Τον αγαπούσα πριν ακόμη δω το φως του
κόσμου. Ήταν αυτός που με γέννησε και μύριζε ο ιδρώτας του σαν τον δικό μου,
έσταζε τσάγια γιασεμιά να χαλαρώνει ο νους μου. Ποτέ δεν είδα άλλη ψυχή,
φανερωμένη σε βλέμμα, να λαχταρά την αγκαλιά της δικής μου. Μέσα της
ξετυλιγόταν ο παράδεισος, σαν δώρο αγάπης στα έρημα περιβόλια μου. Άνθιζαν
αμυγδαλιές στα αγγίγματα, αρώματα ανεξίτηλα έβαφαν τους λευκούς ανθούς. Τρέχαμε
σαν παιδιά στα ηλιοβασιλέματα, να πιάσουμε το όνειρο.
Μα κλαίγαμε κάθε φορά που χανόταν ο ήλιος πίσω από τις σκληρές σκιές του
αποχωρισμού.
Κάθε που ξημέρωνε ανάβαμε προσευχές σε
ταπεινά ξωκλήσια. Φορούσα τα λευκά μου δίπλα στο λευκό μαντήλι με το μονόγραμμα
του έρωτα. Αγκαλιαζόμασταν στις εικόνες, να δουν οι άγιοι την αγνότητα της
αγάπης. Οι φίλοι μας τα σπουργίτια τιτίβιζαν στις κορυφές του ιερού δέντρου.
Στα κλαριά του κρέμονταν δυο ασημένιες βέρες. Λαμπύριζε η σελήνη στους
συρμάτινους όρκους. Υπόσχεση αντάμωσης σε μια άλλη ζωή...
2/2/2016 Εύα Λόλιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου