Στο λιόγεμο φεγγάρι, όλη η πλάση στολίζεται με μαγικές πινελιές χρωμάτων
μιας άλλης πραγματικότητας. Το πανέμορφο αηδόνι, καθισμένο στο πιο ψηλό
κλαρί του δάσους, υμνεί τη θεότητα της
πανσελήνου. Τινάζει με υπερηφάνια τα πολύχρωμα πούπουλα του, γίνονται
χρυσά. Πεταρίζει γλυκά, ηδονικά τα βλέφαρα του, ζωγραφίζονται ασημένια. Το
κελάηδημα του, καταρράκτης ήχων- νουφάρων, σαν θυσία φτάνει στην ακοή του
θεού.
Σαν ξημερώνει η αυλαία, ρίχνει τις γκριζόασπρες κουρτίνες της
πραγματικότητας. Το αηδόνι νιώθει τόσο μόνο του, έντρομο από την ασχήμια
της σκληρότητας. Θέλει να βουλιάξει σε μια ζεστή φωλιά. Οι μεγάλες
παραστάσεις της ζωής του είναι το αντίτιμο της μοναξιάς του.
Βρίσκει ψηλά, σε μια σκέπη του
θεού, μικρούλα χελιδονοφωλιά! Μα πράγματι είναι τόσο μικρή! Βουτάει
διψασμένο για στοργή το ράμφος του. Με μιάς τα χελιδόνια πέφτουν έντρομα
στο κενό. Κάνοντας μακροβούτια στον αέρα, με δυσκολία σώζουν ένα από τα
γεννήματα τους.
Σαν
φτάσει η νύχτα, η αυλαία ανοίγει τον ξάστερο ουρανό της. Το φως της
μαγικής αυτής νύχτας αγκαλιάζει το αηδόνι, γεμάτο ικανοποίηση στολίζεται
με τα γιορτινά του. Η αοιδός χειροκροτείται ηδονικά από τα μελλοντικά της
θύματα.
Εύα Λόλιου
Βόλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου