Με τον άκρως συμβολικό τίτλο: «Ελαττωματικό
χώμα», η φιλόλογος Μαρία Τζίκα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα
ελληνικά γράμματα, με μια ιδιαίτερη προσωπική ποίηση, με ποίηση που ανθίσταται
στην πεπατημένη οδό και βρίσκει συνεχή διέξοδο, αν και ταλανίζεται από έντονο
υπαρξιακό βάρος.
Το βιβλίο το αφιερώνει στα δύο παιδιά της,
που βρίσκονται στο επίκεντρο των εμπνεύσεων της στα ποιήματα: «Ατελεύτητη
μητρότητα», «Ο γιος μου δεν είναι πολεμιστής» και «Παιδικός ύπνος»:
«Ονειρεύτηκα την κόρη μου
γριούλα,
κάτω από άγριες ρυτίδες
αναίτια να πληγώνεται
το ευλογημένο σώμα
του ποιητή Θεού εντός της,
ονειρεύτηκα να αποχωρίζομαι
το παντοτινά αφημένο στη μητέρα, χέρι,
να σωριάζεται η αγάπη μας σκόνη
μες στην άδεια κοιλιά μου».
«Ο γιος μου μάχεται τον ήλιο του
μεσημεριού
ασκέπαστος
ξυπόλυτος συντάσσεται με το γυμνό
καλοκαίρι
απλωτός στρατεύεται με την πυκνή βροχή
κηρύττοντας πόλεμο μόνο στις άγονες
στεριές».
«Όταν κοιμούνται τα παιδιά μου,
εγγίζω άπνοα
το λιόγερμα των βλεφάρων,
τις άφατες στιγμές,
τη δροσερή αδράνεια των κορμιών.
Ασπάζομαι μισάνοιχτες γροθιές,
ενόσω αποκαλύπτουν στο σεντόνι
ατόφιες τις αισθήσεις.
Τις συγκεντρώνω αυτούσιες
για την ενθύμηση των αισθημάτων».
Η συλλογή περιλαμβάνει τριάντα τρία ποιήματα,
που αντιπροσωπεύουν την ανθρώπινη υπόσταση, προσδιοριζόμενη από τις συνθήκες
της μητρότητας, από τη μοναξιά και άλλα σημαντικά κοινωνικά θέματα, από μια
αξιοπρόσεχτη προσέγγιση του έρωτα και της αγάπης, όχι διαμέσω μιας επίπλαστης
επιφάνειας ρομαντισμού και καταιγισμού φωτεινών συναισθημάτων, αλλά διαμέσω
μιας διηνεκούς προσπάθειας να αξιοποιηθεί κάθε λέξη ως στοχαστικός πυρήνας
νοημάτων. Η λέξη γενικά γίνεται η πύλη την οποία πρέπει ν’ ανοίξει ο αναγνώστης
προκειμένου να φανερωθούν οι αθέατες όψεις της αντικειμενικής πραγματικότητας,
όπως την αντιλαμβάνεται η ποιήτρια, μέσω του λογικού νου, που ακροβατεί σε
καταστάσεις μη αποδοχής των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και δημιουργικής
μετάπλασής τους με μία γραφή αποκαλυπτική, αιχμηρή και ευρηματική ταυτόχρονα,
σε βάθος υπαρξιακή.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα που αποδεικνύει την
τάση της ποιήτριας να αποφεύγει τις ωραιοποιήσεις και να ξεγυμνώνει τις
καταστάσεις και τις νοοτροπίες, είναι το εξής απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο:
«Άσχημες
γυναίκες»:
«Μια άσχημη γυναίκα,
μια ενοχλητική σκίαση
της ορθής επιλογής,
του αγαθού έρωτα,
το πνεύμα της δέσμιο
μυθωδών πραγμάτων
μιαν άδηλη προσποίηση
διαβρώνει το αμιγές μυαλό,
εν τέλει
δεν αποτραβήχτηκε ποτέ
από την επίκτητη συνθήκη
της δύσμορφης ανο-η-σίας της».
Η αντιδιαστολή της σημασίας: όμορφης-άσχημης
στο πεδίο των αισθήσεων εμφανίζεται δυναμικά με την οπτική εντύπωση, όταν όμως
μεσολαβήσει ο νους που έχει καταγράψει μαθημένες συμπεριφορές κι έχει συντελέσει
στη δημιουργία του προτύπου «γυναίκα» με παράλληλη διάθεση να το αμφισβητήσει
κιόλας, καταρρίπτεται κάθε ψεύδος που συντηρεί κάποιες ωφέλιμες για τη γυναικεία
ψυχική ευστάθεια, απάτες. Η ποιήτρια λοιπόν, αντικρίζει την αλήθεια που η
κοινωνία κρατάει καλυμμένη πίσω από ένα πλήθος προκαταλήψεων και «ζωτικών» ψευδών. Εδώ όμως η ειδοποιός
διαφορά, που καθορίζει την ομορφιά και την ασχήμια είναι η εκπομπή της
ενέργειας της ψυχής και κατά πόσο το περιεχόμενό της καταλύει τον χρόνο και συμβαδίζει
με την ποθητή αιωνιότητα.
Ο έρωτας στο ποίημα: «Εξίτηλος έρωτας»
παρουσιάζεται γήινος, ενοχοποιημένος, γυμνός, χωρίς εξιδανικεύσεις αλλά με
πραγματιστική αντίληψη και ως συνηθισμένη διαδικασία που στερείται ονειρικών
εξάρσεων και απελευθερωμένης ηδονής:
«Μακρολογείς μιαν ένσαρκη επίθεση,
χτυπάς τον οργασμό,
κακουργείς τα ανυπάκουα αισθήματα
μιας ταγμένης ηδονής,
ενόσω εκείνος
με κατάκλειστο βλέμμα
απωθεί τις απροσποίητες εμμονές
σε πενιχρά αγκαλιάσματα
σαγήνης».
Ενώ στο ποίημα: «Ερωτευμένοι απόντες», η
ποιήτρια περιγράφει δύο πρώην ερωτευμένους που αναπληρώνουν την ολοκληρωτική
απουσία του πάθους, με τη φαντασίωση ενός άλλου ερωτικού συντρόφου:
«Ίσως να φταίει που λίγο πριν
το αμέτοχο δέρμα
επινόησε έναν ερωτευμένο
την μεταμόρφωσε σε θελκτική
μπροστά στον όλβιο πόθο
της φυγής της».
Στο ποίημα με τίτλο: «Μητέρα των νεφών»
περιγράφει ορισμένες σκηνές, που θυμίζουν εικόνες από κινηματογραφική ταινία με
ιδιαίτερο σασπένς. Ο πραγματικός της κόσμος παίρνει το φανταστικό σχήμα για να
μεταδώσει στον αναγνώστη, με το ανοίκειο (με
τα γλυπτά εντόσθια του νου της τσακισμένα / θαλασσινά πουλιά που ξέβρασαν περίσσεμα οι τρύπες του ουρανού), την
ανατριχίλα της ματαίωσης των ονείρων των φιλόδοξων ή αιθεροβαμόνων της ζωής,
που παρ’ όλες τις φιλότιμες και άοκνες προσπάθειες τους, κατέληξαν στο «ατράνταχτο κενό της ελευθερίας»:
«Θυμήθηκε κάτι φτερά,
καραδοκούν πισώπλατα
ορμούν σαν ένστικτα στις φτέρνες
θυμήθηκε τους εύτολμους
που γίναν φεγγαρόσχημα σημάδια
στα ανέγνωρα περάσματα,
μα όταν αφέθηκε
για να πληγώσει τη βαρύτητα
κατέληξε στο έσχατο κράτημα,
στην οροφή του διαβόλου
με τα γλυπτά εντόσθια του νου της
τσακισμένα
και δίπλα της χορταριασμένα πούπουλα
από θαλασσινά πουλιά
που ξέβρασαν περίσσεμα
οι τρύπες του ουρανού».
Η ποιήτρια Μαρία Τζίκα αποδεικνύει γενικά
την ικανότητά της στην επιλογή των κατάλληλων λέξεων και την άνεση με την οποία
δημιουργεί πετυχημένα σχήματα λόγου και ιδιαίτερα τη μεταφορά:
«Με γεφυρώνει το τρεμάμενο τζάμι
με την
ομφάλια καταγωγή της φαντασίας,
πετάω αθάνατη πάνω από τα βουνίσια
πέλματά μου,
νιώθω τα μαυρισμένα γόνατα των
εξορμήσεων,
ξεμελανιάζω τις όμορφες πυγολαμπίδες
από την ασφυξία του γυάλινου κλουβιού,
της άγνωρης κυριαρχίας,
της δοκιμασίας του θανάτου».
(Από το ποίημα: «Ο απογευματινός ουρανός μου»).
Μας ενδιαφέρει πολύ η άποψη της για το φως
στο υπέροχο ποίημα: «Στον ήλιο», όπου ο ποιητικός της λόγος δουλεύτηκε με τη σμίλη
της ψυχής. Το φως που δίνει την ακέραια σημασία στον κόσμο, το φως που έχει την
ικανότητα να διεισδύει κι από το πιο μικρό άνοιγμα του παραθύρου, από μια
χαραμάδα, αυτό το φως μπορεί να γίνει βασανιστικό για την ποιήτρια, όταν
αντιλαμβάνεται ότι εμείς οι άνθρωποι, σπαταλούμε καθημερινώς αμέτρητες
ηλιαχτίδες σε ανούσιες δραστηριότητες και φθείρουμε τον νου μας, την ψυχή μας
και το σώμα μας, ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε την ελπίδα που φέρνει το φως
και να το θεωρήσουμε ως ευκαιρία να εγερθούμε από τον ατέλειωτο ύπνο της
ύπαρξής μας.
«Μια φορά
τολμήσανε τα βλέφαρα
να έλξουν ένα διάφωτο ξημέρωμα,
να ομοιωθούν με τον ουράνιο καταρράκτη,
κι είναι από τότε
που μου φαίνονται όλοι σκοτεινοί,
στο αποτράβηγμα
πήραν το αληθινό τους χρώμα».
Συμπερασματικά, η ποίηση της Μαρίας Τζίκα
αγγίζει βαθιά, με την έννοια ότι προϋποθέτει τη δραστήρια λειτουργία της σκέψης
του αναγνώστη. Τα ποιήματά της παίρνουν τη θέση δοχείων, όπου μέσα τους
αποστάζεται το καθαρό υγρό του νου, ενός νου που γεννά αλήθειες και αποφεύγει
να στέκεται μονάχα στις εντυπώσεις, ενώ οδηγεί σε συγκροτημένη άποψη για τη ζωή
και στη διάλυση των νεφών που θολώνουν συχνά την όραση και μας εμποδίζουν να
βλέπουμε μακριά… Η ίδια δημιουργεί μεγάλης νοηματικής ευρύτητας εικόνες, για να
δώσει στα συναισθήματά της την απαραίτητη αιχμή και δραστικότητα, ώστε να
διαπεράσει την ποιητική ουσία:
«Η αλήθεια
την βρήκε πεταμένη
να μάχεται το σκληρό μαξιλάρι,
να διακινδυνεύει
στο φόβο μιας μαύρης τρύπας,
την κεκτημένη αρχή,
να συρρικνώνεται
τηρώντας νόμους της εξαφάνισης
σε ένα τσιμεντένιο κουτί,
με αργούς σφυγμούς της ζωικής θέλησης
να προετοιμάζεται για την σαρωτική
αυτοσυνείδηση
και να αλλάζει εκφραστικά σημασίες».
Ο ποιητικός της λόγος είναι δύσκολος, μπορεί
εξωτερικά οι στίχοι της να κυλούν γρήγορα, όμως η πρόσληψη και η αφομοίωση δεν
κατακτιούνται εύκολα από τον αναγνώστη. Αυτό το στοιχείο της γραφής της
άλλωστε, πρέπει να εκτιμηθεί ως το κυριότερο κέρδος που αποκομίζουμε από την
ανάγνωση των ποιημάτων της. Γιατί βασικά έχουμε να κάνουμε με έναν εσωτερικό
λόγο που εξωτερικεύεται με ασυνήθιστες εικόνες, πλούσια χρήση των επιθέτων,
όπως γράφει στα ποιήματα: «Η φυσική εντελέχεια της ματαιότητας», «Βιβλική
ημέρα» και «Αλυχτούν οι σιωπές των κρυμμένων»:
«Φυλλαράκι τυχάρπαστο
σε αγέρωχο δέντρο,
με εκβάλλει γλοιώδες
το στομάχι της κάμπιας.
Τώρα
υπόλειμμα αδιάφορο
κινούμαι
κάτω από περαστικά παπούτσια,
στα πατάκια εξόδων
με το στίγμα του λεκέ
ως μόνη υπόσταση».
«Όλες οι φαγωμένες σάρκες ενωθήκανε.
Γίναν αμνοερίφια κι άνθρωποι
φτύσανε το ελαττωματικό χώμα
με τους κυνόδοντες της ιστορίας μέσα
του
που τους χρησίμευαν για ψεύτικα μάτια,
τρίψανε τα αποτυπώματά τους,
έφυγαν για νέα περιβολή».
«Για να με δείχνω στο έδαφος
δανείστηκα μια χαλασμένη χορδή.
Με αυτή βήχω γέλια
σχεδιάζω δειλές καταφάσεις,
με λέξεις που αυτοκτονούν από κατάχρηση.
Για να ανήκω στη στοιχειώδη φύτρα των
λάλων,
μασώ το βρώμικο αλφάβητο τους
κοινωνώ με δεκάδες χειλικούς εαυτούς
διασκεδάζω με κρίκους τερπνούς
που ανάμεσά τους περνώ
υπογλώσσιος ακροβάτης».
Η ποιήτρια, εμπνευσμένη και πρωτότυπη, δεν είναι δυνατόν να μη
φανερώσει την αγάπη της για έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, τον
Κώστα Καρυωτάκη, στον οποίον και αφιερώνει το ποίημά της: «Αυτόχειρες ποιητές».
«Κύριε Κ
φοβάμαι τους θανατερούς λαιμούς,
μιλούν περίτεχνα την ομορφιά
στοιχειώνουν με οξυγονούχες πνιγμονές
τον ανοιχτό μας θώρακα
που χαίρεται ακόμη
με αφέλεια
την τόλμη των ανεμώνων».
Η Μαρία
Τζίκα εκπροσωπεί -πιστεύω- αναμφισβήτητα μια δυναμική φωνή, που θα διεκδικήσει
με αξιώσεις τη θέση της στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό «γίγνεσθαι», με
δημιουργίες έμπλεες σε νοήματα και πολλαπλές προοπτικές.
Κατά την άποψή μου οφείλει να προχωρήσει
σύντομα στο δεύτερο ποιητικό της εγχείρημα, αφού διαθέτει το ταλέντο και τη
δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις λέξεις με αποτέλεσμα τα σαφή οφέλη του
ποιήματος:
«Δεν θα χρίσω με αίμα τον λόγο μου
άλλοι γιορτάζουν τις πληγές με τέχνη
άλλοι διδάσκουν πόνο.
Εγώ τις λέξεις μου
θα τις χαμογελάσω στον Θεό,
με τις βελούδινες τους κόχες
θα αμβλύνουνε τις άκριες της γης
να παχνιστεί με αβρά ξυπνήματα
το πρωινό αντάμωμα των οδυρμών μας».
(Γράφει στο ποίημα: «Σαρκοβόρες λέξεις»).
08/08/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου