Απ' το στόμα του πατέρα, χρυσαφένιος έβγαινε ο λόγος
της σποράς, σμιλεύοντας τις αθώες ψυχές μας με αγάπη και καλοσύνη για όλη την
πλάση. Μας 'ξηγούσε για τον καλό σπόρο και πώς τον
μασούμε πρώτα για να δούμε αν είναι μεστωμένος κι ύστερα να τον σπείρουμε στη
γη.
- Κλαίει η γη και σείεται αν δε σηκώσει μεγάλα και χρυσαφένια στάχυα, να τη φοβούστε σαν την αντάρα τ' ουρανού και της θάλασσας, μας έλεγε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και ανοίγοντας διάπλατα τα γαλάζια του μάτια.
- Κλαίει η γη και σείεται αν δε σηκώσει μεγάλα και χρυσαφένια στάχυα, να τη φοβούστε σαν την αντάρα τ' ουρανού και της θάλασσας, μας έλεγε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και ανοίγοντας διάπλατα τα γαλάζια του μάτια.
Ακόμη και ο μπέμπης που κοιμόταν σαν
αγγελούδι στην ανάποδη του σαμαριού, ξυπνούσε και τα ’μπηγε. Η μάνα παρατούσε
τον σποροσάκουλο να τον νανουρίσει πάλι με τα τζιτζίκια αντάμα. Μα τόσο που τη
φοβόμασταν τη στιγμή 'κείνη και ούτε να την πατήσουμε δε θέλαμε, τρέχαμε όλα
μαζί στο κάρο να κάτσουμε. Τον πατέρα τον έπιανε τότε μια χαρά, που τον
τραβούσε πάλι στον ήλιο να ανοίξει καινούργια αυλάκια, να ορίσει την έκταση που
θα όργωνε έως το σούρουπο. Ναι, χαιρόταν που πιστεύαμε τους λόγους του και τον
κοιτούσαμε στα μάτια, όπως η γη τον ουρανό.
Μα σαν νευρίαζε, τότε ήταν που κρυβόμασταν πίσω απ' τις φοράδες που κι αυτές έντρομες, όλο και ’κάναν πίσω βήματα. Και για να πω την αλήθεια, μόνο τρεις φορές τον θυμούμαι έτσι αγριεμένο, για τρία αλέτρια που ανά δύο χρόνια σάπιζαν απ' την υγρασία των νερών στο χώμα. Μετά 'γίναν άτρωτα στα χέρια του σιδερά. Είχε το δίκιο του, να περιμένει πάλι να λιγώσει το φεγγάρι, να κόψει τα πλατάνια και να τα πελεκήσει για να συνεχίσει το όργωμα.
Και για να πω ακόμη μια ’λήθεια, τότε εμείς σηκώναμε πανήγυρο στο χωριό, με λεύτερα απ' τα ζυγάλευτρα τα φρόνιμα γαϊδουράκια, παρελάζαμε γύρω απ' τις κρύες βρύσες της πλατείας, ξεδιψώντας τον ήλιο στα καμένα μας πρόσωπα.
Μα σαν νευρίαζε, τότε ήταν που κρυβόμασταν πίσω απ' τις φοράδες που κι αυτές έντρομες, όλο και ’κάναν πίσω βήματα. Και για να πω την αλήθεια, μόνο τρεις φορές τον θυμούμαι έτσι αγριεμένο, για τρία αλέτρια που ανά δύο χρόνια σάπιζαν απ' την υγρασία των νερών στο χώμα. Μετά 'γίναν άτρωτα στα χέρια του σιδερά. Είχε το δίκιο του, να περιμένει πάλι να λιγώσει το φεγγάρι, να κόψει τα πλατάνια και να τα πελεκήσει για να συνεχίσει το όργωμα.
Και για να πω ακόμη μια ’λήθεια, τότε εμείς σηκώναμε πανήγυρο στο χωριό, με λεύτερα απ' τα ζυγάλευτρα τα φρόνιμα γαϊδουράκια, παρελάζαμε γύρω απ' τις κρύες βρύσες της πλατείας, ξεδιψώντας τον ήλιο στα καμένα μας πρόσωπα.
Εύα Λόλιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου