Τα μάτια του Νίνο περιπλανιόταν μες το
σκοτάδι. Δεν του κολλούσε ύπνος, σκέψεις βιαστικές καρφίτσωναν ένα μεγάλο κενό,
μια έντονη ανησυχία. Ώσπου, το πόμολο της πόρτας κινήθηκε, η πόρτα άνοιξε και
το φως που ερχόταν από το σαλόνι τον χτύπησε στα μάτια.
Εντελώς ξαφνικά, την ένιωσε από την μυρωδιά
της, μια μυρωδιά ακαθόριστη, μπερδεμένη από ανδρικό ιδρώτα και παρφουμάρισμα.
Κάπνα καθότανε στα μαλλιά της αλλά και στο
εσωτερικό της ύπαρξής της.
Έκανε πως κοιμόταν, το πρώτο άγγιγμά της έμοιαζε
με σύρσιμο φιδιού στα ξερόχορτα. Η καρδιά του Νίνο πετάριζε. Το βλέμμα της
μάνας προσπαθούσε να γίνει ίσκιος πάνω του, αλλά γινόταν μαστίγιο. Πάει η
παιδική ηλικία... χάθηκε σ’ εκείνα τα μυστικά υπόγεια. Να θέλεις να πάρεις χάδι
μητρικό και να παίρνεις κλάμα.
Η μάνα έβγαλε από το ανοιχτό μπούστο της μια
σοκολάτα. Την άφησε κάτω από το μαξιλάρι του. Θα μπορούσε άραγε να γλυκάνει τη
ζωή και των δύο;
Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω της, ένας μεγάλος
στεναγμός ανακούφισης απελευθερώθηκε από το παιδί. Και το σκοτάδι έγινε φίλος
του για πρώτη φορά.
05/12/2016
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου