Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Κριτικό σημείωμα για τη συλλογή μικροδιηγημάτων: «Φόβος κανένας» του Γιάννη Φαρσάρη, εκδόσεις Open Book, 2015.







   Ένα ιδιαζόντως κομψό βιβλίο 29 μικροδιηγημάτων, μοντέρνων, που ακολουθούν την τάση του σύγχρονου τρόπου ζωής για αναγνώσεις μικρών σε φόρμα και περιεκτικών κειμένων, ικανοποιώντας σε μεγάλο βαθμό αυτή την ανάγκη.
   Η τυπική πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου είναι, ότι δημιουργήθηκε με τη χρηματοδότηση 122 ανθρώπων και ταυτόχρονα κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons.
   Η ουσιαστική του πρωτοτυπία έγκειται στο περιεχόμενο των ιστοριών και στη διαπραγμάτευση τους από τον συγγραφέα, με τεχνικά μέσα που δίνουν μια παιγνιώδη διάθεση κι έναν αυθορμητισμό, τόσο που ο αναγνώστης σκέφτεται ότι ο συγγραφέας έχει καλώς αναγάγει την απλότητα και την αμεσότητα του λόγου, σε ύψιστη πεζογραφική αρετή.
   Οι ξενυχτισμένες λέξεις του φίλου Γιάννη Φαρσάρη, η προσπάθεια του γενικά, κρίνεται κάτω από το πρίσμα της κατανόησης του συγκεκριμένου υποείδους από τον αναγνώστη. Για να υποψιαστεί κανείς το εύρος του όρου microstory και τις δυνατότητές του, πρέπει να πληροφορηθεί ότι ένα μικροδιήγημα μπορεί ν’ αποτελείται μονάχα από μία πρόταση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων από μία παράγραφο ή ένα διήγημα που φτάνει τις 750 λέξεις. Άρα, η δυσκολία του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα επαρκές και με αξιώσεις κείμενο, δε βρίσκεται τόσο στα όσα λέγονται, αλλά κυρίως στα όσα παραλείπονται να ειπωθούν και στα όσα συνεχίζουν να διαδραματίζονται ως άγραφη πλοκή μέσα στο μυαλό του αναγνώστη. Ο αναγνώστης οφείλει να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα και να ξεδιαλύνει απορίες που σχηματίστηκαν σε ιστορίες, που έχουν στην πλειοψηφία τους ανοιχτό τέλος.
   Τα μικροδιηγήματα κερδίζουν τον αναγνώστη με τον τρόπο γραφής τους, αφού υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο σε κάθε ιστορία για να λαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή, διαχωρίζοντας τη θέση του από τον παντογνώστη συγγραφέα. Το view point, η συγκεκριμένη οπτική, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, με το κυριότερο -κατά την άποψή μου-, να προκαλεί τη ζωντάνια και την απρόσκοπτη ροή του λόγου, και μάλιστα μέσα σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει τον Δημοσθένη Βουτυρά στο διήγημά του με τίτλο: «Παραρλάμα».
   Από τα δυνατότερα χαρακτηριστικά της γραφής του φίλου Γιάννη Φαρσάρη, θεωρώ ότι είναι ο ρεαλισμός. Παρ’ όλες τις συχνές εμφανίσεις της υπερβολής, η εντύπωση της αληθοφάνειας δε διασπάται, αφού ο αναγνώστης μαγνητίζεται από την ατμόσφαιρα των ιστοριών, σε βαθμό του να πιστεύει ότι όλα εκτυλίσσονται ομαλά, αδημονώντας συνωμοτικά με τους πρωταγωνιστές για τη στιγμή που θα βρεθεί μπροστά στην αποκάλυψη, στην απίθανη έκπληξη και στην πιο ακραία παραδοξότητα, που όμως εισπράττεται ως οικεία εμπειρία του αναγνώστη. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγαλύτερη γοητεία του λόγου ενός παραμυθά.
   Τελικά όμως, η κορύφωση της πλοκής φτάνει να υπονομεύσει το ίδιο το κείμενο με τις σεισμικές δονήσεις των απρόσμενων εξελίξεων. Αυτή η υπόνοια του τι θα επακολουθήσει, δίνεται από το πρώτο μικροδιήγημα της συλλογής, όπου ένας δημόσιος υπάλληλος συνηθίζει μετά τη λήξη της εργασίας του, να πηγαίνει σ’ ένα μπουρδέλο και ο λόγος της παρουσίας του εκεί δεν είναι ο αυτονόητος, αλλά έχει να κάνει με μια ανάμνηση (μαντέψτε...).
   Στο δεύτερο μικροδιήγημα, υπάρχει ο ήρωας-συγγραφέας που αγωνιά να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του κι ένας υπολογιστής βάζει στόχο να τον τρελάνει, αφού του τρώει συνεχώς όλα τα άλφα από τις λέξεις.
   Το μικροδιήγημα με τίτλο: «Καυτό πράγμα», παρόλη την ανατριχίλα που σκορπάει με την κυνική αφήγηση, ο αναγνώστης είναι σε θέση να δεχτεί το γεγονός ως λογικό, χωρίς να αντιδράσει συνειδησιακά, γιατί το απεχθές της πράξης καλύπτεται από την κωμική άποψη των πραγμάτων κι έναν σαρκασμό που ανοίγει διεξόδους μέσα από το τραγικό, ελαφραίνοντας το βαρύ κλίμα με αρκετές δόσεις δημιουργικής συγγραφικής τρέλας κι επινόησης.
   Όσοι διαβάσουν το μικροδιήγημα με τίτλο: «Όταν έμαθα τον Άτλαντα να καπνίζει», θα νιώσουν ένα βάρος να φεύγει από πάνω τους, συμπεραίνοντας ότι το να κρατάει κανείς τον ουρανό είναι λιγότερο επώδυνο από το να σε κυνηγά η τράπεζα λόγω ανεξόφλητων χρεών.
   Ο Χένρυ Τζέιμς στο βιβλίο του: «Η τέχνη της μυθοπλασίας», γράφει: «Τίποτε, βεβαίως, δεν πρόκειται ποτέ να υποκαταστήσει εκείνη την παλιά καλή συνήθεια του να μας «αρέσει» ή να μη μας αρέσει ένα έργο τέχνης∙ και η πιο προχωρημένη κριτική δεν πρόκειται να καταργήσει αυτό το αρχέγονο και υπέρτατο κριτήριο».
   Συμφωνώντας με την ατράνταχτη αλήθεια του προηγούμενου αποσπάσματος, θα πρέπει να αποδώσω τα εύσημα στον συγγραφέα Γιάννη Φαρσάρη, με τα μικροδιηγήματα-φάρσες που συνέθεσε, όπως στο «Κίτρινο και το μαύρο», όπου ένα παιδί μετατρέπεται σε φίδι και γλιστρά μέσα από την αποχέτευση στο διαμέρισμα της φίλης του, την οποία θέλει να γλιτώσει από τη βιαιότητα του πατέρα της.
   Τα θέματά του δικαιώνουν απόλυτα την επιλογή του τίτλου: «Φόβος κανένας», αφού ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας σκηνών, όπου δεσπόζουν τα ανθρώπινα πάθη κι οι επικίνδυνες εύθραυστες καταστάσεις της καθημερινότητας. Δοκιμάζοντας την αντοχή των αναγνωστών του σε ανοίκεια στιγμιότυπα, τους απαλλάσσει από κάθε λογής φοβίες. Δράστης του εξαιρετικά πετυχημένου σχεδίου φυσικά, ο συγγραφέας που τόλμησε και ξεγύμνωσε τον φόβο μπροστά στα μάτια των αναγνωστών του, ώστε δικαιωματικά να του οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την όμορφη αναγνωστική εμπειρία.
   Συγχαρητήρια φίλε Γιάννη και καλοτάξιδο το έργο σου!
07/01/2016
Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου